Ποια θα (αντέξει να) παίξει την Κλυταιμνήστρα;
Έχεις συνειδητοποιήσει, με ρωτάει ξαφνικά η Ειρήνη ένα μεσημέρι που τρώμε, ότι όσους θαυμάζουμε σήμερα ή είναι ήδη νεκροί ή κοντεύουν; Ότι κανείς νέος, ή έστω νεώτερος από μας, δεν διεκδικεί όχι την προσοχή μας –τέτοιοι υπάρχουν- αλλά το θαυμασμό μας, αυτό το ιδιότυπο κράμα ανάμεσα στο δέος, τον έρωτα και την ανεπαίσθητη ζήλεια γι’ […]
Έχεις συνειδητοποιήσει, με ρωτάει ξαφνικά η Ειρήνη ένα μεσημέρι που τρώμε, ότι όσους θαυμάζουμε σήμερα ή είναι ήδη νεκροί ή κοντεύουν; Ότι κανείς νέος, ή έστω νεώτερος από μας, δεν διεκδικεί όχι την προσοχή μας –τέτοιοι υπάρχουν- αλλά το θαυμασμό μας, αυτό το ιδιότυπο κράμα ανάμεσα στο δέος, τον έρωτα και την ανεπαίσθητη ζήλεια γι’ αυτό που καταφέρνει; Θέλω να διαφωνήσω. Ψιθυρίζω ένα δυο ονόματα που μου ‘ρχονται αλλά όχι, δεν.
Μένω με τη μπουκιά στο στόμα και το σκέφτομαι. Μετά καταπίνω τη μπουκιά και συνεχίζω να σκέφτομαι. Ότι ανήκω σε μια γενιά που δεν ανήκει πουθενά γιατί καμιά συλλογικότητα δεν την έθρεψε και κανένας πόθος δεν στάθηκε ισχυρότερος από την επιθυμία της να φάει καλά, να διασκεδάσει ωραία και να πηδήξει καλύτερα από τις προηγούμενες (εντελώς μεταξύ μας, νομίζω ότι κατάφερε τελικά μόνο το πρώτο απ’ τα τρία. Στ’ άλλα δύο δεν σημειώνει κι εξαιρετικές επιδόσεις.) Είμαι ένας απ’ αυτούς, η κρίση βοήθησε να το κατανοήσω, πάντα οι κρίσεις βοηθάνε σε κάτι τέτοια. Ένας απ’ τους πολλούς στην αιχμηρή, μεταβατική και αισχρά φιμωμένη εκείνη ηλικία που, επειδή αργούν ν’ αποφασίσουν αν πρέπει τελικά ν’ ανοίξουν το στόμα τους ή να μασήσουν τα λόγια τους (με κίνδυνο να πνιγούν στα ίδια τους τα σάλια), επινοούν ως άλλοθι την εποχή για δικαιολογήσουν τελικά το τραύλισμά τους. Είμαι, επίσης, ένας απ’ αυτούς που, επειδή δεν έχουν συνομήλικο να υποκλιθούν υποκλίνονται στον καθρέφτη τους (κυριολεκτικά: κεφάλι χαμηλωμένο, μη δεις το βλέμμα σου να σε αποκεφαλίζει.)
Μερικές φορές σκέφτομαι τους παλιότερους, η αύρα τους δεν έχει ξεθυμάνει – πώς τα κατάφεραν; Αρχές Δεκέμβρη, σε δυο πτήσεις Θεσσαλονίκη – Αθήνα και πάλι πίσω, ανάμεσα σε αναγγελίες πτήσεων στα μεγάφωνα και αναγγελίες θυέλλης στα πρωτοσέλιδα, διάβασα τα πεζογραφήματα του Λάκη Παπαστάθη, ένας τόμος με τίτλο «Το καλοκαίρι θα παίξει την Κλυταιμνήστρα». Ήμουν συγκεντρωμένος, ήμουν μελαγχολικός, ήμουν μπαϊλντισμένος και βιαστικός, όχι γιατί είχα να προλάβω τίποτα αλλά γιατί λύσσαγα (λυσσάω) να ‘ρθει το παρακάτω. Διάβαζα σα να ξεφύλλιζα ένα λεύκωμα. Σελίδα και φωτογραφία, φωτογραφία και στιγμή, στιγμή και ερημιά. Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο «Μαγεμένος Αυλός», το Άλσος Παγκρατίου, το Ελεύθερο Θέατρο και ο Νίκος Σκυλοδήμος, το Κύτταρο και το φάντασμα του Χαλεπά, ο Αλέξης Δαμιανός, η Κλυταιμνήστρα και ο Τειρεσίας, το φως στο Ηρώδειο κι ένας αδέσποτος μπερές να ψάχνει μέτωπο: το χαμηλόφωνο χρονικό μιας νεότητας σπαταλημένης στο τίποτα της ποίησης, μια λοξή βιογραφία γραμμένη όλη θαρρείς από τα υστερόγραφα μιας καθημερινότητας εκθαμβωτικής και κυνηγημένης. Έφευγα κάθε τόσο απ’ τις σελίδες κι έβαζα με το νου μου άσχετα (παλιά μου τέχνη κόσκινο): αεροπλάνα κυρίως (βόηθαγε και το τοπίο) κι ύστερα φάρους και τραπεζαρίες αδειανές, με τα τραπεζομάντιλά τους λεκιασμένα από χυμένο κρασί και φλούδες πορτοκαλιού στα πιατάκια του φρούτου… Έτσι με πήγε το βιβλίο: ανάγνωση και ξεστράτισμα. Μέχρι να φτάσω στη σελίδα 118, στο ομαδικό πορτρέτο μιας χειμωνιάτικης νύχτας που δεν θα ξανάρθει, όταν μια χούφτα Έλληνες συναντήθηκαν με αφορμή τα πενήντα χρόνια από τη δημοσίευση του πρώτου ποιήματος του Μανόλη Αναγνωστάκη. «Ήρθαν όλοι» – από τον Χειμωνά και την Λούλα Αναγνωστάκη μέχρι τον Αλέξανδρο Κοτζιά και τον Σπύρο Τσακνιά (σου λένε τίποτα τα ονόματα ή τσάμπα παιδεύομαι πάλι;). Κι «Όταν έφευγαν χιόνιζε». Ακριβώς όπως στους «Νεκρούς» του Τζόϋς, στον απόηχο των οποίων ο Παπαστάθης γράφει το συγκεκριμένο πεζό. Δεν είχα τίποτα να σκεφτώ. Εκτός από τα χιόνια του φετινού χειμώνα. Και τι θα φανερώσουν όταν λιώσουν. Κι αν θα ‘χουμε προλάβει να θαυμάσουμε κάποιον και να τον κάνουμε κι εμείς διήγημα μετά. Όχι τόσο για να μας μείνει στην Ιστορία, αλλά για να κατοικηθεί η ιστορία μας κι από μια ανάσα άλλη απ’ τη λαχανιασμένη δικιά μας.