Ποιος – και πώς – μπορεί να βάλει όρια στον τουρισμό;
Aπό τα κουλούρια, στην κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη
Λέξεις: Νίκος Νικήσιανης
Εδώ και δεκαετίες, ο τουρισμός αντιμετωπίζεται ως η ιερή αγελάδα του οικονομικού και πολιτικού συστήματος και το μόνο πεδίο ανταγωνισμού είναι ποιος τον εξυπηρετεί καλύτερα, ποιος θα φέρει ένα ακόμα μεγαλύτερο «ρεκόρ αφίξεων».
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, άρχισε επιτέλους να διευρύνεται ο κάποτε περιθωριακός προβληματισμός για το που μπορεί να φτάσει και που πρέπει να σταματήσει όλο αυτό.
Ο προβληματισμός αυτός άγγιξε πια και τον επιχειρηματικό κόσμο, αφού οι φετινές επιδόσεις των υπερφορτωμένων προορισμών δείχνουν ότι η μαζικότητα αρχίζει να αποθαρρύνει και τους ίδιους τους επισκέπτες.
Έτσι, η έννοια της «φέρουσας ικανότητας» πέρασε πρόσφατα στο νομικό πλαίσιο της χώρας. Η κυβέρνηση ετοιμάζει τώρα ένα Προεδρικό Διάταγμα, όπου η εκτίμηση της φέρουσας ικανότητας θα ενταχθεί υποχρεωτικά στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης κάθε νέας επένδυσης. Δηλαδή, ο εκάστοτε επενδυτής θα πληρώνει έναν ιδιώτη μελετητή για να «εκτιμήσει» το κατά πόσον το ξενοδοχείο του «χωράει» ή όχι στην περιοχή. Δεν χρειάζεται νομίζω κάποια ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να κατανοήσει κανείς πόσο διαβλητή και αναποτελεσματική θα αποδειχθεί αυτή η μέθοδος.
Ακόμα όμως κι αν η εκτίμηση γινόταν από μία ανεξάρτητη αρχή, υπάρχει τρόπος να μετρηθεί αντικειμενικά η φέρουσα ικανότητα μιας περιοχής; Αν με αυτό εννοούμε ότι μπορεί ένας μελετητής να μας απαντήσει μονοδιάστατα ότι στο τάδε νησί ή στην τάδε πόλη, χώρανε τόσοι τουρίστες, η απάντηση είναι σαφώς όχι. Οι σύνθετες περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις του τουρισμού, η κατάληψη δημόσιου χώρου και κατοικιών, η δόμηση εκτός σχεδίου, η κατασκευή δρόμων, η κυκλοφορία οχημάτων, η όχληση των κατοίκων ή της άγριας ζωής, η κατανάλωση νερού και φυσικών πόρων, η παραγωγή απορριμμάτων, αυτή η άπειρη σειρά ποιοτικών μεταβλητών δεν μπορεί να ενσωματωθεί σε έναν μονοδιάστατο δείκτη, ένα απόλυτο, αντικειμενικό, φυσικό αν προτιμάτε, όριο.
Όλη αυτή η συζήτηση για τα όρια κρατάει καιρό στο χώρο της οικολογίας και κατά τη γνώμη μου ποτέ δεν μας βοήθησε να καταλάβουμε καλύτερα ή να δράσουμε πιο αποτελεσματικά. Ίσα – ίσα, μετέτρεψε τη συζήτηση γύρω από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των διάφορων παραγωγικών δραστηριοτήτων σε μια τεχνοκρατικό ζήτημα, σε μια υπόθεση των ειδικών, περιορίζοντας το πεδίο της κοινωνικής αντιπαράθεσης, δηλαδή της δημοκρατίας. Η επιστήμη μπορεί να σου πει πόσο νερό μπορεί να αντληθεί σε ένα νησί – δεν θα σου απαντήσει όμως ποτέ αν αυτό το νερό πρέπει να πάει στα ξενοδοχεία, στη γεωργία ή να μείνει στις φυσικές του κοίτες, όπως δεν θα σου πει αν είναι περιβαλλοντικά βιώσιμο να κάνεις αφαλάτωση για να το συμπληρώσεις. Αυτά είναι πολιτικές αποφάσεις.
Κι υπάρχει τέλος κι ένα ακόμα κρίσιμο θέμα: όπως και να γίνει ο υπολογισμός, αν θέσει κάποια περιοχή ένα όριο στους επισκέπτες, υπάρχει ο κίνδυνος να απογειωθούν οι τιμές και να γίνουν οι διακοπές ακόμα πιο απλησίαστο όνειρο για τους φτωχότερους και τις φτωχότερες. Η μόνη λογική λύση εδώ είναι ο υποχρεωτικός έλεγχος των τιμών, με ταυτόχρονη προοδευτική και ισχυρή φορολόγηση των κερδών, ώστε το όφελος από τον τουρισμό να επιστρέφει στην κοινωνία και να απαλύνει κάπως τις πληγές που ανοίγει. Τέτοια μέτρα είναι ωστόσο προφανώς πέρα από τον υπαρκτό πολιτικό ορίζοντα.
Aπό τα κουλούρια, στην κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη
Συνεπώς, δεν μπορεί να μπει κάποιο όριο; Αυτό που προσπαθούμε να πούμε εδώ είναι το αντίθετο: αντί να περιμένουμε αέναα να ορίσει κάποιος τεχνοκράτης μια αντικειμενική φέρουσα ικανότητα, η συζήτηση για την αναγκαία οριοθέτηση του τουρισμού πρέπει να επιστρέψει εκεί που ανήκει, δηλαδή στην κοινωνία. Να λοιπόν το πρώτο και καθοριστικό όριο: εκείνο, πάνω από το οποίο η ανάπτυξη του τουρισμού σε μια περιοχή κάνει τους κατοίκους της να ζούνε χειρότερα.
Για να έρθουμε στα της πόλης μας, η αύξηση των ενοικίων από την απεριόριστη ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης, η κατάληψη του δημόσιου χώρου από τη βιομηχανία της εστίασης, η αύξηση των απορριμμάτων (τη διαχείριση των οποίων πληρώνουν κυρίως οι κάτοικοι κι όχι οι επισκέπτες/τριες ή οι επιχειρήσεις), η προσθήκη οχημάτων σε ένα ήδη υπερφορτωμένο δίκτυο, ήδη νομίζω επιβαρύνουν τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης δυσανάλογα πολύ, σε σχέση με το όποιο όφελος προσπορίζονται από την τουριστική βιομηχανία. Μια βιομηχανία άλλωστε που τη νέμονται όλο και λιγότερες, όλο και μεγαλύτερες, επιχειρήσεις, ενώ οι εργαζόμενοι/ες κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να αποφύγουν αυτές τις περίφημες, κακοπληρωμένες κι ελαστικές, «θέσεις εργασίας».
Φυσικά, ούτε κι αυτό το όριο είναι αντικειμενικό: μπορεί κάποιοι και κάποιες να υπομένουν τις επιπτώσεις και άλλοι να κερδίζουν – οι δύο αυτές κατηγορίες σπάνια ταυτίζονται. Ακριβώς για αυτό λοιπόν, κάθε κοινωνικός και πολιτικός χώρος, κάθε πολίτης και πολίτισσα, κάθε δημοτική παράταξη κι υποψήφιος/α δήμαρχος, οφείλει να πάρει θέση. Μια θέση δύσκολη και μάλλον αντιδημοφιλή, αλλά μια θέση αναγκαία: ο τουρισμός στην πόλη δεν χρειάζεται γενικά ποσοτική «ανάπτυξη», χρειάζεται περιορισμούς, φορολόγηση, έλεγχο και ποιοτικές αλλαγές, ώστε να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις, ενώ τα οφέλη που προκύπτουν να διαχέονται πιο δίκαια στην τοπική κοινωνία
Για να μιλήσουμε όμως συγκεκριμένα, να μερικά ενδεικτικά μέτρα. Περιορισμός της βραχυχρόνιας μίσθωσης σε μία οικία ανά ΑΦΜ και ορισμένες μέρες τον χρόνο. Αυστηρή οριοθέτηση των τραπεζοκαθισμάτων. Δικαιότερη κατανομή των τελών καθαριότητας, με επιβάρυνση των τουριστικών επιχειρήσεων και ελάφρυνση των κατοίκων. Δημοτική φορολόγηση σε κάθε διανυκτέρευση. Υποχρέωση των τουριστικών επιχειρήσεων να προμηθεύονται προϊόντα από τις γύρω περιοχές και την τοπική αγορά, ώστε να μοιράζεται το όφελος και να μειώνεται το περιβαλλοντικό κόστος. Και πριν από όλα αυτά, να σταματήσουμε να επιδοτούμε με δημόσιους πόρους τη δημιουργία νέων ξενοδοχείων, λες και παράγουν βρεφικό γάλα ή φάρμακα.
Πολλά θα μπορούσαμε ακόμα να σκεφτούμε αν τολμήσουμε να ακολουθήσουμε αυτή την κατεύθυνση, την ανάποδη από την κυρίαρχη. Δυστυχώς όμως, οι κυρίαρχες παρατάξεις της πόλης διαγκωνίζονται ακόμα για το ποιος εξυπηρετεί καλύτερα τους τουρίστες, ποιος έκανε ή θα κάνει περισσότερα για την αύξηση των αφίξεων. Έτσι, άκριτα και ασυλλόγιστα, σαν να είναι αυτονόητο καλό για όλους μας, σαν να είναι η μόνη μας προοπτική. Να λοιπόν από που να ξεκινήσουμε: πριν από την οικονομική επιδότηση, να σταματήσουμε την πολιτική επιδότηση του μαζικού τουρισμού.
*Ο Νίκος Νικήσιανης είναι Διδάκτορας Βιολογίας