Πώς ξεκινάς τη ζωή απ΄την αρχή;

Όταν χάνεις τη δουλειά σου και γκρεμίζονται όλα τριγύρω.

Παναγιώτης Ιωσηφέλης
πώς-ξεκινάς-τη-ζωή-απ΄την-αρχή-16638
Παναγιώτης Ιωσηφέλης

Εικόνα: Ελένη Βράκα

Πέρασα από όλες τις φάσεις του πένθους. Λέει. Στην αρχή δεν μπορούσα να δεχτώ ότι θα έμενα απλήρωτος για τόση δουλειά. Έλεγα αποκλείεται. Κάτι θα γίνει. Κάποια λύση θα βρούνε. Δεν είμαι μόνο εγώ. Τόσοι άνθρωποι ήμαστε. Δεν γίνεται να μας αφήσουν έτσι. Έχουμε στεγαστικά. Δόσεις για αμάξια. Κάρτες. Τη ζωή μας που τρέχει. Τα ΄χουμε υπολογίσει αυτά τα λεφτά. Τα ΄χαμε δουλέψει. Δεν μπορούν να μας πετάξουν στο δρόμο απλήρωτους. Δεν γίνεται. Έχουν λεφτά. Μπορεί όχι τώρα, αλλά έχουν να παίρνουν. Τόσες δουλειές έχουμε κάνει. Μεγάλες δουλειές. Θα βρουν. Στο κάτω κάτω, πέρσι, το πάρτι που κάνανε για τα εικοστά  γενέθλια της εταιρείας κόστισε κι εγώ δεν ξέρω πόσο. Πάρτι υπερπαραγωγή. Μόλις πριν εφτά μήνες. Αποκλείεται. Λέει.  Ήμουνα σίγουρος ότι κάτι θα γινότανε.

Ύστερα θύμωσα.  Είμαι τριανταεφτά χρονών και δεν θυμάμαι άλλη φορά να έχω θυμώσει τόσο πολύ. Κι άρχισα να πλακώνομαι. Με το δικηγόρο που μου ‘πε ότι ήταν μάλλον απίθανο να πάρω έστω και ελάχιστα. Με τους γονείς μου που δεν είχαν φράγκα να βοηθήσουν. Με την Κατερίνα που προσπαθούσε να με συγκρατήσει. Με τους κολλητούς που συνέχιζαν να ζουν σαν να μην τρέχει τίποτα. Κάθε μέρα υπήρχε μια αφορμή. Για να αρχίσω να τα χώνω. Να ξεσπάω.  Μάλωσα με την τύπισσα του ταξιδιωτικού πρακτορείου όταν πήγα να ακυρώσω. Με το βενζινά που δεν μου΄φταιγε σε τίποτα. Με ένα πιτσιρικά που πήρε τηλέφωνο να μου πουλήσει πακέτο τηλεφωνίας. Οποιοσδήποτε μου υπενθύμιζε ότι η ζωή συνέχιζε να τρέχει με έκανε έξαλλο. Λέει. Γιατί η δική μου ζωή μου είχε σταματήσει.  Ύστερα, ένα πρωί, είπα στην Κατερίνα να φύγει.

Άρχισα να αισθάνομαι μαλάκας. Πολύ μεγάλος. Όχι μόνο για την Κατερίνα. Για όλα. Σκεφτόμουνα ότι ήταν δικό μου λάθος. Η δουλειά μου. Οι φίλοι. Το σπίτι που είχα αγοράσει. Τα βιβλία που είχα διαβάσει. Η μουσική που άκουγα. Η ζωή που είχα στήσει. Λάθος. Κάθε μέρα υπήρχε μια αφορμή να με κάνει να νιώθω ένοχος. Τα αθλητικά παπούτσια που είχα αγοράσει διακόσια ευρώ. Οι φωτογραφίες από το ταξίδι στο Μπαλί. Το άι φον. Η καινούργια Τρανς Αλπ. Ζούσα, σκεφτόμουνα, μέσα σε μια φούσκα. Που τώρα είχε σκάσει. Κι εγώ έπεφτα. Κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Χωρίς να ξέρω που θα σταματούσε αυτή η πτώση. Λέει. Κι ύστερα, με πήραν από την τράπεζα και μου είπαν ότι πρέπει να αδειάσω το σπίτι σε δύο μήνες.

Έπρεπε να νοικιάσω μια μικρή αποθήκη. Και να μεταφέρω εκεί τα βιβλία και τα έπιπλα. Τα ρούχα και τους δίσκους. Μέχρι να δω τι θα γίνει. Αυτό έπρεπε να κάνω.  Αλλά δεν είχα κουράγιο. Δεν είχα κουράγιο να κάνω τίποτα. Κάθε βράδυ έλεγα ότι την επομένη θα ξυπνήσω νωρίς και θα τα ρυθμίσω. Κι ύστερα σηκωνόμουν μεσημέρι. Κι έλεγα, δεν προλαβαίνω. Πού να τρέχω. Αύριο. Καθόμουν στο σπίτι, ανάμεσα σε χαρτόκουτα κι έβλεπα τηλεόραση. Δεν σήκωνα το τηλέφωνο. Σκεφτόμουνα την αυτοκτονία. Στην αρχή. Μετά δεν σκεφτόμουν τίποτα. Το μυαλό μου ήταν σαν τα άδεια χαρτόκουτα.

Δυάρι είναι το σπίτι της Κατερίνας. Ούτε τα βιβλία μου χωρούσανε, ούτε οι δίσκοι, ούτε τίποτα.  Για αυτό τα μοίρασα. Ελάχιστα κράτησα. Πούλησα και τη μηχανή, τι να την κάνω. Στο κέντρο είναι το σπίτι της. Με τα πόδια πάω στη Μαβίλη. Σαράντα ευρώ μεροκάματο παίρνω στο μπαράκι, πέντε μέρες τη βδομάδα.  Οχτώ κατοστάρικα το μήνα. Δεν έχω παράπονο. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι τα ΄χω ξαναζήσει όλα αυτά κι είναι σαν να βρίσκομαι σε ένα μεγάλο ντεζα βου. Άλλες, νομίζω ότι ξεκινάω από την αρχή. Όπως και να ΄χει. Λέει. Η ζωή ξαναμπήκε σε ένα δρόμο. Κι ίσως είναι καλύτερα από πριν. Πιο νορμάλ. Πιο ανθρώπινα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα