Ποια μορφή ανάπτυξης για τις εκβολές του Ανθεμούντα;
Επιτακτική όσο ποτέ η ανάγκη προβολής της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής
Λέξεις: Γιώργος Μπλιώνης, Κριστίνα Μακνέα
Η κοιλάδα του Ανθεμούντα υπήρξε ιστορικά μια εξαιρετικά σημαντική περιοχή από τους προϊστορικούς χρόνους. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το «ἄνθεμον», δηλαδή το άνθος. Όλοι οι Μακεδόνες βασιλείς τη διεκδίκησαν ως βασιλικό κτήμα, καθώς αναγνώριζαν την ιδιαίτερη αξία της. Στο ιππικό των Εταίρων του Μ. Αλεξάνδρου, η μία από τις έξι ίλες ονομαζόταν «Ανθεμουσία ίλη», καθώς οι άντρες της προέρχονταν από τον Ανθεμούντα.
Στον κολπίσκο της κοιλάδας του Ανθεμούντα απορρέουν ακόμη και σήμερα μια σειρά χειμάρρων: ο μικρός χείμαρρος της Μίκρας, στη Νέα Κρήνη, ο χείμαρρος της Θέρμης και ο χείμαρρος Ανθεμούντας, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως ποταμός κατά την αρχαιότητα. Η λεκάνη απορροής του καταλαμβάνει μεγάλη έκταση, καθώς διέρχεται μεταξύ του Χορτιάτη, του Κάλαυρου και του Χολομώντα, δεχόμενος τα νερά που κυλούν από τις πλαγιές αυτών των βουνών. Στις εκβολές του Ανθεμούντα, στην περιοχή του σημερινού Αεροδρομίου, άλλοτε υπήρχε πολύ αξιόλογος υγρότοπος, με παράκτια έλη και λιμνοθάλασσες, όπως απεικονίζεται και σε παλιότερους χάρτες, που παρουσιάστηκαν και στο βιβλίο “Η Θεσσαλονίκη των νερών” (Μπλιώνης Γ. & Τρεμόπουλος Μ. 2017. Εκδ. Αντιγόνη).
Αναλυτική παρουσίαση της ιστορικής εξέλιξης της περιοχής από αλυκή σε λμνοθάλασσα, κατά την περίοδο 1738-1984, μπορεί να βρεθεί σε πρόσφατο άρθρο των Σ. Μπουρδάκη και Μ. Παναγιωτοπούλου. Σε βρετανικούς και γαλλικούς ναυτικούς χάρτες της περιόδου 1832-1862 φαίνονται δύο λιμνοθάλασσες στην περιοχή και ο Ανθεμούντας να εκβάλει είτε στην βορειότερη λιμνοθάλασσα ή ανάμεσά τους. Οι λιμνοθάλασσες αυτές σήμερα έχουν μετατραπεί στα παράκτια έλη Μίκρας και Περαίας.
Τα παράκτια έλη Μίκρας και Περαίας
Στην παράκτια υγροτοπική περιοχή του Ανθεμούντα είχε λειτουργήσει κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ένα βοηθητικό αεροδρόμιο διασποράς και στον ίδιο χώρο κατασκευάστηκε το 1938 ο «Πολιτικός Αερολιμήν Θεσσαλονίκης». Το 1941, οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν το αεροδρόμιο ως πολεμικό και έκαναν αρκετές επιχωματώσεις στον υγρότοπο. Το 1958, πραγματοποιήθηκε εκτροπή της κοίτης του Ανθεμούντα στο κανάλι που σκάφτηκε γι’ αυτό τον λόγο και υπάρχει μέχρι σήμερα, βορειοανατολικά του Αεροδρομίου, στα όρια με τις καλλιέργειες του αγροκτήματος του ΑΠΘ. Το ίδιο έτος και μετά τα έργα εκτροπής, κατασκευάστηκε νέο κτήριο Αεροσταθμού, στη σημερινή θέση.
Από την άλλη μεριά του αεροδρομίου, τη νοτιοδυτική, σώζεται ένα άλλο τμήμα του υγροτόπου, τα επονομαζόμενα «Τσαϊρια» της Περαίας, το οποίο παρά τη μέχρι τώρα απαξίωση και υποβάθμισή του, παραμένει μια πολύτιμη φυσική έκταση που φιλοξενεί πληθώρα ειδών που εξαρτώνται από την περιοδική παρουσία του νερού εκεί και διαθέτει σπάνια και προστατευτέα στοιχεία φυσικού περιβάλλοντος. Σύμφωνα με ένα άλλο άρθρο των ορνιθολόγων Μ. Παναγιωτοπούλου & Σ. Μπουρδάκη, που πραγματεύεται τα πρόσφατα σχέδια “αξιοποίησης και ανάπτυξης” της περιοχής, το Παράκτιο Έλος Περαίας είναι ένας υγρότοπος που κατακλύζεται περιοδικά από νερό και φιλοξενεί πληθώρα ειδών, ανάμεσά τους τουλάχιστον 150 είδη πουλιών καταγεγραμμένα ως τώρα, καθώς και άλλα προστατευόμενα είδη όπως η βίδρα και ο λαγόγυρος. Ο υγροτοπικός χαρακτήρας της περιοχής έχει αναγνωριστεί και απογραφεί το 2020 από το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων/Υγροτόπων (ΕΚΒΥ), μαζί με το Παράκτιο Έλος Μίκρας.
Το 2000 κατασκευάστηκε στα Τσαΐρια το αθλητικό κέντρο ΚΑΠΠΑ που ξεκίνησε ως ένα φιλόδοξο εγχείρημα για τη στέγαση ειδικού αθλητισμού, αλλά σήμερα παραμένει ημιτελές και ημιεγκατελειμένο. Κόστισε περί τα 25 εκ. €, χωρίς να έχει προβλεφθεί η βιωσιμότητά του, αναφορικά με τα λειτουργικά του κόστη και τις δαπάνες συντήρησης. Σήμερα επικρατεί εκεί μια εικόνα με ασοβάντιστα κτίρια, κλεμμένα κουφώματα, σκουριασμένα σίδερα, αχρησιμοποίητες αλλά φθαρμένες προβλήτες και κάπου ανάμεσα στο χάος αυτό και σε πείσμα της εγκατάλειψης και της υποβάθμισης, οι τοπικοί αθλητικοί σύλλογοι χρησιμοποιούν τα κλειστά γυμναστήρια όπως μπορούν, ελλείψει άλλων κατάλληλων υποδομών.
Μόλις πριν 5 χρόνια σε μια προσπάθεια “εξωραϊσμού” του “χερσότοπου”, εμφανίστηκαν σχέδια εγκατάστασης οικισμού προσφύγων που προϋπέθεταν την αποξήρανση, ισοπέδωση και συνεπώς την ολοκληρωτική εξαφάνιση του υγρότοπου. Μετά από παρεμβάσεις πέντε Περιβαλλοντικών Οργανώσεων, ευτυχώς εγκαταλείφθηκε το σχέδιο για τον οικισμό, που εκτός από καταστροφικός για το φυσικό περιβάλλον, ήταν και εντελώς ακατάλληλος για τους ανθρώπους που θα φιλοξενούνταν εκεί.
Το Κέντρο Καινοτομίας και Τεχνολογίας
Πρόσφατα, στην ίδια περιοχή χωροθετήθηκε το Κέντρο Καινοτομίας και Τεχνολογίας Θεσσαλονίκης Thess INTEC (Thessaloniki Innovation & Technology Center), που σχεδιάζεται να αναπτυχθεί σε έκταση 760 στρεμμάτων κατά μήκος του παραλιακού μετώπου, με προαπαιτούμενα έργα “εξυγίανσης” (αποστραγγιστικά, δρόμοι, επιχώσεις κλπ) που έχουν ένα διόλου ευκαταφρόνητο κόστος.
Οι Παναγιωτοπούλου & Μπουρδάκης υποστηρίζουν ότι πρόκειται για άλλη μια “τακτική της πολλά υποσχόμενης ανάπτυξης, που ως τώρα έχει αποδειχτεί ότι έχει εξαιρετικά λίγες πιθανότητες να συμβεί, όχι μόνο γιατί απαιτούνται τεράστια κεφάλαια που δεν έχουν συγκεντρωθεί, αλλά κυρίως γιατί συνήθως γίνεται μια συστηματική προσπάθεια να παρακαμφθούν όσα λογίζονται ως “εμπόδια” βάσει διάφορων προστατευτικών και πολεοδομικών διατάξεων. Συγκεκριμένα για την περιοχή, “εμπόδιο” προς αντιμετώπιση θεωρήθηκε το γεγονός ότι πρόκειται για υγρότοπο χαρακτηρισμένο ως ακατάλληλο για δόμηση!” Όπως φαίνεται και στον γεωολογικό χάρτη της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της Thess INTEC Α.Ε., το μεγαλύτερο τμήμα (κεντρικό και βόρειο) της περιοχής παρέμβασης κατατάσσεται στις περιοχές Απ.Δ2 «Απαγόρευσης δόμησης».
Οι πλημμύρες του περσινού φθινοπώρου στην περιοχή της εκβολής του Ανθεμούντα, απέδειξαν ότι το φυσικό αυτό έλος λειτουργεί ως χώρος εκτόνωσης και απορρόφησης των πλημμυρικών παροχών που προέρχονται από καταρρακτώδεις ή παρατεταμένες βροχές και προστατεύει τις γύρω περιοχές, συγκρατώντας μεγάλες ποσότητες νερού και φερτών υλών που αλλιώς θα είχαν κατακλύσει κτίρια και υποδομές, προκαλώντας μεγάλες υλικές ζημιές. Η προστατευτική λειτουργία του υγρότοπου είναι διπλή, τόσο για την εκτόνωση των πλημμυρικών φαινομένων, όσο και για την προστασία της ακτής από τη διάβρωση. Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει να διατηρηθεί το οικοσύστημα σε καλή κατάσταση, που σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνουν έργα για την αποκατάσταση της υδρολογικής ισορροπίας του και την οριοθέτησή του σε επαρκή έκταση, αντί για το μπάζωμά του.
Μόλις πριν λίγες μέρες, στα τέλη Οκτωβρίου, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της Thess INTEC Α.Ε. χρειάζεται περαιτέρω διευκρινίσεις και προσθήκες αναφορικά με τον υγρότοπο, καθώς και σε στοιχεία που τον αφορούν, αναφορικά με τα παρυδάτια και υδρόβια πουλιά που συγκεντρώνονται εκεί για να αναπαραχθούν καθώς και για τα μεταναστευτικά πουλιά που φτάνουν στην περιοχή.
Το αγρόκτημα του ΑΠΘ
Το Αγρόκτημα του Πανεπιστημίου βρίσκεται στην ανατολική έξοδο της Θεσσαλονίκης, στη διασταύρωση των δρόμων προς Θέρμη, Αεροδρόμιο και Αγία Τριάδα. Ιδρύθηκε με αναγκαστικό νόμο το 1936, με αποκλειστικό σκοπό την παροχή της απαραίτητης υλικοτεχνικής υποδομής, για την εκπαιδευτική και ερευνητική δραστηριότητα της Γεωπονικής Σχολής. Είναι ένα ανεξάρτητο Ν.Π.Δ.Δ. που εποπτεύεται από το Υπουργείο Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. Εδώ πραγματοποιούνται οι εργαστηριακές ασκήσεις των περισσότερων μαθημάτων, όλες σχεδόν οι πειραματικές εργασίες των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών διατριβών, η επιστημονική έρευνα από το εκπαιδευτικό προσωπικό, καθώς και η πρακτική άσκηση των φοιτητών. Μεταξύ άλλων, διατηρούνται εκτάσεις με αροτραίες, δενδροκομικές, αμπελουργικές, ανθοκηπευτικές, θερμοκηπιακές και λοιπές γεωργικές καλλιέργειες, σταβλικές εγκαταστάσεις όπου εκτρέφονται αγροτικά ζώα, εκτροφές μελισσών, γεωργοκτηνοτροφικός εξοπλισμός και αναπτύσσονται σύγχρονες μέθοδοι φυτοπροστασίας. Υπάρχουν ακόμη 21 κτιριακές εγκαταστάσεις και χώροι άθλησης των φοιτητών. Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί ότι προσφέρει σημαντικό κοινωνικό έργο, διότι στις εκτάσεις του δημιούργησε μεγάλο αριθμό περιαστικών λαχανόκηπων, όπου εκατοντάδες οικογένειες καλλιεργούν και επιμορφώνονται στην βιολογική καλλιέργεια λαχανικών.
Ωστόσο, το υπουργείο Παιδείας, με μία εντελώς αιφνιδιαστική ενέργεια και χωρίς διαβούλευση με τους καθηγητές και την κοσμητεία της σχολής Γεωπονίας του ΑΠΘ, αποφάσισε να καταργήσει το Ν.Π.Δ.Δ., που εδώ και δεκαετίες έχει τη διαχείριση και του αγροκτήματος, και να μεταφέρει την ευθύνη της διαχείρισης σε Ανώνυμη Εταιρία, που «θεωρητικά» θα ελέγχεται από τη σύγκλητο του ΑΠΘ, αγνοώντας επιδεικτικά την εκπαιδευτική κοινότητα, τους φοιτητές και τους εργαζόμενους.
Η ύπαρξη και λειτουργία του αγροκτήματος προστατεύει ουσιαστικά το παράκτιο έλος της Μίκρας.
Το αεροδρόμιο
Το θέμα του αεροδρομίου της Θεσσαλονίκης απασχολεί έντονα τους φορείς της πόλης από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Στις αρχές του 1990 η συζήτηση επικεντρώθηκε στη λογική της χωροθέτησης δυτικά, ώστε να εξυπηρετούνται καλύτερα οι νέοι οδικοί άξονες (Εγνατία οδός, ΠΑΘΕ κ.ά.) Ωστόσο, η προοπτική αυτή γρήγορα εγκαταλείφθηκε και προκρίθηκε η λύση του εκσυγχρονισμού και της επέκτασης του υπάρχοντος αεροδρομίου “Μακεδονία”. Τα πρώτα σχέδια για τον εκσυγχρονισμό του αεροδρομίου παρουσιάστηκαν το 1993. Το 1997, από το βήμα της ΔΕΘ εξαγγέλθηκαν τα έργα αναβάθμισης του αεροδρομίου από τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη και τα έργα ξεκίνησαν ουσιαστικά το 2001.
Το 2009, και ενώ είχαν ολοκληρωθεί έργα όπως οι δύο οδικοί κόμβοι προσβάσεων, ο νέος εμπορευματικός σταθμός, οι επεκτάσεις δαπέδων και βρίσκονταν σε εξέλιξη η επέκταση του διαδρόμου προσαπογειώσεων 10-28 (ο οποίος ολοκληρώθηκε το 2019) και η ανέγερση νέου αεροσταθμού, αναζωπυρώθηκε η συζήτηση για το μέλλον των αερομεταφορών στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Στα δυτικά, μετά και την τότε πρόσφατη απόφαση για μετεγκατάσταση της ΔΕΘ στη Σίνδο, είχαν δημιουργηθεί νέα δεδομένα για τη δημιουργία αεροδρομίου. Σύμφωνα με μελέτη στελεχών της Πολεμικής Αεροπορίας, η χωροθέτησή του θα μπορούσε να γίνει στις εγκαταστάσεις του υπάρχοντος στρατιωτικού αεροδρομίου μεταξύ Κλειδιού και Αλεξάνδρειας Ημαθίας. Η συνεχής ανοικοδόμηση περιμετρικά του αεροδρομίου “Μακεδονία”, η όχληση των κατοίκων των γύρω περιοχών και η ακαταλληλότητα της περιοχής, λόγω της πυκνής ομίχλης που την σκεπάζει κατά διαστήματα, συμπεριλαμβάνονταν στους κύριους λόγους που πάντα συνηγορούσαν στη δημιουργία ενός νέου αεροδρομίου στα δυτικά της Θεσσαλονίκης.
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε βέβαια και την αρχική ακαταλληλότητα της χωροθέτησης εντός ενός εκβολικού και βαλτώδους συστήματος που τότε φάνταζε άχρηστο, ίσως και επικίνδυνο, τις αντλήσεις πολύτιμων ποσοτήτων υπόγειων νερών κάτω από τα μπαζώματα, όπως και τις επιπτώσεις στη διάβρωση της ακτογραμμής του ανατολικού Θερμαϊκού Κόλπου από την κατασκευή του νέου διαδρόμου 10-28, ο οποίος προεκτεινόταν εντός της θάλασσας.
Δυστυχώς, όλα αυτά δεν ελήφθησαν έγκαιρα υπόψη, με αποτέλεσμα να ακολουθείται για χρόνια ένα στρεβλό μοντέλο “ανάπτυξης”, καταστροφικό για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των κατοίκων και η συνέχιση και επιδείνωσή του να λογίζεται ως το μόνο εφικτό μελλοντικό σενάριο.
Ο πλημμυρικός «κίνδυνος» του Ανθεμούντα
Αφού πραγματοποιήθηκαν διάφορα έργα στις εκβολές του ποταμού, αλλά και πιο πάνω, κατά μήκος της κοίτης του, ανέκυψε το αίτημα για την προστασία των υποδομών από τον πλημμυρικό «κίνδυνο».
Το 2017, η Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας διέθεσε 9 εκατομμύρια ευρώ μέσω του ΕΣΠΑ για μια από τις μεγαλύτερες αντιπλημμυρικές παρεμβάσεις στη Θεσσαλονίκη. Η ένταξη στο ΕΣΠΑ 2014 – 2020 του έργου της διευθέτησης του χειμάρρου Ανθεμούντα θεωρήθηκε ως έργο περιβαλλοντικής προστασίας, που εντάσσεται σε ένα σχέδιο συνολικής παρέμβασης σε μια «ευαίσθητη» περιοχή, η οποία δέχεται μεγάλες πιέσεις (ρύπανση, βιομηχανία, αυθαιρεσίες, φαινόμενα διάβρωσης, γεωργία, κτηνοτροφία, κατοικία κ.ά.). Στο πλαίσιο των εργασιών προβλεπόταν να γίνει καθαρισμός του Ανθεμούντα από φερτά απορρίμματα και αυτοφυή βλάστηση, εκσκαφές διαπλάτυνσης και εκβάθυνσης του ρέματος, κατασκευή επιχωμάτων, επενδύσεις πρανών με συρματοκυλίνδρους και πυθμένα επένδυση πυθμένα με συρματοκιβώτια.
Νιτρορύπανση και υφαλμύρωση
Η λεκάνη του Ανθεμούντα αντιμετωπίζει και άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα που σχετίζονται με την ακατάλληλη περιβαλλοντική της διαχείριση. Σύμφωνα με εργασία του 2015 για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του υπόγειου νερού, οι σημαντικότεροι παράγοντες ποιοτικής υποβάθμισης του πορώδη υδροφορέα είναι η νιτρορύπανση στις περιοχές με έντονη αγροτική δραστηριότητα (στραγγίσματα από γεωργικές και κτηνοτροφικές μονάδες) και η διείσδυση του θαλασσινού νερού στο παράκτιο τμήμα της.
Μια άλλη προοπτική;
Αναγνωρίζοντας ότι η κλιματική κρίση ανέδειξε ως βασικό πρόβλημα τις λειψυδρίες και τις πλημμύρες, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους παράγοντες που ενεργοποίησαν αυτά τα φαινόμενα. Οι χρόνιες αλόγιστες σπατάλες των φυσικών πόρων, οι αντιπεριβαλλοντικές διευθετήσεις των ρεμάτων και η καταστροφή της βλάστησης εντός της κοίτης τους αποτελούν κακοποίηση της φύσης από τον άνθρωπο.
Η ελεγχόμενη βλάστηση στα ρέματα τόσο εντός όσο και εκτός αστικού ιστού, έχει τη δυνατότητα να φιλτράρει το νερό και να κατακρατήσει τους ρύπους πριν τον τελικό αποδέκτη, να διατηρήσει το οικοσύστημα της περιοχής σε ισορροπία, να ρυθμίσει την σχετική υγρασία και την θερμοκρασία του περιβάλλοντος και να προστατέψει τα πρανή από τις διαβρώσεις που συντελούνται λόγω της αυξομείωσης της θερμοκρασίας και των έντονων βροχοπτώσεων.
Η διευθέτηση του Ανθεμούντα σε μήκος περίπου 3 χιλιομέτρων δεν αρκεί για να αντιμετωπιστούν οι χρόνιες επιπτώσεις από ανθρωπογενείς παράγοντες. Ακόμα και οι ιρλανδικές διαβάσεις που προτάθηκαν στον σχεδιασμό, δεν συμπεριλαμβάνονται στις βέλτιστες επιστημονικές τεχνικές. Η τσιμεντοποίηση της κοίτης και η αποψίλωση της υδροχαρούς βλάστησης αποτελούν πλέον πολύ παρωχημένες και ξεπερασμένες μορφές διαχείρισης. Η «πράσινη» μηχανική και οι προσεγγίσεις «συνεργασίας με τη φύση» εφαρμόζονται ευρύτατα στις ευρωπαϊκές πόλεις, μετά και την αναγνώριση των προβλημάτων που επέφεραν προηγούμενες προσεγγίσεις.
Προκειμένου να ξεπεραστεί η αδιέξοδη σημερινή κατάσταση και να υπάρξει μια σύγχρονη πολιτική διαχείρισης των ρεμάτων που να μπορεί να εφαρμοστεί, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ένωσης Μηχανικών Δημοσίων Υπαλλήλων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (Π.Ο. ΕΜΔΥΔΑΣ) κατέθεσε σειρά σχετικών προτάσεων, όπως η δημιουργία Μητρώου Ρεμάτων, η αποσαφήνιση αρμοδιοτήτων, η κατάλληλη στελέχωση των υπηρεσιών, η διάθεση των απαιτούμενων χρηματοδοτήσεων για τον καθαρισμό, τις επεμβάσεις αποκατάστασης και τα τεχνικά έργα πρόληψης, η δρομολόγηση μελετών οριοθέτησης και διευθέτησης όλων των ρεμάτων, η προσαρμογή της νομοθεσίας, ο επαρκής έλεγχος σε εργασίες καθαρισμού και συντήρησης ρεμάτων.
Σε μια δύσκολη περίοδο, που αναβιώνουν οι χειρότερες προσεγγίσεις για την προστασία του περιβάλλοντος ως τροχοπέδη στην «ανάπτυξη», θα έπρεπε να προβληθεί η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος του Ανθεμούντα ως παρακαταθήκη ποιότητας ζωής για τις επόμενες γενιές.
* Ο Γιώργος Μπλιώνης είναι Διδάκτορας Περιβαλλοντικής Βιολογίας. Έχει γράψει βιβλία για τον οικοτουρισμό στη Θάσο, για την περιβαλλοντική αξία των ρεμάτων, για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και πιο πρόσφατα, μαζί με τον Μιχάλη Τρεμόπουλο, για την «Θεσσαλονίκη των Νερών» (Εκδ. Αντιγόνη, 2017).
Η Κριστίνα Μακνέα είναι Χημικός Μηχανικός, MSc Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού Έργων Υποδομής, MSc Αρχιτεκτονικής Τοπίου, υποψήφια διδάκτορας Αστικής Γεωργίας. Επίσης, είναι Πρόεδρος της Ένωσης Μηχανικών Δημοσίων Υπαλλήλων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (ΕΜΔΥΔΑΣ) Κ. Μακεδονίας, Αν. Γεν. Γραμματέας Πανελλήνιας Ομοσπονδίας ΕΜΔΥΔΑΣ και μέλος της Κεντρικής Αντιπροσωπίας του ΤΕΕ.