Ποιος πήρε το τυρί μου;
Ένα άρθρο που στηρίζεται στο βιβλίο του Spencer Johnson, επιμελημένο από την Αναστασία Ρίζου, που αποτελεί τροφή για σκέψη
Λέξεις: Αναστασία Ρίζου
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα ζούσαν 4 μικρά πλασματάκια, που όλη την ώρα έτρεχαν πέρα – δώθε μέσα σ’ ένα λαβύρινθο, ψάχνοντας για τυρί.
Τα δύο ήταν ποντικάκια, ο «Ρουθούνης» και ο «Τρεχάλης». Τα άλλα δύο ήταν ανθρωπάκια, μικροσκοπικά σαν ποντικάκια, ο «Χα» και ο «Χμ». Και τα ποντικάκια και τα ανθρωπάκια, κάθε πρωί, φορούσαν τις φόρμες τους και τα αθλητικά τους παπούτσια, άφηναν τα σπιτάκια τους και έβγαιναν τρεχάτα στο λαβύρινθο, ψάχνοντας το αγαπημένο τους τυρί.
Ο λαβύρινθος είχε τεράστιους δαιδαλώδεις διαδρόμους και αίθουσες, που μερικές περιείχαν νόστιμο τυρί. Υπήρχαν όμως και σκοτεινές γωνιές και αδιέξοδα που δεν οδηγούσαν πουθενά. Πολύ εύκολα χανόσουν εκεί μέσα.
Ο Ρουθούνης, χάρη στην οξύτατη μύτη του, οσφραινόταν τη γενική κατεύθυνση του τυριού και ο Τρεχάλης ορμούσε μπροστά. Συχνά χάνονταν, έπαιρναν λάθος δρόμο, έπεφταν σε τοίχο και σε αδιέξοδα. Τα ανθρωπάκια, στηριζόμενα στην ικανότητά τους να σκέφτονται, χρησιμοποιούσαν διαφορετική μέθοδο για να ανακαλύψουν που βρίσκεται το τυρί. Τελικά, ο καθένας με τη μέθοδό του, βρήκε αυτό που έψαχνε, το αγαπημένο του είδος τυριού, στην άκρη ενός δαιδαλώδους διαδρόμου, στον τυροσταθμό «Γραβιέρα».
Από εκείνη τη μέρα, τα ποντικάκια ξυπνούσαν νωρίς το πρωί, έφταναν στον τυροσταθμό, έβγαζαν τα αθλητικά τους παπούτσια, τα έδεναν το ένα με το άλλο και τα κρεμούσαν από το λαιμό τους, ώστε να τα ξαναφορέσουν γρήγορα, αν χρειαστεί και απολάμβαναν το τυρί τους.
Τα ανθρωπάκια όμως ξυπνούσαν κάθε μέρα όλο και πιο αργά και πήγαιναν με το πάσο τους στον τυροσταθμό, γιατί είχαν μάθει τη διαδρομή, παρόλο που ήταν περίπλοκη. Έβγαζαν τα αθλητικά τους, φορούσαν μαλακές παντόφλες και όλα είχαν γίνει πολύ άνετα, τώρα που είχαν βρει το τυρί. Προσκαλούσαν μάλιστα συχνά και φίλους τους και έδειχναν με καμάρι το τυρί τους λέγοντας: «Δείτε. Δουλέψαμε σκληρά για να το βρούμε, δεν το αξίζουμε;»
Αυτό συνεχίστηκε για πολύ καιρό και αυτή η άνεση και η αυτοπεποίθηση του Χμ και του Χα εξελίχθηκε σε αλαζονεία. Τόσο είχαν βολευτεί, που δεν έπαιρναν είδηση τι συνέβαινε.
Ένα πρωί, ο Ρουθούνης και ο Τρεχάλης έφτασαν στον τυροσταθμό και ανακάλυψαν ότι το απόθεμα του τυριού είχε λιγοστέψει τόσο πολύ, που σε δύο ημέρες θα έμεναν νηστικοί. Χωρίς να το σκεφτούν, φόρεσαν τα αθλητικά τους παπούτσια που τα είχαν κρεμασμένα στο λαιμό, έδεσαν τα κορδόνια και ξεχύθηκαν στο λαβύρινθο, αναζητώντας νέο τυροσταθμό, με τον Ρουθούνη μπροστά να οσφραίνεται πιθανά νέα αποθέματα.
Αργότερα, έφτασαν τα ανθρωπάκια, που πήγαιναν εδώ και καιρό με το πάσο τους, με τη βεβαιότητα ότι θα βρουν το τυρί τους. Ο Χα έβαλε τα χέρια του στους γοφούς και με κατακόκκινο πρόσωπο ούρλιαξε: «Είναι αδικία. Που είναι το τυρί μας;».
Ο Χμ, αμίλητος, κούνησε μόνο το κεφάλι, χωρίς να πιστεύει τι είχε συμβεί. Η μέρα πέρασε με αχ και βαχ και γύρισαν στο σπίτι σχεδόν πεινασμένοι. Αυτό συνεχιζόταν και τις επόμενες ημέρες και σιγά σιγά, τα δύο ανθρωπάκια ζαλίζονταν, λιποθυμούσαν από την πείνα, νευρίαζαν, θύμωναν, ο ένας έβριζε τον άλλο, μέχρι που κατέληξαν δύο αποστεωμένοι σκελετοί σε αξιοθρήνητη κατάσταση.
Στο μεταξύ ο Ρουθούνης και ο Τρεχάλης έτρεχαν πέρα δώθε στο λαβύρινθο προς αναζήτηση νέου τυριού. Ο Χα κατάλαβε ότι τα ποντικάκια έψαχναν για νέο μεγάλο απόθεμα και ρώτησε τον Χμ:
«Λες να ξέρουν κάτι τα ποντικάκια, που δεν ξέρουμε εμείς;»
«Τρελός είσαι, αυτά είναι ποντικάκια, εμείς είμαστε άνθρωποι με μυαλό, εμείς θα βρούμε τη λύση».
Την επόμενη ημέρα, έφεραν εργαλεία μαζί τους και με ένα σκαρπέλο άνοιξαν, με όση δύναμη τους είχε απομείνει, μία μεγάλη τρύπα στον τοίχο, μήπως και βρουν τυρί στη διπλανή αίθουσα. Αλλά, τίποτα. Τότε ο Χμ, κοίταξε τον σκελετωμένο φίλο του και του λέει: «Πρέπει να κάνουμε κάτι δραστικό. ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΝΑ ΧΑΘΕΙ. Επαναλαμβάνω: ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΝΑ ΧΑΘΕΙ. Ακούς; Πάμε στον λαβύρινθο να ψάξουμε;»
«Ωχ, δεν ξέρω, μάλλον αυτός που το πήρε, θα φέρει καινούριο τυρί ξανά».
«Είσαι τρελός; Δύο ημέρες αν μείνουμε έτσι, θα πεθάνουμε ζωντανοί. Τι φοβάσαι; Τον κόπο; Το τρέξιμο; Τα πράγματα χειροτερεύουν.
Πρέπει να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας». Τότε έψαξαν να βρουν τα αθλητικά τους παπούτσια, που είχαν ξεχάσει που τα είχαν βάλει, τόσο καιρό επαναπαυμένοι στην άνεση και την αφθονία.
Βγήκαν σε μία σκοτεινή στενή στοά και ένοιωσαν ξεκάθαρα τον φόβο και ότι καραδοκούσαν κίνδυνοι. Φαντάζονταν όλα τα τρομακτικά πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν. Και τότε συνειδητοποίησαν ότι ο φόβος απλά χειροτέρευε τα πράγματα.
Και έτσι προχώρησαν, αλλάζοντας κατεύθυνση. Ξέρετε, Η ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΣΕ ΒΟΗΘΑΕΙ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΤΥΡΙ.
Κοντοστάθηκαν για λίγο και φαντάστηκαν με κάθε λεπτομέρεια ότι απολάμβαναν όλα τους τα αγαπημένα τυριά: Τσένταρ, ροκφόρ, κεφαλογραβιέρα, λαδοτύρι Νάξου, κασκαβάλι Ηπείρου. «Νοιώθω καλά», λέει ο Χα. «Ούτε τυρί έχουμε, ούτε το δρόμο μας βρήκαμε».
«Ε, ναι» λέει ο Χμ. «ΤΟ ΝΑ ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΣΤΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΝΑ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΤΥΡΙ, ΜΑΣ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΑΥΤΟ. Πάμε δυνατά».
Αυτή η σκέψη τους έδωσε δύναμη και ώθηση και σβέλτα έτρεξαν στους δαιδαλώδεις διαδρόμους. Γιατί ΕΙΣΑΙ ΠΙΟ ΑΣΦΑΛΗΣ ΟΤΑΝ ΨΑΧΝΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟ, ΠΑΡΑ ΟΤΑΝ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ ΑΠΡΑΚΤΟΣ ΧΩΡΙΣ ΤΥΡΙ. Σε διάφορα μέρη του λαβυρίνθου έβρισκαν εδώ κι εκεί κομματάκια τυρί και αυτό ανανέωνε τις δυνάμεις τους και την αυτοπεποίθησή τους.
Ύστερα από κοπιώδεις περιπλανήσεις πολλών ημερών, ο Χα φώναξε τον Χμ. « Έλα να δεις». Στο τέρμα ενός διαδρόμου, με κατάπληξη είδαν πανύψηλους σωρούς, με το μεγαλύτερο απόθεμα τυριού που είχαν δει ποτέ στα μάτια τους! Μόλις είχαν ανακαλύψει τον τυροσταθμό «Ροκφόρ». Για μια στιγμή νόμιζαν ότι όλο αυτό ήταν παιχνίδι της φαντασίας τους, λόγω της απίστευτης πείνας τους, μέχρι που είδαν τους παλιούς τους φίλους, τον Ρουθούνη και την Τρεχάλη, που από τις παραφουσκωμένες τους κοιλίτσες, κατάλαβαν ότι είχαν βρει τον νέο τυροσταθμό, εδώ και καιρό.
Και για πείτε μου: Με ποιους πρέπει να μοιάζουμε, με τον Χα και τον Χμ ή με τον Ρουθούνη και τον Τρεχάλη;
Τροφή για σκέψη.