Που πάει το αστυνομοκρατούμενο πανεπιστήμιο;
Ο Θανάσης Σκούφιας γράφει για την πανεπιστημιακή αστυνομία και τις αντιδράσεις για τις φοιτητικές διαμαρτυρίες.
Λέξεις: Θανάσης Σκούφιας
Δεν είναι σπάνιο ο αποδέκτης μια είδησης να μαγνητίζεται από τη δραματοποιημένη παρουσίαση της, ενδίδοντας έτσι στα κάλπικα διλλήματα που του θέτουν. Για παράδειγμα, πολλά κυρίαρχα μέσα έσπευσαν να καταγγείλουν τις φοιτητικές διαδηλώσεις τη στιγμή που η πανδημία κάλπαζε στη χώρα μας. Οι καθιερωμένοι ινστρούχτορες επιχείρησαν να καταστήσουν την άποψη τους, άποψη και της κοινωνίας. Έπεισαν τους τηλεθεατές τους πως τίποτα πιο σημαντικό δεν υπάρχει στη παρούσα συγκυρία από την ανάσχεση του κορονοϊού, στοχοποιώντας έτσι τις φοιτητικές κινητοποιήσεις. Πόσοι όμως από τους «υπεύθυνους» για την ενημέρωσης ήταν παρόντες στα γεγονότα της πρυτανείας του ΑΠΘ; Πόσοι εξ αυτών βίωσαν τις εξελίξεις που ακολούθησαν στη Θεσσαλονίκη τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο;
Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απρίλη αναμένεται η τοποθέτηση των πρώτων αστυνομικών δυνάμεων σε ορισμένα πανεπιστημιακά Ιδρύματα. Η αντίδραση σε αυτή την εξέλιξη είναι δεδομένη και αναμενόμενη. Πάλι όμως το ενδιαφέρον για την ανάλυση της κατάστασης θα το μονοπωλήσουν οι καθιερωμένοι ταγοί της ενημέρωσης. Και εμείς που τα ζούμε; Που είμαστε οι πρωταγωνιστές στις τηλεοπτικές αναλύσεις αυτών που μας σχολιάζουν, «κλέβοντας μας τη δόξα»; Γιατί άραγε προχωρούμε σε διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις τους τελευταίους μήνες; Μήπως επειδή είναι κλειστά τα πανεπιστήμια μας και δεν έχουμε τι άλλο να κάνουμε; Ίσα ίσα, την επαναλειτουργία τους ζητάμε! Τι πραγματικά κρύβεται όμως πίσω από τις συλλήψεις, τη καταστολή και το διάχυτο τρόμο που μας επιβάλλουν και σε τι ακριβώς αντιτιθέμεθα;
Την ημέρα που το κοινοβούλιο θεσμοθετούσε την παρουσία της ελληνικής αστυνομίας στα πανεπιστήμια, πέθανε και ο Αντώνης Καλογιάννης. Ένας από τους τραγουδιστές με του οποίου τις ερμηνείες υμνήθηκε η αντιδικτατορική πάλη. Ενώ άφηνε την τελευταία του πνοή, ο Έλληνας πρωθυπουργός διακήρυττε ότι «στα πανεπιστήμια μπαίνει η Δημοκρατία, όχι η αστυνομία». Μια φράση με την οποία ωραιοποιήθηκε η παρουσία κάθε λογής αστυνομικών μέσα στα ακαδημαϊκά μας ιδρύματα. Ο συμβολισμός ήταν ισχυρός. Ο θάνατος του Καλογιάννη συνέπεσε με τη ψήφιση του νομοσχεδίου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, υπενθυμίζοντας τους χαλεπούς καιρούς της «μαύρης επταετίας. Με αφορμή αυτό επανήλθε εμφατικά η απορία: «ρε μπας και δεν είναι Δημοκρατία αυτό;»
Κατά τη γνώμη μου, όχι, Δημοκρατία έχουμε και μάλιστα φιλελεύθερη. Έχει μεγαλύτερη αξία να επισημαίνουμε ότι όλη αυτή η άγρια καταστολή εναντίον των φοιτητών προέκυψε στο πλαίσιο μιας ευνομούμενης και δημοκρατικής κοινωνίας. Το «έγκλημα» αφορά την επιδίωξη μας για επιστροφή πίσω στα αμφιθέατρα με όλα τα μέτρα προστασίας. Την επιθυμία μας να γίνουμε ξανά φοιτητές! Γιατί δε θέλουμε να αποφοιτήσουμε με «σάπια» πτυχία δίχως αντίκρισμα, σηματοδοτώντας έτσι για εμάς το πέρασμα στην απόλυτη ανασφάλεια.
Θα ήταν εντελώς ανόητο να ταυτίσουμε αυτήν την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της ΝΔ με οποιοδήποτε απολυταρχικό καθεστώς. Ομοίως το «φασίστα, σκουπίδι, Χρυσοχουντίδη» στοχοποιεί τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, προσωποποιώντας έτσι μια πολιτική στρατηγική που ακολουθείται απαρέγκλιτα επί σειρά ετών στη τριτοβάθμια εκπαίδευση. Την πολιτική της εμπορευματοποίησης του πανεπιστημίου. Το πρόβλημα δεν είναι ο υπουργός αυτός καθ’ αυτός, ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ούτε ο χαρακτηρισμός της Νίκης Κεραμέως ως «θρησκόληπτη και θεούσα» μπορεί να επιφέρει την ανατροπή του νομοσχεδίου. Για αυτό και η λογική της εξίσωσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη με κάποιο τυραννικό καθεστώς συνιστά το εύπεπτο, το σύνηθες που πολλές φορές ξεπερνά και τα όρια τα όρια της δημαγωγίας. Κάνοντας μας έτσι να χάνουμε και την ουσία.
Η ουσία αποτυπώνεται στην αδιαφορία απέναντι στο αυτονόητο αίτημα μας. Έχει καταστεί σαφές ότι η αδρανοποίηση της πολιτείας για το μη ασφαλές άνοιγμα των σχολών υπήρξε σκόπιμη. Όλες οι υπόλοιπες δραστηριότητες, έστω και για λίγο, λειτούργησαν ξανά μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Λιανεμπόριο, σχολεία, εστίαση. Όλα, πλην των πανεπιστημίων. Εμείς βέβαια ούτε στο ΑΕΠ συνεισφέρουμε, ούτε στην αύξηση των δημόσιων εσόδων. (Μάλλον βάρος είμαστε ε;) Πόσο άσχετο λοιπόν είναι αυτό και με τη στιγμή που επέλεξε η κυβέρνηση να τοποθετήσει αστυνομικούς στους χώρους μας, ενώ εμάς μας αποκλείει από αυτούς;
Η προσπάθεια να πειστεί η ελληνική κοινωνία ότι τα πανεπιστήμια συνιστούν τον χώρο «όπου η Αριστερά κάνει μπίζνες με τρομοκράτες», κατέρρευσε όταν η ίδια η κοινωνία είδε έντρομη να δέρνουν τα παιδιά της, τα ανίψια της, τα εγγόνια της στο χώρο πανεπιστημίου. Η στιγμή εκείνη αποτέλεσε την επιτομή του «Νόμος και Τάξη». Αυτό αποδεικνύεται και από την εκκένωση της πρυτανείας νωρίς τα ξημερώματα στις 11 Μαρτίου, ενώ λίγες ώρες αργότερα ήταν προγραμματισμένη από το προηγούμενο κιόλας βράδυ η λήξη της κατάληψης. «Δεν λήξατε εσείς την κατάληψη σας, εμείς σας τελειώσαμε». Το κράτος λοιπόν επέδειξε τη πυγμή του ξανά!
Είναι ανώφελο να πιστέψουμε ότι αυτοσκοπός της κυβέρνησης είναι το να δέρνει φοιτητές και φοιτήτριες. Η πανεπιστημιακή αστυνομία στοχεύει στο να θέσει υπό έλεγχο τον φοιτητικό και εν γένει τον ακαδημαϊκό συνδικαλισμό. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το νομοσχέδιο που βρίσκεται στα σκαριά, προκρίνοντας κοινά ψηφοδέλτια χωρίς τη συμμετοχή των «παρατάξεων», διότι αυτές ακριβώς είναι που θα του αντισταθούν σθεναρά και οργανωμένα. Απολιτίκ φοιτητές που θα ενδιαφέρονται μονάχα να αποφοιτήσουν καλύπτοντας τα κενά στην αγορά εργασίας. Αυτό προάγεται. Και η κριτική σκέψη; Η αμφισβήτηση και η γόνιμη αντιπαράθεση; Μάλλον περισσεύουν…
Δεν είναι όμως μόνο ο πολιτικός έλεγχος που επιδιώκεται. Η αστυνομία ταυτόχρονα θα εξασφαλίζει την ελευθερία κινήσεων σε ιδιώτες που θα αναλάβουν πρωτοβουλίες σε θέματα που αφορούν τη στέγαση, την εστίαση, αλλά ακόμη και ενεργό ρόλο στον καθορισμό του περιεχομένου της γνώσης. Άλλωστε για το κράτος ως κόστος λογίζεται η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων, όχι όμως η φύλαξη τους! 30 εκατομμύρια ευρώ λοιπόν για να την «φύλαξη» των κλειστών πανεπιστημίων και όχι για το ασφαλές άνοιγμα τους ή την κάλυψη χρόνιων ελλείψεων.
Όσοι βιώσαμε τα γεγονότα της πρυτανείας στις 22 Φεβρουαρίου, νοιώσαμε ότι παρακολουθούμε εικόνες που μετέδιδε κάποιο ειδησεογραφικό μέσο από την αυταρχική Τουρκία του Ερντογάν. Όμως όχι, ήταν στιγμές που ζήσαμε στην Ελλάδα της «δημοκρατίας στα πανεπιστήμια». Πρώτη φορά είδα να σέρνουν έναν άνθρωπο μπροστά μου λες και ήταν τσουβάλι με πατάτες, να ρίχνουν χημικά στη καθηγήτρια του τη στιγμή που αυτή προσπαθούσε να προστατέψει αυτόν και όλους τους φοιτητές που ήμασταν εκεί. Όμως και ο φοιτητής που αφέθηκε ελεύθερος την επόμενη μέρα μαζί με τους υπόλοιπους τριάντα, εμφανίστηκε έξω από τα δικαστήρια με μελανιασμένο το δεξί μάτι και αυχενικό κολάρο.
Το αίσθημα που επικράτησε μπροστά στην θέα πάνοπλων αστυνομικών εντός του πανεπιστημίου τη περίοδο Φλεβάρη – Μάρτη ήταν το αίσθημα του τρόμου, υπενθυμίζοντας μας ότι «το κράτος ασκεί το μονοπώλιο της νόμιμης βίας». Όχι του φόβου, αλλά του τρόμου. Έχει τη δική της σημασία αυτή η επισήμανση. Το τρομοκρατικό κλίμα που επέβαλλε η τακτική της αστυνομίας έρχεται σε απόλυτη συνάρτηση με την εννοιολογική ερμηνεία του όρου «τρομοκρατία». Ο όρος αυτός «γεννήθηκε» για να περιγράψει αρχικά όχι τον «αγώνα» του Κουφοντίνα και του κάθε όμοιου του, αλλά την κατασταλτική δράση του Γάλλου αυτοκράτορα απέναντι στους επαναστάτες στα 1789. Το κλίμα τρόμου παραμένει, η επιμονή μας όμως επίσης. Το κράτος λοιπόν επέδειξε ξανά τη πυγμή του!
Κατά την κυρίαρχη φιλελεύθερη αντίληψη η αστυνομία αποτελεί την αιχμή του δόρατος στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η άσκηση της αστυνομικής βίας είναι προβλεπόμενη και υπόκειται στην αρχή της νομιμότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Τι γίνεται όμως όταν όλες αυτές οι αρχές διαστρέφονται; Πως πρέπει να αντιδράσουμε; Είναι όλοι οι αστυνομικοί «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι»; Αρχή ενός κριτικά σκεπτόμενου πολίτη είναι πως το να μιλά ομαδοποιημένα, τσουβαλιάζοντας μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, είναι από εσφαλμένο έως επικίνδυνο.
Για όποιον δεν διέπεται από προκατάληψη απέναντι στο θεσμό της αστυνομίας και έχοντας βιώσει τις παραπάνω περιγραφές, η εικόνα της σίγουρα αμαυρώθηκε. Πολλά παιδιά έχουν αρχίσει να σκέφτονται κακοπροαίρετα για τη βίαιη δράση της αστυνομίας, η οποία εκτείνεται βέβαια και εκτός πανεπιστημίου. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η παρουσία της ΟΠΠΙ οδηγήσει στη μονιμοποίηση τέτοιων φαινομένων αναιρώντας έτσι και το λόγο εγκαθίδρυσης της. Το «έγκλημα» και την «ανομία» στα ΑΕΙ! Λες και εμείς δε θέλουμε να νοιώθουμε ασφαλείς μέσα στο δικό μας χώρο. Η παρουσία της ΟΠΠΙ σηματοδοτεί την αμφισβήτηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της αυτοδιοίκησης του πανεπιστημίου, εννοιών σύμφυτων με την Ιστορία του πανεπιστημίου.
Η ιστορικότητα των στιγμών είναι αδιαμφησβήτητη. Ποια φοιτητική φουρνιά έζησε, μετά και την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, εισβολή αστυνομικών μέσα στο πανεπιστήμιο της; Πότε είδε ξανά η κοινωνία βίαιες και μαζικές συλλήψεις φοιτητών; Πότε στο παρελθόν φοιτητές φοβήθηκαν να εισέλθουν στο φυσικό τους χώρο επειδή παραδίπλα ήταν παρατεταγμένη μια διμοιρία ΜΑΤ; Πότε ένοιωσαν φοιτητές και καθηγητές ότι είναι ανεπιθύμητοι στο πανεπιστήμιο λόγω της διαρκούς παρουσίας της αστυνομίας σε αυτό; Η πανδημία θα είναι «η μεγάλη εικόνα» για τον ιστορικό του μέλλοντος, τα γεγονότα όμως στο ΑΠΘ τον Φλεβάρη-Μάρτη του 2021 θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον του λόγω της μοναδικότητας τους.
Ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας της τριτοβάθμιας τίθεται εν αμφιβόλω. Ομοίως και η προσπάθεια βελτιστοποίησης της ποιότητας των σπουδών μας. Η δίκη μας ανταπάντηση σε αυτό θα αναγκάσει την ΟΠΠΙ να λάβει δράση, κατακρεουργώντας κάθε φωνή αντίθετη σε ειλημμένες υπουργικές αποφάσεις. Το εποικοδόμημα της κοινωνίας, δηλαδή οι αρχές και οι αξίες που την διέπουν, αντανακλούν τον τρόπο οργάνωσης της. Όσο αυτή η διαλεκτική διαιωνίζεται, τόσο θα εφαρμόζονται πρακτικές που με πολλούς συμφοιτητές μου αποκαλούμε ως «αντιδραστικές» στην δική μας ζωή, στο δικό μας φυσικό χώρο. Γιατί αυτό ήταν το πανεπιστήμιο. Ένας χώρος ζωής για φοιτητές, όχι για το ξένο σώμα που έρχεται για να προστατέψει τα μοντέλα «ανάπτυξης».
Οι μαζικές φοιτητικές διαδηλώσεις και οι αντίστοιχες δράσεις που «ζωντανεύουν» τα πανεπιστήμια, αποσκοπούν στην επανοικειοποίση του δικού μας χώρου. Το καθιερωμένο ραντεβού στο άγαλμα του Βενιζέλου κάθε Πέμπτη δεν είναι μια εθιμοτυπική συνάντηση που «σπάει τη ρουτίνα», αλλά η απόδειξη της συνέπειας στην διεκδίκηση των σπουδών εκείνων που θα μας ανάγουν σε αξιόλογους και χρήσιμους για την κοινωνία επιστήμονες. Δεν είναι οι μαχητικές διεκδικήσεις μας «επαναστατικές επιδείξεις», ούτε η κρατική καταστολή «απολογία στο απλυταριό». Όσο η αντιδραστική πολιτική θίγει τα κεκτημένα και ανατρέπει τα αυτονόητα, όπως το ασφαλές άνοιγμα των σχολών, τόσο και όξυνση της αστυνομικής βίας θα εντείνεται αποσιωπώντας τις φοιτητικές αξιώσεις.
*Ο Θανάσης Σκούφιας είναι φοιτητής Βαλκανικών Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών – ΠΑΜΑΚ