Πωλείται ισόγειο κατάστημα
«Το ότι κάποτε αυτό υπήρξε ένα "συνοικιακό κουρείο" στις Συκιές με γεμίζει θλίψη» - Μια φωτογραφία σε μεσιτική ανάρτηση, πολλές σκέψεις... Γράφει ο Χ. Ωραιόπουλος
Είδα αυτή τη φωτογραφία σε μια μεσιτική ανάρτηση στο facebook. Θα ήθελα πολύ να την είχα τραβήξει εγώ, να μην έχει αυτό το σημάδι που χαρακτηρίζει τη νεκρωμένη φύση των πραγμάτων και σήμερα αποκαλούμε logo ή watermark. Βασικά δεν θα ήθελα να την έχω τραβήξει ούτε εγώ ούτε κανείς.
Πωλείται ισόγειο κατάστημα.
Δεν είναι ώρα να μιλήσουμε πάλι για την μεγαλοκλίμακα του εξευγενισμού των αστικών κέντρων. Το ότι κάποτε αυτό υπήρξε ένα «συνοικιακό κουρείο» στις Συκιές με γεμίζει θλίψη. Σκέφτομαι τον ασπρομάλλη ιδιοκτήτη του με την χτένα που μυρίζει οινόπνευμα στην τσέπη της λευκής ποδιάς τους. Έχει μαλλί ατημέλητο, αφού ξέρει να φτιάχνει αλλωνών κεφάλια μόνο και όχι το δικό του. Πάει έρχεται, πάνω – κάτω, μέσα – έξω, ρουφάει κάνα τσιγάρο στο πεζοδρόμιο κάνοντας χουλιαμά με τον σιδερά απ’ το διπλανό κατάστημα. Το μεσημεράκι θα το κλείσει κάνα δίωρο.
Ο διακεκομμένος από τους νιπτήρες πάγκος μαρτυρά προσωπική εργασία, ότι κάποιος καταπιάστηκε με μερεμέτια, να φτιάξει τα εγκολπωμένα συρτάρια και να τα κουμπώσει στην κατασκευή, να βρει υλικό χρωματικά παρόμοιο και ταιριαστό με τα πλακάκια του τοίχου ή και αντιστρόφως, να κρεμάσει τους καθρέφτες που είναι δυο, αν και ξέρει πως δεν μπορεί να κουρέψει ποτέ δυο ταυτόχρονα, γιατί δουλεύει μόνος.
Ποιος ξέρει τι συνέβη; Να πέθανε και να μην κάθισε σωστά η μπίλια της κληρονομικής διαδοχής. Να βγήκε στη σύνταξη κουρασμένος πια από το μεροδούλι – μεροφάι; Να χρωστάει ή να μην έχει να την περάσει και να πουλάει το οχυρό του;
Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι αυτές οι καρέκλες χειροκίνητης προσαρμογής του ύψους του πελάτη και του κεφαλιού του θα πάνε μάλλον στα σκουπίδια και δεν θα ξαναδούμε όμοιες τους ποτέ. Ίσως το κατάστημα με μια γερή ανακαίνιση γίνει ένα loftάκι σε κάποια διάσημη πλατφόρμα βραχυχρόνιας μίσθωσης ή ένα take away καφέ τριών και βάλε ποικιλιών. Δεν θα γίνει ούτε μπουγατσατζίδικο, ούτε καφενείο.
Οι καρέκλες, όμως, κι αν ξεσκίσει το ύφασμα, αν πεταχτεί από τα σωθικά τους το σπλαγχνικό βαμβάκι ποτέ δεν ξεχνούν όσους κάθισαν απάνω τους. Η θέση δεν ξεχνά ποτέ όσους πέρασαν από εδώ. Ούτε αυτόν που μετρούσε καθήμενους ανά ημέρα, ώστε να υπολογίσει το μεροκάματο και εν συνεχεία τα έξοδά του. Δεν λησμονούν τον πατέρα τους.
Η χρόνια εγκατάλειψη και η εγκαταλελειμμένη χρονικότητα γράφοντα ευκολότερα στη θαμπάδα του γυαλιού, του κρυστάλλου. Οι καθρέφτες, αυτές οι αδιάλειπτες βιντεοκάμερες των καθημερινών στιγμιότυπων που ποτέ κανένας δεν βλέπει τι καταγράφουν, αλλά καταγράφουν τους πάντες χωρίς δυνατότητα μοντάζ, είναι συνήθως οι πιο εμφατικοί φορείς του περάσματος του χρόνου ή της ορφάνιας.
Βρωμίζουν με στάμπες ανεξίτηλες, ραγίζουν, θρυμματίζονται και σπάνε, δείχνουν παραμορφωτικά τις εξευγενισμένες μουτσούνες των καινούργιων επισκεπτών.
Όμως, ουδέποτε διαγράφουν από τη μνήμη τους όλα εκείνα τα παιδικά ενσταντανέ φρεσκοκουρεμένων κυρίων που μόρφασαν και πόζαραν με το νέο και κοντό τους μαλλί δίνοντας τα εύσημα στον τέως ιδιοκτήτη και κουρέα.