Σε μια βόλτα στην Άνω Πόλη λέμε ναι
της Βαγγελιώς Χρηστίδου «Τα μαθες; Άκουσες τι έγινε χτες;». Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε η μαμά μου το πρωί του Σαββάτου, όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Είχα φιλοξενούμενο από την Παρασκευή, τακτοποιούσα το σπίτι όλη την περασμένη ημέρα, κοιμήθηκα στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση, χωρίς να το καταλάβω. Όχι, δεν είχα ακούσει «τι έγινε […]
της Βαγγελιώς Χρηστίδου
«Τα μαθες; Άκουσες τι έγινε χτες;». Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε η μαμά μου το πρωί του Σαββάτου, όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Είχα φιλοξενούμενο από την Παρασκευή, τακτοποιούσα το σπίτι όλη την περασμένη ημέρα, κοιμήθηκα στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση, χωρίς να το καταλάβω. Όχι, δεν είχα ακούσει «τι έγινε χτες». «Ο Τσίπρας καλεί σε δημοψήφισμα υπέρ ή κατά των νέων μέτρων!». Πρώτη αντίδραση, χαρά κι ενθουσιασμός: επιτέλους, δημοκρατία στην πράξη. Δεύτερη, μάγκωμα: τι δημοψήφισμα, όμως; Τρίτη αντίδραση, «ξενέρωμα». Ο υπολογιστής μου δεν δούλευε. Η ημέρα πέρασε άδοξα ως προς όποια χρήση του. Και την άλλη, πρωί Κυριακής, αποφάσισα να μην κλειστώ άλλο μέσα με το χαζοκούτι, αλλά να βρω έναν άλλον. Προορισμός, η Άνω Πόλη και φιλικό σπίτι με θέα στη θάλασσα. Λίγο αέρα, το κέντρο είχε γεμίσει… ουρές και άδειες τράπεζες…
Είναι εκπληκτικό, να ξυπνάς ένα Σαββατοκύριακο, να μην έχεις καταλάβει τι προηγήθηκε την προηγουμένη για δικούς σου, προσωπικούς λόγους και να συνειδητοποιείς ξαφνικά ότι, μεσολάβησε ένα βράδυ που όλες οι τράπεζες άδειασαν, από αλαφιασμένους Έλληνες που έτρεξαν να βγάλουν τις οικονομίες τους. Δεν ήμουν προφανώς μέσα σε αυτούς – κοιμήθηκα νωρίς, αφού – και ούτε μέσα σε αυτούς που έβγαλαν χρήματα όλο το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο. Δεν υπήρχε τράπεζα σε όλη την Αγίου Δημητρίου και μέχρι την Αριστοτέλους, που να είχε έστω και το ελάχιστο ποσό, μέχρι και αργά το απόγευμα.
Με χαλασμένο υπολογιστή και γιοκ ευρώ, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Υπάρχει και η εξάρτηση πλέον, έτσι την καταλαβαίνει κανείς. Σύνδρομο στέρησης. Το απόγευμα του Σαββάτου πέρασε με την αντιρατσιστική – αντιφασιστική πορεία, που ξεκίνησε από το Άγαλμα του Βενιζέλου, ενώ η συγκέντρωση που είχε κανονίσει η Χρυσή Αυγή νωρίτερα, είχε ήδη απαγορευτεί και τα μέλη της την… έβγαλαν στα γραφεία της, στην Εγνατία. Δεν έφτανε το υπόλοιπο, σε όλη τη διάρκεια της πορείας – και σε όλους τους δρόμους – τα ΜΑΤ ήταν υπερδιπλάσια όσων διαδηλώναμε, είτε ακολουθώντας μας ποδαρόδρομο και με μηχανές, είτε μέσα στα πλησίον στενά. Το πιο εξώφθαλμο, οι άπειροι άντρες της Ασφάλειας στην Αριστοτέλους, που ήταν παντού. Κάποιοι, ενημέρωναν ότι … «προβλέπεται μάλλον πορεία», ακόμη και μία περίπου ώρα μετά την παρουσία διαδηλωτών μπροστά από το Άγαλμα του Βενιζέλου (;). Υπερβάλλων ζήλος, μάλλον… Όλα ήσυχα, παρόλα αυτά και ειρηνικά. Χωρίς φωτογραφίες, η μηχανή δεν ήταν για να βγει εκείνη την ημέρα…
Γαλάζιο, φως και θάλασσα
Για να μη χάσω όμως κι άλλο από τα απαραίτητα και την ενημέρωση, την Κυριακή το πρωί πήρα φωτογραφική μηχανή, πόδια και όλη την ανηφόρα μέχρι τέρμα Πολιορκητού, με προορισμό φιλικό σπίτι, για διαδίκτυο και λίγη ηρεμία.
Δουλεύοντας, αναλογιζόμουν όπως ίσως και οι υπόλοιποι 11.000.000 εκατομμύρια Έλληνες (λιγότεροι ίσως, αν εξαιρέσουμε όσους δεν είναι σε θέση να αναλογιστούν), τι ήταν αυτό που μας έπεσε σαν κεραμιδάκι στο κεφάλι από τα χαράματα του Σαββάτου. «Στον ύπνο μας έπιασε η Ευρώπη;», «Η Μέρκελ δεν κοιμάται, δεν ηρεμεί ποτέ;», «Γιατί δεν βομβαρδίζουν κάποιοι τη Γερμανία, όπως είχε προτείνει ο Τσώρτσιλ για κάθε 50 χρόνια; Ήρθε ο καιρός…». «Τι θα γίνει αν γυρίσουμε στη δραχμή; Να το θελήσουμε ή όχι;», «Γιατί ο Τσίπρας αποφάσισε να δώσει τόσα εκατομμύρια ευρώ για ένα δημοψήφισμα; Δημοκρατία μεν, αλλά…», «Γιατί είναι τόσο παρτάκηδες πολλοί Έλληνες και αδειάζουν τα ΑΤΜ εν μία νυκτί;», «Θα κάνουμε ποτέ διακοπές;», «Εγώ, γιατί δεν έχω λάπτοπ μέσα σε όλον αυτόν τον χαμό;», μεταξύ ευλόγων αλλά και ασυνάρτητων ερωτημάτων.
Το μυαλό σταματούσε όμως, κάθε φορά που κοίταζα έξω από το παράθυρο, τη θέα στο Θερμαϊκό. Μέχρι το μεσημέρι ο ήλιος είχε αρχίσει να γυρίζει κι ένιωθα ότι ήμουν ήδη διακοπές, σε ένα από τα πιο όμορφα σημεία της πόλης.
Οι συνειρμοί, άρχισαν να αλλάζουν…«Πόσες ομορφιές έχει η Θεσσαλονίκη, αν έχεις το χρόνο και… μάτια να τις δεις…», «Πόσο καθαρός είναι ο ουρανός και πόσο άπλετη η θέα μέχρι τις εκβολές του Αξιού…», «Γιατί χαλάμε τη χώρα μας με μικρότητες και μικροκομματισμούς;» (αυτό, έμελλε να μου απαντηθεί την επομένη, σε πηγαδάκι έξω από ΑΤΜ της περιοχής μου). Τι όμορφα που είναι τα σπίτια εδώ πάνω, πόσο προσεγμένα, πόσο απλή η ζωή κάποιων ανθρώπων, ενώ άλλοι τρώγονται με τα ρούχα τους…Θέλω αέρααααα!
Η Πολιορκητού σε μια κατεβασιά…
Έκανα πρώτα μια σύντομη ενημέρωση τύπου «brain storming» επί των γεγονότων, μη μείνω και τελείως εκτός και το γύρισα σε… ξενάγηση. Η μηχανή επιστρατεύτηκε σε διάφορα σημεία της ημέρας και κυρίως, λίγο πριν αρχίσει να γίνεται έντονος ο ήλιος και κατά την κατεβασιά από την Πολιορκητού. Δεν γινόταν να μην… Δεν γίνεται να είσαι τόσο μπερδεμένος, συγχυσμένος, να έχεις και τα προσωπικά σου και να μην πεις στον εαυτό σου «Θα σου χαρίσω, τουλάχιστον, υπέροχες και ήρεμες εικόνες… Δεν κοστίζουν κάτι…Και θα γράψω κιόλας, γι’ αυτές…».
Τέρμα Πολιορκητού, λοιπόν, τα μικρά, από τα τελευταία ίσως κάτω της Πορτάρας, προσφυγικά σπίτια. Δίπλα, επιβλητική και… φασαριόζικη ενίοτε, η Μονή Βλατάδων. Στο σπίτι που ήμουν, μια υπέροχη μικρή αυλή, με λουλούδια παντού και πιάτο τον Θερμαϊκό και όλη την πόλη. Ακριβώς απέναντι, σκηνικό δεκαετίας του ’50, με μια λάμπα στο πεζοδρόμιο κι ένα ερημικό σπιτάκι – η γιαγιά που έμενε, απεβίωσε πρόσφατα. Δίπλα του, ένα από τα παλιά αρχοντικά της Άνω Πόλης, που πριν 10 χρόνια έμενε άφτιαχτο και σκούρο μπορντώ, τώρα αναπαλαιωμένο με παλ χρώματα που φωτίζουν όλη τη γειτονιά. Το ίδιο και τα διπλανά χαμηλότερα σπίτια. Στον τοίχο ενός από αυτά, ένα γκράφιτι για την Ανατολική Γερμανία. Επίκαιρο, κάπως…
Κατεβαίνοντας την Πολιορκητού, μέχρι τον Άγιο Νικόλαο, άλλου είδους σπίτια, τα νεόκτιστα. Που κι αυτά, όμως έχουν αρχίσει να παλιώνουν και να ομορφαίνουν, κατά την ταπεινή μου άποψη. Μικρά ανοίγματα με θέα, μπαλκόνια με σαχνισιά, έστω και… σύγχρονα, παλιές βρύσες (κάποιος ας πάρει τους κάδους από εκεί!), πικροδάφνες στα παρτέρια και στο δρόμο. Έκανα μια μικρή στάση χαμηλά, στο ύψος του σπιτιού που αποτελούσε από το 2000 κι έπειτα την κατάληψη της «Μαύρης Γάτας». Αναρωτήθηκα μέσα μου για την τωρινή του χρήση και με μια σύντομη ματιά, κατάλαβα ότι κάποιος μένει μάλλον. Είπα, να μην γίνω αδιάκριτη με το φακό μου. Απλά, θυμήθηκα…μαγειρέματα, κουζίνες, μουσικές βραδιές, το μετέπειτα συλλογικό Νηπιαγωγείο του «El Paso».
Πρωταγωνιστές παντού – αχ, μην πάει το μυαλό σας στο … Θεοδωράκη, όπως μόλις το δικό μου! – το γαλάζιο του ουρανού, τα λιγοστά «προσεγμένα» σύννεφα, τα πουλιά, η θάλασσα της Ελλάδας που ξέρεις ότι από εδώ, από τη Θεσσαλονίκη, νοητά κοιτάει μέχρι Λυβικό πέλαγος. Και μετά, το Τσινάρι. Γεμάτο κόσμο, μια κανονική Κυριακή, με τη βρύση του να μην τρέχει πλέον νερό, αλλά με τη φυσιογνωμία του σχεδόν απείραχτη. Άλλαξε αρκετά η Άνω Πόλη, όλα αυτά τα χρόνια. Αλλού προς το καλύτερο, αλλού όχι…Κατεβαίνω προς τα κάτω, προς την περιοχή της Ολυμπιάδος με Ρακτιβάν. Το κομμάτι, που δεν πρόλαβε να σώσει η Μελίνα τότε…Η βόλτα ολοκληρώνεται, με επιστροφή στην πραγματικότητα του Κέντρου.
Δεν έχω όμως διάθεση να γράψω ούτε για τα ΑΤΜ, ούτε για τις άδειες Τράπεζες, ούτε να συζητήσω για όλα αυτά. Είμαι μαγκωμένη, δεν ξέρω καν αν είμαι έτοιμη να ψηφίσω. Σκέφτομαι μόνο, πόσο όμορφη είναι η χώρα μας, πόσο όμορφα την έχουμε φτιάξει τόσα χρόνια και πόσο δεινοπαθεί. Από εμάς τους ίδιους, αλλά και από το μένος και το φόβο άλλων. Ένιωσα Ελληνίδα, αυτές τις μέρες, ίσως και για πρώτη φορά τόσο έντονα…Και αυτό που θα ήθελα να μπορώ, είναι να απέχω από μικροκομματισμούς όσο γίνεται – ποτέ δεν εντάχθηκα, άλλωστε – να κρατάω τη γνώμη μου όσο γίνεται για εμένα και να μην επηρεάζομαι από τις υπεραναλύσεις του τηλεοπτικού χρόνου, που συχνά νιώθω ότι τρώνε από τον δικό μου. Τα δικά μας πράγματα είναι που θα μας δυναμώσουν ψυχικά αυτό το διάστημα, όποια κι αν είναι αυτά για τον καθένα. Ο έρωτας, η μουσική, η λογοτεχνία, τα τοπία, οι ασχολίες μας. Και οι… συλλογικές κουζίνες! Εγώ, αυτό αποφάσισα να καθιερώσω ξανά!
* Το laptop μου έγινε σήμερα, εξ’ ου και το κείμενο … πέντε ημέρες μετά. Καταραμένη τεχνολογία! ** Ψιλή κουβέντα έξω από ΑΤΜ της Αγίου Δημητρίου νωρίς το πρωί της Δευτέρας, με έπεισε άλλη μια φορά, για το πόσο ικανοί είμαστε να φαγωθούμε μεταξύ μας, για το πόσο ο προσυλητισμός σε ένα Κόμμα σε κάνει… τυφλό. Και μου έδειξε ότι, ορισμένοι μεγαλύτερης ηλικίας συμπολίτες μας, έχουν πανικοβληθεί πιο πολύ και από την Κατοχή. *** Πολλά μαγαζιά του κέντρου έμειναν κλειστά από το ΣΚ, συνειδητοποιώντας ότι δεν θα έχουν κόσμο. Άλλα, πάλι, διαχειρίστηκαν την κατάσταση με προσφορές και χαμηλές τιμές στα προϊόντα τους, που θα κρατήσουν όλη την εβδομάδα. **** Αυτό που με επανέφερε και με ηρέμησε, προσωπικά, εκτός από λίγο Δημήτρη Μητροπάνο, που έτυχε να ακούσω, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, κάτι που είχα να ακούσω καιρό. Το «The Lucky One» της Alisson Krauss (είδος: Blue Grass), που άκουσα το βράδυ της Δευτέρας επάνω από μια σαλάτα που έφτιαξα με φίλους στο σπίτι μου. Η σαλάτα ήταν πράσινη σγουρή, είχε μέσα τοματίνια, πιπεριά, καλαμπόκι, ντάκο, κεφαλοτύρι τριμμένο κι ελαιόλαδο Χαλκιδικής και χόρτασε τρία άτομα… 😉