Ποιο πράσινο για το αστικό πράσινο;
Η γκρίζα Θεσσαλονίκη που δε φημίζεται για τη σωστή διαχείριση του πρασίνου της και οι αλλεργίες - Γράφει η Δέσποινα Βώκου
Λέξεις: Δέσποινα Βώκου
Η γκρίζα Θεσσαλονίκη, όπως άλλωστε τόσες άλλες ελληνικές πόλεις, ‘διψάει’ για πράσινο. Γιατί διαθέτει κάτω από 3 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο, όταν το αστικό πράσινο είναι κύριο συστατικό των βιώσιμων πόλεων καθώς παρέχει πλήθος αγαθά, άυλα ή υλικά.
Η σκιά που χαρίζουν οι χώροι πρασίνου το καλοκαίρι είναι πραγματική ανακούφιση, με διαφορές μεγαλύτερες των 5οC μέσα και έξω από αυτούς να μην είναι καθόλου σπάνιες.
Συμβάλλουν στη συγκράτηση νερού και ως εκ τούτου στη μείωση των πλημμυρικών φαινομένων, όπως και σε εξοικονόμηση ενέργειας με τη θερμορρύθιση που εξασφαλίζουν, λειτουργούν ως αποθήκες άνθρακα, ενώ παρέχουν θέσεις εγκατάστασης, δραστηριοποίησης και φωλιάσματος καθώς και τροφή για πουλιά και άλλα ζώα συμβάλλοντας στη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Σε αυτούς, δυο βήματα από τα σπίτια μας, μπορούμε να χαλαρώσουμε, να εμπνευστούμε, να συναντηθούμε με τον άλλο, να παίξουμε, βιωματικά να μάθουμε, να χαρούμε ομορφιά και να την βλέπουμε να παίρνει άλλη μορφή μέρα με τη μέρα, να καθαρίσει η ματιά μας και να γεμίσουν οξυγόνο τα πνευμόνια μας.
Έχει πλέον αποδειχτεί ότι η επίδρασή τους είναι σημαντική όχι μόνο για την ψυχική αλλά και για τη φυσική μας υγεία. Με όλα τα παραπάνω, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η ζήτηση για αστικό πράσινο θα γίνεται όλο και εντονότερη όσο περισσότερο αισθητή η κλιματική αλλαγή.
Όμως, για να διασφαλιστεί ότι το αστικό πράσινο θα επιτελέσει τις σημαντικές λειτουργίες του, καθοριστική σημασία έχουν ο σχεδιασμός και η διαχείρισή του.
Θα πρέπει να μιλάμε όχι γενικά για πράσινο αλλά για συγκεκριμένο πράσινο.
Η Θεσσαλονίκη δεν φημίζεται για τη σωστή διαχείριση του πρασίνου της και είναι πολλές οι διαμαρτυρίες των πολιτών, κυρίως τα τελευταία χρόνια, για τους στόχους και τις μεθόδους των υπηρεσιών του Δήμου Θεσσαλονίκης και των συνεργαζόμενων με αυτές.
Γίνεται κάτι διαφορετικό τουλάχιστον σε επίπεδο επιλογής φυτών; Γιατί δεν είναι όλα τα φυτά ισοδύναμα ως προς την κάλυψη των αναγκών μας και την παροχή βέλτιστων οικοσυστημικών υπηρεσιών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, μπορεί και να βλάψουν την υγεία μας. Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό λόγω της αλλεργιογονικότητας της γύρης ορισμένων φυτών, μερικά μάλιστα πολύ κοινά στην αστική χλωρίδα.
Όμως οι αλλεργίες σήμερα ‘θερίζουν’. Εκτιμάται πως ο μισός περίπου ευρωπαϊκός πληθυσμός είναι αλλεργικός με διαρκή τάση αύξησής του και με τον αστικό να πλήττεται περισσότερο. Αυτό μας υποχρεώνει να αλλάξουμε τις συνήθειές μας και να προσθέσουμε ένα σημαντικό κριτήριο για την επιλογή φυτών προς φύτευση: τον χαμηλό κίνδυνο πρόκλησης αλλεργιών.
Στο πλαίσιο έργου επιχορηγούμενου από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), μελετήσαμε έξι χώρους πρασίνου του Δήμου Θεσσαλονίκης και έναν του Δήμου Καλαμαριάς.
Ο κύριος στόχος μας ήταν να τους αξιολογήσουμε με βάση τα ξυλώδη φυτά που υπάρχουν σε αυτούς (δέντρα, θάμνους και αναρριχώμενα) και τις ιδιότητές τους.
Πρώτη ανάμεσά τους η αλλεργιογόνος δράση, η οφειλόμενη στη γύρη τους, που προσδιορίζεται όχι μόνον από την εγγενή ικανότητά της να προξενεί αλλεργικά συμπτώματα αλλά και από τη διάρκεια κυκλοφορίας της στην ατμόσφαιρα όπως και από την ποσότητά της, που είναι πολύ υψηλότερη στα φυτά που επικονιάζονται με τον άνεμο σε σχέση με αυτά που επικονιάζονται με έντομα.
Οι χώροι πρασίνου ήταν τα Πάρκα Ξαρχάκου/ΧΑΝΘ, Πεδίου Άρεως και Τελλογλείου Ιδρύματος, η Νέα Παραλία, η λεωφόρος Σοφούλη, η Πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ και το στρατόπεδο Κόδρα. Παράλληλα, γινόταν μελέτη και της ανεμομεταφερόμενης γύρης. Σε αυτούς τους χώρους καταμετρήθηκαν περίπου 16.000 άτομα 158 διαφορετικών φυτών (είδη ή φυσικά/τεχνητά υβρίδια), στην πλειονότητά τους ξενικά (57%), επικονιαζόμενα αποκλειστικά με έντομα (67%), με διάρκεια ανθοφορίας μικρότερη από δύο μήνες (63%) και μηδενικής ή χαμηλής αλλεργιογονικότητας (62%). Με εξαίρεση την προέλευση, είναι θετικό το γεγονός ότι πάνω από τα μισά φυτά έχουν επιθυμητές ιδιότητες.
Ωστόσο, όταν ληφθεί υπόψη και η αφθονία προκύπτει ότι μόνο 30% από τα πιο άφθονα φυτά στην πόλη είναι αποκλειστικά εντομόφιλα, ενώ περίπου 40% έχουν ισχυρή αλλεργιογόνο δράση της γύρης τους. Αυτό δεν πρέπει να συνεχιστεί. Μεταξύ των πιο άφθονων ειδών δέντρων συγκαταλέγεται το κυπαρίσσι, η θούγια (της ίδιας οικογένειας με το κυπαρίσσι) και η ελιά, και τα τρία με εξαιρετικά αλλεργιογόνο γύρη.
Η παρακολούθηση της ατμοσφαιρικής γύρης δείχνει ότι οι συγκεντρώσεις αυτής που προλέρχεται από μέλη της οικογένειας των κυπαρισσοειδών φθάνουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, ευτυχώς όχι (ακόμη) αυτής από την ελιά. Αυτό σημαίνει ότι η Θεσσαλονίκη είναι υπερφορτωμένη σε κυπαρισσοειδή, με την δυσάρεστη αυτή κατάσταση ήδη να καθρεφτίζεται, όπως ήταν αναμενόμενο, και σε επίπεδο πρόκλησης αλλεργιών. Αν ενδιαφέρει η ευζωία των πολιτών, θα πρέπει να σταματήσουν νέες φυτεύσεις τους. Από την άλλη, η φύτευση νέων ατόμων ελιάς θα πρέπει να γίνεται με πολύ μέτρο ώστε να μην φθάσουμε σε δυσάρεστες καταστάσεις. Εάν μάλιστα υπάρχει πρόθεση δημιουργίας αστικών ελαιώνων, θα ήταν φρόνιμο να επανεξεταστεί.
Το όλο θέμα ‘Αστικό πράσινο και αλλεργίες’ αναπτύχθηκε σε πρόσφατη ημερίδα, στην οποία παρουσιάστηκε και το βιβλίο ‘Ιστορίες Αστικού Πρασίνου: αλλεργιογονικότητα και άλλες ιδιότητες’. Πληροφορίες για αυτό και πολλά άλλα συναφή θέματα, μεταξύ αυτών και καλές πρακτικές για το αστικό πράσινο, όπως και στοιχεία επικοινωνίας με την Μονάδα Αεροβιολογίας του Τμήματος Βιολογίας ΑΠΘ, που πραγματοποίησε αυτήν και άλλες σχετικές έρευνες, δίνονται στην ιστοσελίδα https://allegreen.bio.auth.gr/
*Η Δέσποινα Βώκου είναι ομότιμη καθηγήτρια Τμήματος Βιολογίας ΑΠΘ