Πόσο έχει αλλάξει η Νέα Υόρκη τα τελευταία 30 χρόνια;
Ένα κείμενο από τον Γιώργο Κυριακόπουλο για τις 9 ημέρες του ταξιδιού του στη Νέα Υόρκη
Λέξεις: Γιώργος Κυριακόπουλος
Είχα να πάω από την Πρωτοχρονιά του 1996. Πολλοί φίλοι με ρώτησαν αν έχει αλλάξει και αν φαίνονται τα σημάδια του Τραμπ. Θα ήταν επιπόλαιο να απαντήσω το δεύτερο, αν και κάποιο ταυτοτικό μούδιασμα το βλέπει και ο πιό ανίδεος τουρίστας. Όμως η ΝΥ δεν είναι η Αμερική, οπότε προτιμώ να αποφύγω να περιγράψω την προσωπική μου ανάγνωση. Έτσι θα επικεντρωθώ κυρίως στο πρώτο.
Ναι, έχει αλλάξει πολύ αυτά τα 30 χρόνια (αλλοίμονο αν δεν είχε). Δεν υπάρχουν οι Δίδυμοι Πύργοι και αντιθέτως υπάρχουν πάμπολλα νέα κτίρια, κυρίως πανύψηλοι λιγνοί ουρανοξύστες ακριβών κατοικιών στο μέσο του Μανχάτταν, που αλλάζουν το skyline, αλλά όχι ακόμη την εντύπωση του ρομαντισμού της Art Deco των δεκαετιών 1910-1930. Και υπάρχουν φυσικά και τα νέα κτίρια του Χρηματοοικονομικού Κέντρου στον νότο του νησιού. Πέραν μιάς υπέργειας πράσινης διαδρομής σε παλιές ράγες τραίνου, δεν είδα κάποια άλλη εμβληματική αρχιτεκτονική-πολεοδομική αλλαγή.
Η μουσική και το θέατρο καλά κρατούν. Το Μεγάλο Μήλο δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερο φυτώριο (πλην jazz), αλλά μάλλον αγόραζε έτοιμο ταλέντο από όλο τον κόσμο. Πρόλαβα να δω μία εντυπωσιακή βρετανο-αμερικανική παραγωγή του μιούζικαλ Lion King στο Broadway (πραγματικά συγκλονιστικά θεαματική, με εντυπωσιακά λίγη τεχνολογία!), μία όμορφη βραδυά στο Blue Note, όμως με γερασμένες παλιές καραβάνες, καθώς και μιά βραδυά στην Μετροπόλιταν με έναν μαγικό Μαγεμένο Αυλό, απρόσμενα σύγχρονο χωρίς φανφάρες και θεματικές προδοσίες, όμως σε ένα μισοάδειο θέατρο.
Τα αυτοκίνητα περιορισμένα με διάφορα τσουχτερά μέτρα, οι βόλτες ξένοιαστες γιά τον πεζό, τόσο στα φαρδιά πεζοδρόμια και τις καλές διαβάσεις, όσο και στα πάρκα. Η Ueber πανταχού παρούσα, αποτελεσματική και γρήγορη, αλλά ακριβή, όπως πολύ ακριβό πιά και το φαγητό και το ποτό όλων των κατηγοριών. Οι πιό μποέμικες συνοικίες, π.χ. το West Village, αναμασούν τον εαυτό τους ψάχνοντας γιά νέες πρωτοπορίες στο ύφος, ενώ τα παλιά διασκεδασάδικα/φαγάδικα των Ιταλών και των Κινέζων έχουν καταπιεί ό,τι ethnic μαγαζάκι χωρούσε ανάμεσα στα πολύβουα εστιατόρια, παρουσιάζοντας μία εικόνα Πλάκας ή Σαντορίνης (σε αναλογία). Το κάπνισμα εξαφανισμένο επισήμως από παντού, όμως ο κόσμος καπνίζει στα πεζοδρόμια. Την θέση της νικοτίνης έχει πάρει θριαμβευτικά ο μπάφος, η νόμιμη πιά μπόχα του οποίου είναι παρούσα από τις 8 το πρωί μέχρι μετά τα μεσάνυχτα παντού! Χρόνια είχα να μαστουρώσω τόσο και μάλιστα αθέλητα.
Στα μουσεία η υπερβολική πολυκοσμία ήταν παρήγορη, αν και επιβαρρυντική γιά την απόλαυση των έργων. Στα εμπορικά καταστήματα νέκρα και υπερβολικά ψηλές τιμές. Αυτό τόσο στα ακριβά πολυκαταστήματα και τις μπουτίκ, όσο και στο απολίθωμα Macy’s ή το καλό Bloomingdale. Κάποια εντύπωση ανέχειας και διεύρυνσης των ανισοτήτων έβλεπες και στα μισοάδεια γειτονικά μπαρ, ακόμη και στα βιασμένα κεφάτα με live μουσική.
Ο Επιτάφιος και η μαγειρίτσα με αγγλόφωνους ελληνορθόδοξους δεύτερης και τρίτης γενιάς ήταν χαριτωμένος, αλλά όλο και πιό μακρυνός.
Οι τουρίστες λιγότεροι από παλιά, πιθανότατα λόγω ανασφάλειας από την αλλοπρόσαλη και μισαλλόδοξη στάση της νέας διοίκησης της χώρας.
Μένει η αφηρημένη γοητεία. Ναι, η άφατη γοητεία της Μητρόπολης, που δεν ξεβάφει ποτέ. Αυτή την ευχαριστήθηκα με όλες μου τις αισθήσεις, αν και με μία ουδέτερη επίγευση, κάτι σαν τη φαρμακίλα της αναβράζουσας βιταμίνης C αντί του φυσικού χυμού πορτοκαλιού.
Ελπίζω η παρούσα κατάσταση να αποτελέσει εκρηκτική αφορμή γιά νέα ενδιαφέροντα πράγματα, νέες ισορροπίες, νέες ιδέες, νέες παραγωγικές αντιπαραθέσεις. Αλλά η προσωπική μου πρόβλεψη είναι ότι το μούδιασμα θα διαρκέσει πολύ.
Μη με παρεξηγήσετε, το ταξίδι ήταν ονειρεμένο. Αλλά με τύψεις και ανησυχία, δυστυχώς.
*Ο Γιώργος Κυριακόπουλος είναι συγγραφέας