Πώς άλλαξε πολεοδομικά η πόλη τα τελευταία 30 χρόνια
Γράφει ο Νίκος Καλογήρου, Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος και Ομότιμος Καθηγητής ΑΠΘ.
Τo παλίμψηστο της σύγχρονης Θεσσαλονίκης και οι προοπτικές βιώσιμης προσαρμογής
Λέξεις: Νίκος Καλογήρου | Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος |Ομότιμος Καθηγητής ΑΠΘ
Στοιχεία από μια ανάγνωση της σημερινής πόλης
Η Parallaxi κλείνει 30 χρόνια δημιουργικής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη αρχικά ως κινηματογραφικό περιοδικό, ως free press έντυπο και τώρα ως διαδικτυακό. Οι παράλληλες αστικές παρεμβάσεις της ομάδας «Η Θεσσαλονίκη Αλλιώς» δίνουν την αφορμή για ορισμένες κριτικές σκέψεις που διατυπώνονται εδώ μετά από ευγενική πρόσκληση του Γιώργου Τούλα.
Οι συνθήκες λειτουργίας της Θεσσαλονίκης μεταβλήθηκαν τις πρόσφατες δεκαετίες. Με αφετηρία τη μεταπολίτευση και τον σεισμό του 1978 επιταχύνθηκαν και έγιναν ορατές στην πόλη διαδικασίες που μετασχημάτισαν γενικότερα τη νεοελληνική κοινωνία. Σημαντικά γεγονότα, όπως η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι αλλαγές στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, μετέβαλαν τη σχετική γεωγραφική θέση της Θεσσαλονίκης. Με το «άνοιγμα» των συνόρων πολυάριθμοι μετανάστες προσελκύστηκαν στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα. Την ουσιαστικά ανεξέλεγκτη αύξηση της πόλης διαδέχθηκε την τελευταία δεκαετία μια οικονομική κρίση που εμμένει. Εδώ εκφράστηκε εντονότερα, καθώς διαχρονικά η Θεσσαλονίκη είναι ένα σταυροδρόμι-λιμάνι με παραγωγικές δραστηριότητες και όχι έδρα κρατικοδίαιτων μηχανισμών και δραστηριοτήτων όπως η Αθήνα.
Οι απόπειρες συνολικής ρύθμισης του χώρου την περίοδο αυτή ήταν συχνές και εκφράστηκαν με τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια και τις Πολεοδομικές-Ρυμοτομικές Μελέτες. Από το 1985 εγκρίθηκε το Ρυθμιστικό Σχέδιο και ιδρύθηκε ο Οργανισμός Θεσσαλονίκης (ΟΡΘΕ), ο οποίος δυστυχώς υποβαθμίστηκε το 2014. Ωστόσο, η κυρίαρχη γραφειοκρατική προσέγγιση του πολεοδομικού σχεδιασμού δεν κατόρθωσε να συντονιστεί με τις ταχύτατα μεταβαλλόμενες συνθήκες. Νέες συνοικίες και πυκνώσεις οδήγησαν σε ανεξέλεγκτη αστικοποίηση της περιαστικής ζώνης, σε άμορφες συχνά υπερβολικές επεκτάσεις και σε νομότυπες ή αυθαίρετες συγκεντρώσεις κτισμάτων. Η αντιστροφή του φαινομένου, μετά την εκδήλωση της κρίσης, εντείνει τη χαοτική εικόνα της πραγματικής πόλης με εγκαταλελειμμένα κελύφη, καταστήματα και προβληματικές οικιστικές ενότητες. Με αυτά τα δεδομένα, η συζήτηση για ένα βιώσιμο και συνεκτικό πολεοδομικό συγκρότημα γίνεται ιδιαίτερα προβληματική.
Οι συνθήκες για μια αντίστοιχη άναρχη «απελευθέρωση» της αρχιτεκτονικής έκφρασης δημιουργήθηκαν παράλληλα. Η μεταμοντέρνα συνθήκη οδήγησε σε μια ιδιόμορφη αναβίωση του εκλεκτικισμού που ανέκαθεν ευδοκιμούσε στη Θεσσαλονίκη. Η μετανεωτερική αρχιτεκτονική, ακολουθώντας τις, σχετικά βραχύβιες, διεθνείς τάσεις υιοθέτησε αρχικά ιστορικά μορφολογικά στοιχεία και, στη συνέχεια, ποικίλα, συχνά ετερόκλητα στοιχεία που οδήγησαν στην αρχιτεκτονική υπερ-έκφραση. Ιδιαίτερα ορατές ήταν οι συνέπειες στην εμπορική αρχιτεκτονική η οποία ανταποκρίθηκε στα νέα καταναλωτικά πρότυπα, υιοθετώντας μορφές με έντονη προβολή και παρουσία.
Υπάρχουν σύγχρονα τοπόσημα στη Θεσσαλονίκη;
Μέσα στο αποσπασματικό πλαίσιο του αστικού ιστού, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, το πλήθος των αξιόλογων και πρωτότυπων θραυσμάτων σύγχρονης αρχιτεκτονικής δημιουργίας δεν είναι εύκολο να επισημανθεί και να αποτιμηθεί. Δύσκολα μπορούν να διακριθούν εμβληματικά αρχιτεκτονικά έργα, κτίρια-είδωλα, ανάλογα με αυτά που προβάλλονται στον διεθνή χώρο από διάσημους αρχιτέκτονες-αστέρες. Αυτά τα εξαιρετικά δαπανηρά έργα κατασκευάζονται με τη βοήθεια υπολογιστή σε συνθήκες που θυμίζουν περισσότερο ναυπηγείο και όχι παραδοσιακό εργοτάξιο. Η εκ των πραγμάτων απουσία τους στη Θεσσαλονίκη εμπεριέχει και θετικά στοιχεία, καθώς με την ανέγερσή τους προκύπτουν μη αντιστρεπτές καταστάσεις.
Τιμητικές εξαιρέσεις υπάρχουν, όπως το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού του αείμνηστου αρχιτέκτονα Κυριάκου Κρόκου, η ανέγερση του οποίου είχε μια πολύχρονη περιπέτεια, από την αρχική μελέτη του 1977 ως την υποδειγματική, για δημόσιο έργο, υλοποίησή του το 1993. Είναι ένα από τα σπάνια «χειροποίητα» αρχιτεκτονικά έργα που έχει τη γενική αποδοχή από τους αρχιτέκτονες. Ωστόσο, με τη σεμνή και εσωστρεφή του τυπολογία δύσκολα μπορεί το ευρύτερο κοινό να το χαρακτηρίσει ως τοπόσημο.
Για διαφορετικούς λόγους, αστικού σχεδιασμού και γενικής διάταξης, το νέο Δημαρχείο της Θεσσαλονίκης (1987-2009) που φέρει τη σφραγίδα της ομάδας του σημαντικού αρχιτέκτονα Τάσου Μπίρη, δεν αποτέλεσε σημείο αναφοράς. Δεν συνδυάστηκε με θετικό δημόσιο χώρο παρά τη σχετικά περιορισμένη κάλυψη και την προσεγμένη υλοποίηση.
Η ανάπλαση της Νέας Παραλίας Θεσσαλονίκης (2001-2013), έργο των δημιουργικών αρχιτεκτόνων της πόλης Πρόδρομου Νικηφορίδη και Bernard Cuomo, αποδείχθηκε ιδιαίτερα δημοφιλής, καθώς με την ήπια μοντέρνα γραφή της απέδωσε μεγάλο μέρος του θαλάσσιου μετώπου της πόλης σε δημόσια χρήση. Κατά την προσωπική μου, «αιρετική» πολεοδομική άποψη, η διαίρεση σε «δωμάτια» ενός αδιάσπαστου αρχικά κυρίως λιμενικού έργου αναίρεσε ορισμένα στοιχεία συνέχειας του θαλάσσιου ορίου. Ωστόσο, η αποδειγμένη αγάπη και φροντίδα που έδειξαν οι δημιουργοί και οι φίλοι του έργου για τη συντήρηση και την καλή λειτουργία του είναι ένα μοναδικό, για τα ελληνικά δεδομένα, γεγονός που αξίζει να υπογραμμιστεί.
Τα δύο κτίρια του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης είναι μια αξιοσημείωτη περίπτωση. Το κεντρικό κτίριο Μ1 έχει στοιχεία που παραπέμπουν στο «λαμπρό» βυζαντινό παρελθόν και στη μεσοπολεμική του αναβίωση με τους σχεδιασμούς της Αριστοτέλους. Το νεότερο κτίριο Μ2 με τις καθαρές γεωμετρικές γραμμές του αποτελεί μια ανοιχτή προς τη θάλασσα βιτρίνα-θερμοκήπιο. Τα έργα −όπως τα είχαν οραματιστεί οι αρχικοί δημιουργοί τους, ο Έλληνας Πάνος Τζώνος και ο διάσημος Ιάπωνας Αράτα Ισοζάκι− θα μπορούσαν, στο πλαίσιο μιας δημιουργικής αντιπαράθεσης, να συνιστούν ένα μοναδικό δίδυμο τοπόσημο. Οι περιπέτειες του εγχειρήματος, με τις αλλαγές της χωροθέτησης και τις συχνά άστοχες παρεμβάσεις των μάνατζερ και εργολάβων, οδήγησαν στην «ανοίκεια» σημερινή εικόνα, συμβάλλοντας σε μια ακόμη χαμένη ευκαιρία για υψηλή αρχιτεκτονική παρουσία στη Θεσσαλονίκη.
Στην πραγματικότητα, οι αληθινοί αστικοί συντελεστές παραμένουν αυτοί που διαμορφώθηκαν διαχρονικά από την ίδρυση της πόλης ως τον εικοστό αιώνα. Το πολεοδομικό σχέδιο με τον ορθογωνικό ελληνιστικό-ρωμαϊκό κάνναβο, όπως μετασχηματίστηκε μετά την ανοικοδόμηση του 1917-1921 με μνημειακές χαράξεις, πλατείες και διαγωνίους διευκολύνει την αντίληψη της αστικότητας. Οι επισκέπτες της κεντρικής περιοχής βιώνουν την αδιόρατη ευρυθμία της ρυμοτομίας, έχοντας μιαν αυξημένη αίσθηση του προσανατολισμού. Η μικρογεωγραφία της γραμμικής πόλης που αναπτύσσεται μεταξύ της ακτογραμμής και των ακραίων απολήξεων του Χορτιάτη συμβάλλει στη σαφήνεια των αντιληπτικών βιωμάτων.
Μνημεία και μνημειακές συνθέσεις αποτελούν τοπόσημα, συχνά μεταλλαγμένα από την αρχική τους λειτουργία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Λευκός Πύργος με το καθαρό κυλινδρικό του σχήμα. Απαλλαγμένος από την αρχική αμυντική χρήση και από τα περιτειχίσματα που τον περιέβαλλαν έγινε το σήμα κατατεθέν της πόλης, στο όριο της κεντρικής περιοχής. Δεν είναι ευρύτερα γνωστό ότι η κατεδάφισή του συζητήθηκε σοβαρά μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και αποφεύχθηκε, μεταξύ άλλων, γιατί το κόστος κρίθηκε μεγάλο.
Ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία λειτουργούν ως σημεία αναφοράς μετά την «απελευθέρωση» και την προοπτική τους ανάδειξη, σύμφωνα με τη δυτικότροπη «νεοκλασική» αντίληψη του σχεδίου Εμπράρ. Η σημερινή εικόνα των μνημείων είναι υβριδική και νεορομαντική. Λίγοι αντιλαμβάνονται ότι ο ανοικοδομημένος ναός του Πολιούχου Αγίου Δημητρίου αποτελεί, σε συντριπτικό ποσοστό, νέο μνημείο, σύμφωνα με το «νεοβυζαντινό» όραμα του Αριστοτέλη Ζάχου. Αντίστοιχα, ο άξονας της Αριστοτέλους, παρά την ατελή του υλοποίηση, είναι η κυρίαρχη μεγάλη εκλεκτικιστική χειρονομία που πρέπει να αναδειχθεί.
Ένα σενάριο για το μέλλον της Θεσσαλονίκης
Η ανάδειξη της ταυτότητας της σύγχρονης Θεσσαλονίκης ξεκινά από την κατανόηση των πολυσχιδών όψεων της αστικής αρχιτεκτονικής της πόλης, υπό τις επιδράσεις των διαρκώς μεταβαλλόμενων πολιτισμικών και κοινωνικο-οικονομικών παραμέτρων.
Σε αντίστιξη με τη συνήθη απουσία διαχρονικής προσέγγισης στις συμβατικές αρχιτεκτονικές αφηγήσεις, εκτιμώ ότι οι προοπτικές για το μέλλον οφείλουν να ενσωματώσουν τα δημιουργικά στοιχεία του τόπου και του περιβάλλοντος ως αφετηρίες ανάδειξης των υφιστάμενων ιδιαιτεροτήτων. Το παλίμψηστο της Θεσσαλονίκης μπορεί να προβληθεί ως υποδοχέας για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την κεντρική Θεσσαλονίκη που διαθέτει έναν συνεκτικό ιστό. Εδώ συγκεντρωνόταν στο παρελθόν το σύνολο της διοίκησης, του εμπορίου, της ανώτατης εκπαίδευσης, της αναψυχής, της Έκθεσης. Αυτός ο «αεροστεγής» πυρήνας διατηρεί ακόμη μια συμπαγή περιοχή κατοικίας που πρέπει να διαφυλαχθεί. Ωστόσο, έντονα προβλήματα κυκλοφορίας, προσπέλασης και ανταγωνισμού απωθούν κατοίκους και εργαζομένους στα γραφεία προς την περιφέρεια. Έτσι, δημιουργείται σταδιακά ένα «θεματικό πάρκο» ψυχαγωγίας και τουρισμού που ήδη κυριαρχεί ολοκληρωτικά σε περιοχές όπως τα Λαδάδικα. Μόνο ένα συνεκτικό πρόγραμμα περιβαλλοντικής αναβάθμισης του κέντρου, με διατήρηση της ποικιλίας των χρήσεων, παράλληλα με την ανάδειξη των μνημείων και των διατηρητέων, μπορεί να επαναφέρει την αίγλη μιας βιώσιμης περιοχής και να προσελκύσει νέους ανθρώπους. Σημαντικά προγράμματα ανάδειξης του μνημειακού άξονα της Αριστοτέλους, της Εγνατίας και της −παραδόξως ξεχασμένης σήμερα− Άνω Πόλης μπορούν να συμβάλλουν σε ένα, μη γραφειοκρατικό, δημιουργικό πρόγραμμα αστικού σχεδιασμού.
Αν το προαναφερθέν «παλίμψηστο» της Θεσσαλονίκης αποτελεί χρήσιμο εργαλείο ανάγνωσης και παρέμβασης στο κέντρο, σήμερα χρειάζεται ρυθμιστεί, κατά προτεραιότητα, η διάχυτη και συχνά άμορφη περιφέρεια της πραγματικής πόλης. Η οργανωμένη αποκέντρωση δραστηριοτήτων δεν έγινε στην Ελλάδα με σωστές διαδικασίες. Στην πράξη, με κυρίαρχη την ιδιωτική πρωτοβουλία, έχουν δημιουργηθεί εμπορικοί και ψυχαγωγικοί πυρήνες έξω από τα όρια της συνεκτικής πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ελάχιστα βέβαια αποδεκτό στους κριτικούς της αρχιτεκτονικής, είναι το εμπορικό κέντρο Mediterranean Cosmos που αποτελεί, για τη νοτιοανατολική περιοχή, ένα δημοφιλές υποκατάστατο της χαμένης κεντρικότητας.
Παράλληλα, η ανάδειξη του μοναδικού εκτεταμένου θαλάσσιου μετώπου, ως χώρου προσιτού στους πολίτες, αλλά και λειτουργικού στις λιμενικές και βιομηχανικές ζώνες, αποτελεί ίσως το σημαντικότερο έργο αστικού σχεδιασμού για τη μητροπολιτική Θεσσαλονίκη.
Από τα συνοπτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν γίνεται αντιληπτό ότι ο σχεδιασμός του μέλλοντος της Θεσσαλονίκης υπερβαίνει τα όρια ενός συμβατικού σχεδίου ρύθμισης. Απαιτεί συνδυασμένες δράσεις σε όλα τα επίπεδα, από την αρχιτεκτονική ως τη χωροταξία, με ιδιαίτερα κρίσιμη την κλίμακα της δημιουργικής αστικής σύνθεσης.
Στις αστικές παρεμβάσεις, ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών είναι κρίσιμος. Ομάδες, στις οποίες συμμετείχα και προσωπικά, όπως η παλαιότερη «Ένωση Πολιτών για το Περιβάλλον και τον Πολιτισμό» απέτρεψαν την επέκταση της παλιάς παραλίας και τη φαραωνική εκδοχή της υποθαλάσσιας αρτηρίας. «Πειραματικές» αντιπροτάσεις, όπως η προσωρινή «πράσινη» πεζοδρόμηση της Αγίας Σοφίας, είχαν σημαντική απήχηση. Δυστυχώς, αυτές οι πρωτοβουλίες απονευρώνονται όταν αποκτούν άμεσο και συχνά στείρο μικροπολιτικό χαρακτήρα. Η τρέχουσα διαμάχη για το μετρό στη Βενιζέλου είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μάλλον άγονης αντιπαράθεσης, εφόσον υπάρχουν λύσεις δημιουργικής συνύπαρξης αρχαίων και σύγχρονων διαδρομών σε ένα ζωντανό μουσείο-σταθμό που μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς-τοπόσημο.
Για να πετύχουν οι συμμετοχικές διαδικασίες, απαιτείται η καλλιέργεια και η παιδεία. Στη μακρόχρονη θητεία μου στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, μαζί με μια ομάδα δυναμικών συναδέλφων επιχειρήσαμε, παρά τις αντίξοες συνθήκες, να έχουμε μιαν εξωστρεφή παρουσία. Εκτιμούμε ότι η παιδευτική διαδικασία δεν εξαντλείται στα στενά ακαδημαϊκά όρια, αλλά πρέπει να αναφέρεται στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.
Συνοψίζοντας, εκτιμώ ότι, εάν απαιτείται ένα ενοποιητικό στοιχείο για τις αναγκαίες δράσεις, αυτό προκύπτει από μια πολιτική ολιστικού περιβαλλοντικού σχεδιασμού. Οι φιλικές προς το περιβάλλον διευθετήσεις μπορούν σταδιακά να δημιουργήσουν μια περισσότερο βιώσιμη Θεσσαλονίκη.
*Γραμμένο για το τεύχος των 30 χρόνων της Parallaxi
** Δείτε περισσότερα κείμενα του επετειακού τεύχους με ένα κλικ ΕΔΩ