Πού χάθηκες;

Άντε τώρα, ζήσε με τα ρέστα του, έχοντας συνηθίσει να μετράς πια μόνο οφειλές όχι φιλιά, μεσημέρια όχι νύχτες, κραυγές όχι ψιθύρους.

Άκης Δήμου
πού-χάθηκες-16996
Άκης Δήμου
akiss_186.jpg

Ακριβώς επειδή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, τώρα πρέπει. Και όχι επειδή τα ημερολόγια σκοντάψανε σε κάποιον Βαλεντίνο, αλλά γιατί, με τόσα και τόσα τριγύρω, τα ρολόγια της καρδιάς έχουν μείνει καιρό τώρα ξεκούρδιστα. Σ’ έναν ανώνυμο χρόνο που το κινητό περίμενε μήνυμα και η γιορτή που ήσουν για κάποιον μόλις είχε ξεκινήσει.

Δεδομένου ότι ποτέ δεν είχα ταλέντο να κάνω τις σωστές ερωτήσεις, νομίζω ότι άνετα μπορώ τώρα να ρωτήσω, προσθέτοντας ένα ακόμη παράπονο στη λίστα των αναρίθμητων παραπόνων, τα περισσότερα των οποίων σχετίζονται με νούμερα που δεν βγαίνουν (λες κι άμα βγούνε τα νούμερα θα πάψουμε να είμαστε τα νούμερα που είμαστε): πού χάθηκαν λοιπόν οι ερωτευμένοι; Πού εξαφανίστηκαν όλοι εκείνοι που ξεροστάλιαζαν στις γωνίες με τα μάτια στο απέναντι μπαλκόνι και το τηλέφωνο φυλαχτό; Που τα σπάγανε μέσα κι έξω τους, τρελαμένοι από χαρά στην ελάχιστη υποψία ότι υπάρχει δίπλα τους μια έρημος που ανθίζει; Που βάζανε το κεφάλι στο μαξιλάρι αποσβολωμένοι με τον κόσμο που, ξαφνικά και παράλογα, έκαιγε σαν «μια υπόσχεση ότι ο βράχος του κόσμου στηριζόταν με ασφάλεια στα φτερά μιας νεράιδας»; Με τι καρδιά σβήσανε τόσα και τόσα ίχνη από κραγιόν στα σεντόνια, ματαίωσαν τα πρώτα ραντεβού, χτίσανε τις σιωπές τους με φλυαρίες για τις συνέπειες της κρίσης, σαπούνισαν τα καλά ποτήρια και τ’ απογεύματα διαλέγουν πολύχρωμες παπλωματοθήκες στις προσφορές μήπως και σπάσει λίγο ο μονόχρωμος ύπνος τους; Πού, στα κομμάτια, κρύφτηκαν οι κάποτε αμετανόητοι Ρωμαίοι του κέντρου που αφιέρωναν τα ζεϊμπέκικά τους στις Ιουλιέτες των προαστίων;

Υποθέτω ότι κάποιους θα τους κατάπιαν οι γάμοι τους (ή τα δάνεια και τα εκκαθαριστικά της Εφορίας) και κάποιοι άλλοι, τα βράδια τους τα εργένικα, θα περιπολούν καθιστικό – κουζίνα, μηρυκάζοντας τις θηριώδεις αμφιβολίες τους για τη χρησιμότητα του ρήματος σ’ αγαπώ και τρομάζοντας να μπουν στην κρεβατοκάμαρα μήπως κι έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με το φάντασμα μιας ξεχασμένης αγάπης. Τους πιο καμένους τους φάγανε και τα δύο.

Η πραγματικότητα δεν αντέχει δεσμούς, μόνο δεσμά. Στο δρόμο όλοι κοιτάζουν τα ψίχουλα που ρίξανε για να ξαναγυρίσουν στην πόρτα απ’ όπου φύγανε σαν κυνηγημένοι, στο λεωφορείο σφίγγουν παράφορα τις τσάντες τους μέχρι ν’ ασπρίσουν οι κλειδώσεις των δαχτύλων τους και στα μπαρ ψάχνουν στον πάτο του ποτηριού τους λες και θα βρουν το πολυπόθητο μονόπετρο (που θα σκοτώσουν την άλλη μέρα για να πληρώσουν μια οποιαδήποτε δόση). Οι πιο προχωρημένοι χτυπήσανε ένα δράκο στην άκρη της πλάτης, για να σου δαγκώνει τα δάχτυλα άμα τολμήσεις ν’ αγγίξεις κι οι πιο τρομαγμένοι αλλάξανε αριθμό τηλεφώνου. Απαγορευμένα σώματα, άνεργες καρδιές. Ο καιρός του αισθήματος μοιάζει να έχει παρέλθει. Χωρίς έρωτες λοιπόν, ο χρόνος είναι χρήμα, κρίμα στο μπόι του. Κι όποιος πίστεψε (ή μπορεί και να πιστεύει ακόμα) σε μια ελάχιστη στιγμή αθανασίας, εξαντλημένος από το ρίγος μιας μεταμεσονύχτιας χαράς, μπορεί σιγά σιγά να εγκαταλείψει την πίστα νικημένος. Να πιάσει μια γωνία και να μείνει εκεί κοιτάζοντας το ταβάνι. Με την ευχή κάποιος να ζωγραφίσει εκεί πάνω μια αυταπάτη. Αλλά ποιος έχει κουράγιο να ευχηθεί τέτοια πράγματα;

Χαιρέτα λοιπόν τους εξαφανισμένους που νίκησαν τον Φιτζέραλντ, όταν ισχυριζόταν πως «δεν υπάρχει φωτιά ή παγωνιά που μπορεί να αναμετρηθεί με αυτό που φωλιάζει στην άγρια καρδιά ενός άντρα». Έτσι κι αλλιώς, ο Φιτζέραλντ δε ζει πια ν’ αναλάβει το χρονικό της ακύρωσης της διαπίστωσής του και οι μάσκες του έπεσαν μία μία: ο Μεγάλος Γκάτσμπι σωριάστηκε νεκρός από τις σφαίρες μιας παρεξήγησης (κατατροπωμένος από την ανόητη Νταίζυ), από τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν έχω νέα, ο Λεονάρντο ντι Κάπριο δήλωσε ότι εγκαταλείπει το σινεμά κι ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης -που πάντα σκεφτόμουνα τι ωραίος Τζέι Γκάτσμπι θα ήταν! – κάνει πρόβες στον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ. Κανένας εραστής διαθέσιμος, ούτε καν το είδωλό του. Ξέφυγα λίγο, επιστρέφω, φινάλε… Αλλά ξαφνικά δεν θυμάμαι τι ήθελα να πω. Ίσως κάτι για τον τρόπο που ένα χέρι ακουμπάει ένα άλλο. Για την ανάγκη να παραδίνεσαι. Για την απόφαση να κοιτάς έναν άλλο με όλο σου το σώμα ή να τον αγκαλιάζεις με όλα σου τα χέρια. Νομίζεις ότι δεν υπάρχει χρόνος γι’ αυτά; Δεν υπάρχει κέφι; Σωστά νομίζεις. Αλλά είναι εξίσου σωστό ότι στους έρωτές μας πήγαμε με το υστέρημά μας. Εκεί που ούτε χρόνος περίσσευε ούτε κέφι για τσαλακώματα είχαμε. Και γυρίσαμε περισσότερο μπατίρηδες, έχοντας ρίξει στα αζήτητα το φόβο μας, με την (σοφή) απόφαση να μην τον ξαναψάξουμε ποτέ. Αυτό ήταν, πράγματι, κέρδος.

Άντε τώρα, ζήσε με τα ρέστα του, έχοντας συνηθίσει να μετράς πια μόνο οφειλές όχι φιλιά, μεσημέρια όχι νύχτες, κραυγές όχι ψιθύρους. Αφού κανένας δεν περιμένει κανέναν στο δωμάτιο ενός απομονωμένου ξενοδοχείου, μιας ημιφωτισμένης γκαρσονιέρας ή με σβηστή τη μηχανή σ’ έναν παράδρομο της Καλαμαριάς, μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι (και μόνοι). Δεν κινδυνεύουμε πια απ’ την επιθυμία. –

*Η φωτογραφία είναι της Ελένης Βράκα

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα