Που είναι τα στέκια σήμερα;
Πολλά έβαλαν λουκέτο, άλλα ερήμωσαν... Διαφορετικές γενιές αφηγούνται ιστορίες από τα στέκια τους.
Ζηλεύω τον παππού μου, κάθε απόγευμα αφήνει την κυρά του και κατεβαίνει στο καφενείο. Το καφενείο θεωρώ πως είναι ο ορισμός της λέξης “στέκι”. To μέρος δηλαδή στο οποίο θα πας μόνος σου και σίγουρα θα βρεις γνωστούς και φίλους να απολαύσεις τον καφέ ή την μπίρα σου.
Κάθε γενιά έχει ένα τέτοιο μέρος να θυμάται, εκεί που γεννήθηκαν οι έρωτας, που οργανώθηκαν τα ταξίδια, που σμίξανε χιλιάδες παρέες, που χαράχθηκαν μιλιούνια ιστορίες, που αποχαιρετίσθηκαν οι παιδικοί φίλοι για την φοιτητική ζωή, που κάναμε το πρώτο τσιγάρο, που ήπιαμε την πρώτη γουλιά αλκοόλ. Πάντα εκεί, εκεί που αφήσαμε τα αποτυπώματα των συνηθειών μας και δημιουργήσαμε την δική μας κουλτούρα.
Στο πέρας των χρόνων δεν επιβίωσαν κι εμείς ξεμείναμε χωρίς τα μέρη διαφυγής μας. Νοσταλγικά εδώ διαφορετικές γενιές αφηγούνται ιστορίες από τα δικά τους στέκια για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι, για μία συνήθεια η οποία δεν πρέπει να χαθεί στον χρόνο.
Πολλά έβαλαν λουκέτο, άλλα ερήμωσαν..
Πήγαινα σχολείο στη Νέα Παραλία, στο 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, το σπίτι μου βρίσκεται στο Βυζάντιο. Απέναντι από το σχολικό συγκρότημα επί της Ανθέων στεγάζονται τα Goodys, αυτό ήταν το στέκι μας. Όχι μόνο για τα παιδιά του Πειραματικού – τα οποία και διαμέναμε σε διαφορετικές περιοχές της Θεσσαλονίκης – αλλά και για τα παιδιά των γειτονικών σχολείων. Στις αρχές του σχολικού έτους ήταν η γιορτή μου θυμάμαι οι γονείς μου μου έδωσαν χρήματα για να κεράσω τις φίλες μου, με την διαφορά του ό,τι, στα Goodys και στα περίγυρα βρισκόταν και όλοι οι υπόλοιποι συμμαθητές μου. Τόπος συνάντησης για μερικούς που βγαίνανε κέντρο, πρώτη βόλτα για εμένα μακριά από την γειτονιά. Γυρνούσα στο σπίτι διάβαζα και το απόγευμα με κατέβαζε ο πατέρας μου με το μηχανάκι, δεν χρειαζόταν να συνεννοηθώ με την παρέα μου, ήταν σίγουρο πως θα βρω κάποιον εκεί.
Ρουτίνα και τις ημέρες που δεν μπορούσα να πάω στα Goodys, όσοι μαζευόντουσαν μου εξιστορούσαν στο σχολείο τα κουτσομπολιά. Τα Σάββατα μαζευόμασταν από νωρίς, γύρω στις 17:00 το απόγευμα, τρώγαμε μπέργκερ και μετά παίζαμε παιχνίδια στα πάρκα. Εκεί έδωσα το πρώτο μου φιλί, εκεί γνώρισα τον κολλητό μου, εκεί έκανα το πρώτο μου τσιγάρο, εκεί ήπια παράνομα ρετσίνα από το γωνιακό περίπτερο το οποίο δεν υπάρχει πια
Τα Goodys αποτέλεσαν το στέκι μας για περίπου 3 χρόνια, μετά μεγαλώσαμε, χαθήκαμε, αλλάξαμε σχολεία. Ήταν απίστευτο το πόσο κόσμο γνώρισα εκεί, φίλους που τους κράτησα μέχρι σήμερα κι άλλους που πέρασα απογεύματα ζωής. Εκεί πολιτικοποιηθήκαμε και εκφράσαμε τις πρώτες μας ανησυχίες. Δεν μπορώ να πω πως ήμασταν όλοι μια παρέα, γιατί κάθε μέρα γινόμασταν κι άλλοι κι έβλεπες μικρά πηγαδάκια να εναλλάσσονται. Να μεγαλώνουν και να καταλήγουμε στα πεζούλια όλοι μαζί. Με δύο ευρώ βγάζαμε όλο το απόγευμα. Κάθε φορά που περνάω από εκεί μου έρχονται στο μυαλό εικόνες που νομίζω πως κανένας μας δεν ξέχασε.
De Facto
Όταν ξεκίνησε πριν 39 χρόνια, υπήρχαν μόνο τα καφενεία και τα κλαμπ. Ήταν το πρώτο μαγαζί που κατάφερε να ενώσει τα δυο άκρα διασκέδασης σε ένα νέο μοντέλο ψυχαγωγίας. Ανοικτό από το πρωί ως το βράδυ, το De Facto από την πρώτη μέρα , μέχρι σήμερα κατάφερε να γίνει ο συνδετικός κρίκος μιας πόλης μαθαίνοντας την να ζει με τις διαφορές της. Τριανταεννιά χρόνια έζησε όλα τα πολιτιστικά ξεσπάσματα, ονειρεύτηκε με τους θαμώνες του, ξενύχτησε μαζί τους στις ερωτικές συναντήσεις τους, φλέρταρε και μέθυσε, χόρεψε και έκλαψε, έμαθε σε όλους τι σημαίνει ποιότητα στην καθημερινότητα , και υψηλών προδιαγραφών service, χωρίς πόζες και ντεμεκ. Μα πάνω απ’ όλα, χωρίς ούτε στιγμή να το παίζει πρωτοποριακός χώρος κατάφερε να μάθει το μεγάλο νόημα της αποδοχής του αλλού, παντρεύοντας και συγχωνεύοντας πολλά και διαφορετικά στυλ και τρόπους ζωής.
Γιατί ότι κι αν είσαι στη ζωή σου, μόλις δρασκελίζεις το κατώφλι του De Facto είσαι πλέον ένας … «ντεφακτόβιος» ,πέρα και πάνω από μόδες και συμπεριφορές, ένας πολίτης του κόσμου, ανοιχτός στις προκλήσεις και σταθερός σε υψηλά στάνταρ ζωής. Έτσι , με αυτό το κοινό κι αυτό το όραμα το De Facto κατάφερε να γιορτάζει φέτος 39 ολόκληρα χρονιά συνεχούς λειτουργίας του, παραμένοντας απολύτως μοντέρνο και ταυτόχρονο το πιο κλασσικό all day bar της πόλης.
Δεν είναι τυχαίο ότι στους φανατικούς θαμώνες του είναι από πρωτοετείς φοιτητές μέχρι συνταξιούχοι πανεπιστημιακοί καθηγητές. Είναι ένα μέρος που δεν χρειάζεται να κλείσεις ραντεβού, τόπος συνάντησης και σύζευξης το πιο διαχρονικό στέκι της δικής μου γενιάς που ζήσαμε πριν τα κινητά και τα social media. Γιατί το De Facto είναι το παλιότερο σχολείο της ζωής, με κύριο μάθημα , 39!!! χρόνια τώρα την “συνύπαρξη» … αναγκαία και ικανή συνθήκη για να διατηρηθεί στα χρόνια της νέας ανθρωποφαγίας, αυτό που ακόμα ονομάζουμε «Κοινωνία».
*Tέλλος Φίλης Δυτικά κάπου στον Εύοσμο
Τότε που τα ραντεβού κλείνονταν με το σχόλασμα από το σχολείο. “Τα λέμε στις 18.00 εδώ για μπάσκετ κοίτα μην αργήσετε και μας πιάσουν την μπασκέτα”. Ούτε κινητά, ούτε τίποτα. Και αν αργούσε κάποιος και δεν έβγαιναν τα άτομα για το μονό πήγαινες και χτυπούσες το θυροτηλέφωνο της οικοδομής για να κατέβει.
Μετά στο γυμνάσιο, για εμάς τους σημερινούς 30αρηδες, μπήκαν στη καθημερινότητα μας και τα κινητά. Όμως η αθωότητα άργησε να φύγει. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγεις μια βόλτα στην πλατεία του Ευόσμου και να μην βρεις παρέα για να κάτσεις, χωρίς να το έχεις συνεννοηθεί από πριν.
Ξεκινούσες το απόγευμα για καφέ στην Τζόλιτι, μετά να χαιρετήσεις και μια παρέα συμμαθητών που κάθονταν στο Ιλ Πόστο ή τα παιδιά από το φροντιστήριο που ήταν στο Vegera.
Τα βράδια με τους ροκάδες της παρέας ή και μόνος (είπαμε παρέα πάντα θα έβρισκες) για μια μπύρα στο θρυλικό Καφέ Αριστοτέλους ή στους Πειρατές που λειτουργούν και σήμερα. Τα σαββατοκύριακα στο Modus από νωρίς για να δεις όλα τα ματς μέχρι αργά το βράδυ με τις παρέες να χωρίζονται στα τραπέζια που έπαιζαν χαρτιά ή στις τηλεοράσεις για μάχες στο pro.
Εμείς δεν τα προλάβαμε στα φόρτε τους, αλλά οι παλιότεροι φυσικά θα θυμούνται και ακόμα ενα μαγαζί-θρύλο της περιοχής το Εν Ευόσμο, όπως φυσικά και το Stadium που ήταν στέκια για μια ολόκληρη γενιά. *Ραφαήλ Γκαϊδατζής Λούκι Λουκ
Το Λούκυ Λουκ από το άνοιγμα του έθεσε τα όρια. Βρήκε το κοινό του, που ψαγμένο μαζεύονταν στο ισόγειο της Κορομηλά για να ακούσει αμερικάνικο ή αυστραλέζικο garage, new wave και πανκ σε κασέτες στην αρχή και βινύλια αργότερα από το musicland. Στο μαγαζί δούλευαν μπάρμπαν και σερβιτόροι που ήξεραν καλά γιατί είναι εκεί και η οικειότητα με το κοινό ήταν από την αρχή δεδομένη.
Στο Λούκυ Λουκ συχνάζουν ανάμεσα στους άλλους ο Χάρης Θεοφράστου, με το Γιάννη Παμπούκη και τον Τριαντάφυλλο Τσουλφά και το κάνουν στέκι για το Επί Τροχών τους εκδίδοντας το περίφημο περιοδικό για το αυτοκίνητο, το Auto Moto που σχεδιάζεται στα σκαμπό του με τα μπουκάλια των ουίσκι να έχουν επάνω το όνομα τους και γραμμές τραβηγμένες με στυλό για να θυμούνται πόσο ήπιαν.
Ο Νίκος Μοδιώτης παίζει μουσική μαζί με το Σωτήρη Ζήση στους Stained Veil, ο Καϊσούδης τους DNA. Στο μαγαζί αρχίζουν να συχνάζουν μουσικοί. Μετά τα live του κάνουν ένα πέρασμα και από κει για το τελευταίο ποτό. Οι θαμώνες στέκονταν πλάι στα είδωλα που πηγαίνουν εκεί. Το Λούκι Λουκ τα είδε και τα έζησε όλα. Από τα ωράρια του Παπαθεμελή μέχρι τις ατέλειωτες κουβέντες των αριστεριστών εντός του. Από τις θρυλικές εμφανίσεις του Βλάση Μπονάτσου να περνά το κατώφλι του μέχρι τις ιγκόγκνιτο εμφανίσεις των σούπερ στάρ που έπιναν μια μπύρα πριν πάνε για ύπνο στα ξενοδοχεία μετά τα live.
Ήταν το στέκι μας. Κάθε εποχή και ηλικία έχει το δικό της στέκι. Στα εφηβικά μας χρόνια ήταν της μόδας οι πρώτες σοβαρές καφετέριες της Τούμπας. Ο Άδωνις, ο Αλαβάντας, το Petit Palai. Βάζαμε τα καλά μας τα απογεύματα και αριβάραμε. Συναντώντας όλο το σχολείο.
Στην Τρίτη Λυκείου άνοιξε το Defacto. Μυθικά βράδια μετά από διάβασμα στο πεζοδρόμιο της Π. Μελά να ακούμε το Νίκο Ναουμίδη να δίνει σόου.
Ο Θερμαϊκός ήταν ο τόπος μιας ωραίας ενηλικίωσης. Ροκ, διαφορετικής, στιλάτης. Ενδιάμεσα πηγαίναμε Μικρό Καφέ, στο μπαλκονάκι του Bel Air ή στη μπάρα με το Νάσο να παίζει μουσικάρες, στο Sante του Κίκη.
Τώρα πια δεν πολυβγαίνω. Αν με ρωτήσεις ποιο είναι το στέκι μου θα σου πω το μαγαζί που ο Θεός και Μίμης Βείζαδές άνοιξαν στη γειτονιά μου. Και βρίσκω κόσμο που ξέρω δεκαετίες και ατμόσφαιρα που μουχε λείψει πια. Μεγαλώνοντας παραξενεύει κανείς λίγο παραπάνω και θέλει να ναι σίγουρος πως καμιά βραδιά δεν θα πάει χαμένη, γιατί λιγοστεύουν και αυτές σιγά σιγά…
*Γιώργος Τούλας
Πλατεία Αριστοτέλους και Λιμάνι
Είχαν γραφτεί παλιότερα άρθρα, όταν πήγαινα Λύκειο για μας με τίτλους “οι νέοι μαζεύονται σαν περιστέρια στην Αριστοτέλους”. Μένω στα Δυτικά γύρω στο Λύκειο μας άφηναν οι γονείς μας να κατεβαίνουμε στο κέντρο. Παρασκευή και Σάββατο μόνο. Στέκια υπήρχαν στις γειτονιές αλλά όσο μεγαλώναμε τα χάναμε, γιατί αυξανόταν τα μαθήματα στα φροντιστήρια. Στα χρόνια του Λυκείου το δικό μας “στανταράκι” ήταν η Πλατεία Αριστοτέλους.
Και ακόμη δεν κατάλαβα πως προέκυψε. Βασικά για να είμαι σωστός χειμώνα Πλατεία Αριστοτέλους, καλοκαίρι Λιμάνι. Οι φίλοι μου ήταν καλοί μαθητές οπότε ξεκίνησαν να μαζεύονται εκείνη την εποχή, εγώ κάπως έπρεπε να κοινωνικοποιηθώ. Δεν ήξερα άλλα παιδιά πέρα από εκείνα της δικής μου Δυτικής Συνοικίας. Το πρώτο Σάββατο που κατέβηκα με την παρέα στο κέντρο, πήγαμε για καφέ, τότε της μόδας ήταν δυο μαγαζιά στην παραλία που τώρα μάλλον δεν πατάει ψυχή. Ο καφές τελείωνε γύρω στις 8 και μετά πηγαίναμε στην Αριστοτέλους που είχε παιδιά στην ηλικία μας απ’ όλη την πόλη.
Βασικά να σας πω την αλήθεια νομίζω πως όλο αυτό κινητοποιήθηκε τόσο από τα famous άτομα του facebook, είμαστε αυτή η γενιά. Οπότε εκεί έβλεπες παιδιά που είχαν 1.000 likes και πραγματικά ήθελες να τα γνωρίσεις από κοντά. Τα παγκάκια ήταν πάντα πιασμένα από τέτοιες παρέες και οι “κοινοί θνητοί” καθόμασταν όρθιοι με τις πρώτες μπίρες. Φλερτάκια ανάμεσα σε παρέες αγοριών και κοριτσιών, ανταλλαγή facebook, μήνυμα μεσωβδόμαδα “θα κατέβεις Αριστοτέλους το Σάββατο” και η αλυσίδα μεγάλωνε. Εγώ κατέβηκα αρκετές φορές μόνος μου γιατί ήξερα πως πάντα κάποιον θα βρω, έτσι γνώρισα και κόσμο από τα Ανατολικά. Αν πρέπει να δώσουμε έναν ορισμό για το στέκι, ο δικός μου θα ταν η πλατεία αυτή.
*Γ
Xαριλάου
Η έννοια του στεκιού έχει ιδιαίτερη σημασία ανεξάρτητα την ηλικία. Τα στέκια από χρόνια σε χρόνια μπορούν να αλλάξουν, ωστόσο δεν μπορείς να ξεχάσεις ούτε τι σε ένωσε με αυτό το μαγαζί ούτε το γιατί επέλεξες αυτό το μαγαζί.
Όντας έφηβος και εξαιτίας των περίεργων συνθηκών που βίωνα, λόγω του πρωταθλητισμού, το να βγω έξω με παρέα ήταν απαραίτητο. Ωστόσο, η χρήση των social media δεν ήταν τόσο διαδεδομένη όποτε ήξερα πως ένας τρόπος υπήρχε να συναντηθώ με την παρέα μου, χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί. Απλά να πάω στο μαγαζί που βγαίναμε πάντα εν ονόματι “Ζέμπρα” στην Χαριλάου.
Εκεί ξαφνικά όλα άλλαζαν και κυρίως η διάθεση. Πήγαινες μόνος, έβρισκες πάντα κάποιον γνωστό που θα ήταν κι εκείνος μόνος. Πίνατε καφέ, σκεφτόσασταν την ζωή σας στο μέλλον, αυτό είναι η έννοια του στεκιό, να έχεις ένα σημείο διαφυγής. Όλα γίνονταν καλύτερα.
Με τα χρόνια, ωστόσο, και η παρέα άλλαξε και οι συνήθειες. Όπως είναι φυσικό άλλαξε και το στέκι. Το οποίο μόνο εύκολη υπόθεση δεν είναι. Πλέον και με τη χρήση των social πιο έντονη πάλι υπάρχουν οι περιπτώσεις που δεν μπορείς να βρεις κανέναν. Ίσως ενδόμυχα να μην θες, επειδή έχεις τις «μαύρες» σου.
Ξέρεις, όμως, πηγαίνοντας στο στέκι σου μόνος πως θα βρεις δικούς σου ανθρώπους, που θα σε κάνουν να δεις διαφορετικά την καθημερινότητα και το κάθε σου πρόβλημα. Που θα σε κάνουν να καταλάβεις πως απλά πηγαίνοντας σε έναν χώρο με εκλεκτούς ανθρώπους όλα αλλάζουν.
*Ιάσονας Χρηστοδούλου
Συνοικιακά. Το στέκι μας ήταν ένα μαγαζί στα δυτικά της πόλης. Ενα καφέ συνοικιακό, με νέους κυρίως, επιτραπέζια κλπ. Τίποτα το ιδιαίτερο. Ιδιαίτερο το κάναμε εμείς. Περνώντας απέξω και κρυφό κοιτάζοντας ελαφρά από την τζαμαρία, έψαχνες να βρεις κάποιον γνωστό. Σίγουρα θα έβρισκες σχεδόν πάντα κάποιον. Και οι δύο, γινόντουσαν 3 , οι 3 χίλιοι, και η παρέα μεγάλωνε.
Ο πρωινός καφές, σε έβρισκε το μεσημέρι με δεύτερο καφέ, πριν την απογευματινή μπύρα. Και οι συζητήσεις πολλές. Εκεί μέσα έχουν αναλυθεί όλα τα μεγάλα και μικρά προβλήματα της εφηβείας και της μετέπειτα ενήλικης ζωής. Όσο μικρό και συνηθισμένο ήταν αυτό το καφέ, άλλο τόσο μεγάλο και σημαντικό θα υπάρχει μέσα μου.
*Άγγελος Βλαϊκούδης