Γειτονιές της πόλης: Λαδάδικα
Λέξεις: Γιώργος Τούλας – Εικόνες: Ελένη Βράκα Πλατεία Εμπορίου, ξημερώματα Πριν από είκοσι χρόνια μια νύχτα γυρίζαμε σχεδόν μεθυσμένοι από μια νυχτερινή έξοδο. Ένας φίλος είπε πάμε μια βόλτα στην άγρια πλευρά της πόλης και βρεθήκαμε ξημερώματα στα στενά πίσω από την Εμπορική τράπεζα, στην πάνω μεριά των Λαδάδικων. Δυο τραβεστί που μαλλιοτραβιόντουσαν μας έβαλαν […]
Λέξεις: Γιώργος Τούλας – Εικόνες: Ελένη Βράκα
Πλατεία Εμπορίου, ξημερώματα
Πριν από είκοσι χρόνια μια νύχτα γυρίζαμε σχεδόν μεθυσμένοι από μια νυχτερινή έξοδο. Ένας φίλος είπε πάμε μια βόλτα στην άγρια πλευρά της πόλης και βρεθήκαμε ξημερώματα στα στενά πίσω από την Εμπορική τράπεζα, στην πάνω μεριά των Λαδάδικων. Δυο τραβεστί που μαλλιοτραβιόντουσαν μας έβαλαν γρήγορα στο κλίμα της γειτονιάς. Ο μπαξές τα είχε όλα. Νεαρούς επαρχιώτες με αγροτικά αυτοκίνητα που είχαν έρθει από κοντινά χωριά για να δοκιμάσουν τον παράνομο έρωτα, πιτσιρικάδες με μηχανάκια που έσπαγαν πλάκα, νταβατζήδες αγριεμένους στις γωνίες, σπίτια με κόκκινα φώτα στην είσοδο, νοικοκυραίους που μπαινόβγαιναν διακριτικά και κοιτάζοντας γύρω μην τους πάρει κανένα μάτι. Στο τέλος της Τσιμισκή και μέχρι τα Δικαστήρια η πόλη ανέπνεε διαφορετικά τη νύχτα. Σήμερα, ίδια διαδρομή. Γκαρσόνια βγάζουν μαύρες σακούλες με άδεια μπουκάλια αλκοόλ, οι τελευταίοι μεθυσμένοι θαμώνες των Λαδάδικων περπατάνε τρεκλίζοντας τραγουδάνε το σουξέ της Στανίση με το Τζάμπο, οι ταμπέλες των Νέον με τα ανατολίτικα ονόματα και τα ονόματα φρούτων σβήνουν η μια μετά την άλλη. Το ξημέρωμα της περιοχής δεν είναι το ξημέρωμα του αγοραίου έρωτα που ήταν μέχρι τα μέσα του ογδόντα. Είναι το σχόλασμα μιας μικρής Ντίσνειλαντ της διασκέδασης. Που άκμασε δέκα χρόνια πριν, παρήκμασε και ξανανθίζει συγκρατημένα.
Στα στενά της Φράγκων, 10:30 π. μ.
Γεωργικά μηχανήματα, σακιά με σπόρους παντός είδους, φυτοφάρμακα, φτηνά είδη υγιεινής, βιοτεχνίες με καλσόν και πιτζάμες στους ορόφους, όσες απέμειναν, διάφορα μπακιρένια είδη, για το τζάκι, τον κήπο, το μπαλκόνι, τόνοι από πλαστικό λάστιχο αρκετοί να ποτίσουν δέκα φορές όλο το Θεσσαλικό κάμπο, καρφιά με το κιλό, σχοινιά σε διάφορα μεγέθη, χαρτιά περιτυλίγματος και εκατοντάδες αγοραστές που μπαινοβγαίνουν από μαγαζί σε μαγαζί ψάχνοντας την ευκαιρία. Μερικοί διαλαλούν τα προϊόντα αν και το είδος εκλείπει. Αν γίνει και δω πάνω ότι έγινε στα Λαδάδικα σε δέκα χρόνια δεν θα έχει μείνει τίποτε μου λέει παραδοσιακός έμπορος σιδηρικών σχεδόν δίπλα στην πλατεία εμπορίου. Δες τι γίνεται στη Βουλεβάρτου από πάνω. Δεν έχει και πολλές γειτονιές τα κέντρο για να ανοίξουν καινούργια εστιατόρια, δεν είδες τι έγινες στο Μπεζεστένι. Νομίζω ότι αγορές σαν και τη δική μας δεν τις χρειάζονται πια οι πόλεις.
Λαδάδικα, ώρα 2:00 μ. μ.
Περπατώντας στη διασκεδασούπολη των Λαδάδικων το μεσημέρι διαπιστώνεις εύκολα τι σημαίνει μετάλλαξη ιστορικών κέντρων χωρίς κανένα σεβασμό στη μνήμη και την ιστορία. Μια περιοχή που παλιά εδώ πάνω απλώνονταν η θάλασσα και αργότερα όταν η παραλία μεγάλωσε και δημιουργήθηκε έξω από την Πύλη του Γυαλού, εκεί που τέλειωναν τα κάστρα της πόλης λίγο πιο πάνω από την Τσιμισκή, η περιβόητη Αιγυπτιακή αγορά Μισίρ Τσαρσί, καθώς κατοικούσαν εδώ Αιγυπτιώτες που πουλούσαν προϊόντα που ξεφόρτωναν τα καράβια που είχαν έρθει από την Αίγυπτο και είχαν δέσει ακριβώς μπροστά, περίπου εκεί που είναι σήμερα ο ερυθρός Σταυρός. Μαζί με το Τοπχανέ, πάνω από το πάρκινγκ της πλατείας Ελευθερίας, το παλιό τελωνείο και το Σεμπιλχανέ, βρύση και σιντριβάνι για να ξεδιψούν οι περαστικοί, το Μπαλούκ Χανέ που ζύγιζαν και τιμολογούσαν τα ψάρια, την Ίστιρα και τις άλλες αγορές της περιοχής που πουλούσαν γούνες, καπνά, σίδερα και ξύλα, στις ένδοξες μέρες της περιοχής το δέκατο όγδοο αιώνα, όπως προκύπτει μέσα από τα εξαιρετικά στοιχεία ποτ μάζεψαν ο Γιώργος Αναστασιάδης και ο Βαγγέλης Χεκίμογλου στις ‘’Διαδρομές της μνήμης’’. Και αργότερα βέβαια η δημιουργία των αποθηκών με τα λάδια στα Λαδάδικα με χαρακτηριστικό άρωμα που στιγμάτιζε της περιοχή, και τα κτίρια στα στενά δρομάκια, χτισμένα όλα με παρόμοια αρχιτεκτονική, προορισμένα να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της χονδρικής. Κτίρια που κατά την ανάπλαση της δεκαετίας του ογδόντα και του ενενήντα κανείς δεν σκέφτηκε φαίνεται πως θα μπορούσαν πιθανά να συνεχίσουν την παράδοση της αγοράς και να δημιουργήσουν το σκηνικό μιας ενιαίας μοντέρνας αγοράς συγκεντρωμένης σε έναν ενιαίο ιστορικό χώρο όπως έχει γίνει στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι επικράτησε η λύση των διασκεδαστηριών και η περιοχή κατάντησε να μοιάζει δέκα χρόνια πριν Λας Βέγκας. Όσοι είχαν αποθήκες εδώ γύρω πλούτισαν, μου λέει με παράπονο ένας από τους τελευταίους καταστηματάρχες της περιοχής. Εγώ δεν το έδωσα γιατί σεβάστηκα τη μνήμη του πατέρα μου.
Κατούνη, ώρα 5:00 μ. μ.
Τα ηλεκτρονικά κολωνάκια του δήμου έχουν σηκωθεί το πάρκινγκ πια απαγορεύεται τα μαγαζιά καθαρίζονται. Οι πλατείες Εμπορίου και Μοριχόβου ετοιμάζονται να φορέσουν το βραδινό τους κοστούμι. Σε ένα ανταλλακτήριο συναλλάγματος συναντάω δυο τουρίστριες. Είναι Δανές και τους αρέσει πολύ στα Λαδάδικα. Κάθε βράδυ εδώ είμαστε μου λένε, οι Έλληνες γλεντάνε πολύ. Δίκιο έχεις αν έρχεσαι για πρώτη φορά σκέφτομαι, όπως κανείς από μας δεν αντέδρασε έντονα στο μετασχηματισμό της περιοχής όταν πρωτοάνοιξαν μερικά καλόγουστα εστιατόρια. Διότι η λαίλαπα της υπερβολής έρχεται πάντα στη συνέχεια, με τα λαμπιόνια τις επιγραφές που αναβοσβήνουν, και την εξομοίωση των πάντων που έφερε μοιραία τον εξορισμό της ιστορίας. Κατηφορίζω από την πλατεία Εμπορίου, εδώ ευτυχώς ακόμα το χρώμα δεν χάθηκε τελείως. Ανεβαίνω στο τυπογραφείο του Τουρομανίδη, από τα πιο παλιά στην περιοχή, απέναντι ήταν μέχρι πρότινος το ξενοδοχείο Μαρίνα που φιλοξενούσε εφήμερους έρωτες. Παλιά φοβόσουν να κυκλοφορήσεις το βράδυ, τώρα όλα έγιναν ταβέρνες μου λέει ο Σάββας. Μετά την πρώτη περίοδο της νυχτομετάλλαξης η περιοχή προσπάθησε να μετασχηματιστεί και πάλι, φιλοξενώντας μια σειρά καλλιτεχνικές προσπάθειες ή δημιουργικά γραφεία, τα περισσότερα από τα οποία έκλεισαν όμως και ξαναδίνουν τη θέση τους σε κέντρα διασκέδασης, ευτυχώς λιγότερο κιτς.
Τσιμισκή, μεσάνυχτα
Το μποτιλιάρισμα είναι ασφυκτικό αυτή την ώρα. Κορναρίσματα και εκνευρισμός. Δυο παρέες μαλώνουν για μια θέση πάρκινγκ στα στενά της πλατείας Εμπορίου. Το εμπόριο πια εδώ είναι μονάχα η διασκέδαση. Φθηνά ενοίκια ξανά, λόγω των αδιάθετων κτιρίων έφεραν νέες ελπίδες για εύκολο χρήμα στη γειτονιά. Ένας πιτσιρίκος που πουλά λουλούδια, στέκεται στη γωνία της Δωδεκανήσου και απευθυνόμενος σε ένα μποτιλιαρισμένο αυτοκίνητο λέει στον οδηγό: Αν την αγαπάς, δείξτο. Πάρε ένα λουλουδάκι. Ο νεαρός μαρσάρει και φεύγει. Δεν την αγαπά αληθινά. Ξημερώνει.