Πού πάει η Θεσσαλονίκη και πού θέλουμε τελικά να πάει;
Ξεκινώντας με σημείο αναφοράς το αστικό πράσινο ο Δ. Λατινόπουλος γενικεύει την απάντησή του και σε άλλα ζητήματα/προκλήσεις της πόλης
Εικόνα: Ευθύμιος Βλάχος
Για να απαντήσω στο ερώτημα αυτό θα επιχειρήσω να έχω ως σημείο αναφοράς το αστικό πράσινο της Θεσσαλονίκης, με το οποίο ασχολούμαι ερευνητικά εδώ και μερικά χρόνια, προσπαθώντας παράλληλα να γενικεύσω την απάντησή μου και σε άλλα ζητήματα/προκλήσεις της πόλης.
Ως γνωστόν, η Θεσσαλονίκη είναι μια από τις πόλεις της Ευρώπης με τη μικρότερη αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο (2,6 τ.μ./κάτοικο) και μια από τις πόλεις με τη μεγαλύτερη αδυναμία (εύκολης – πεζής) πρόσβασης σε χώρους πρασίνου. Συγκεκριμένα, το 85% των κατοίκων δεν έχει κάποιο πάρκο/χώρο πρασίνου επαρκούς μεγέθους (5 στρεμμάτων) σε απόσταση μικρότερη των 300 μέτρων από το σπίτι τους. Παρ’ όλα αυτά και παρά το γεγονός ότι ο Δήμος Θεσσαλονίκης συμμετείχε πρόσφατα στο πρόγραμμα των 100 ανθεκτικών πόλεων και συμμετέχει τώρα και στο πρόγραμμα των 100 κλιματικά ουδέτερων πόλεων (ως το 2030), δεν έχει αναπτύξει μέχρι στιγμής κάποια στρατηγική/πολιτική που να στοχεύει στην αύξηση των χώρων πρασίνου, όπως έχει γίνει τα τελευταία χρόνια σε πολλές πόλεις του κόσμου (στην προσπάθεια προσαρμογής τους στην κλιματική αλλαγή αλλά και στην προσπάθεια να βελτιώσουν το αστικό περιβάλλον, την ποιότητα ζωής και τους δείκτες δημόσιας υγείας).
Έτσι, τα τελευταία χρόνια δεν έχει υλοποιηθεί αλλά ούτε και εξαγγελθεί κάποιο έργο/παρέμβαση αστικής αναγέννησης με κάποιον μεγάλο πνεύμονα πρασίνου να αποτελεί τον πυρήνα αυτού του έργου (η περίπτωση της ανάπλασης ΔΕΘ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια πρόταση καθώς στην πραγματικότητα δεν πρότεινε νέες εκτάσεις πρασίνου αλλά αντίθετα ανέτρεψε την προοπτική ενός μητροπολιτικού πάρκου στο σύνολο της έκτασής της). Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου παραμένει εδώ και δεκαετίας σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο, χωρίς παρεμβάσεις διασύνδεσής του με την πόλη και τους κατοίκους της, ενώ θα μπορούσε να αποτελεί έναν σημαντικό χώρο αναψυχής και άθλησης, σε μια πυκνοκατοικημένη πόλη με τεράστια έλλειψη τέτοιων χώρων.
Πέρα από την ανεπάρκεια και την έλλειψη προσβασιμότητας σε χώρους πρασίνου ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που αντιμετωπίζει η πόλη είναι και η έλλειψη συνδεσιμότητας των λίγων και μικρών χώρων πρασίνου στον αστικό ιστό. Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι οι πράσινοι διάδρομοι και η «ένωση/σύνδεση» των διάσπαρτων χώρων πρασίνου (και των ανοικτών χώρων) σε ένα ενιαίο δίκτυο πρασίνου μπορούν να προσφέρουν τόσο κοινωνικά όσο και οικολογικά οφέλη, ειδικά σε πόλεις όπως είναι η Θεσσαλονίκη, με πολύ θερμούς καλοκαιρινούς μήνες (που θα γίνουν ακόμα θερμότεροι τα επόμενα χρόνια).
Η υψηλή συνδεσιμότητα μεταξύ των χώρων πρασίνου θα μπορούσε για παράδειγμα να συμβάλει στο να γίνει η πόλη: (α) περισσότερο βιώσιμη και πιο ανθεκτική (ρυθμίζοντας το κλίμα και μειώνοντας τους κινδύνους από φυσικά φαινόμενα), (β) πιο φιλική στους κατοίκους και στους επισκέπτες/τουρίστες της, ενθαρρύνοντας μάλιστα διάφορες μορφές βιώσιμης κινητικότητας αλλά και άθλησης (π.χ. ποδήλατο, τρέξιμο, περπάτημα, κτλ.).
Στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της αύξησης και της «σύνδεσης» των χώρων πρασίνου, η Θεσσαλονίκη βίωσε μια πρακτική ξαφνικού κλαδέματος/ξεριζώματος ενός αρκετά μεγάλου αριθμού δέντρων κυρίως σε λωρίδες πρασίνου, αλλά και σε πάρκα της πόλης.
Μάλιστα, η πρακτική αυτή ξεκίνησε (και ολοκληρώθηκε) χωρίς να έχουν νωρίτερα αξιοποιηθεί οι χιλιάδες κενές δενδροδόχοι της πόλης, ώστε να αντισταθμιστούν έγκαιρα οι απώλειες πρασίνου (και να αποτελέσει έτσι ένα δείγμα καλής πρόθεσης του Δήμου για το αστικό πράσινο που θα βοηθούσε να αποφευχθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις, οι οποίες εξαιτίας της μεγάλης αποψίλωσης που συνέβη απότομα σε πολλές περιοχές της πόλης, ήταν τελικά αναπόφευκτες).
Πού πάει λοιπόν η Θεσσαλονίκη ως προς το αστικό της πράσινο;
Σύμφωνα με τον J. Naisbitt, o πιο αξιόπιστος τρόπος για να προβλέψεις το μέλλον, είναι να κατανοήσεις τι γίνεται στο παρόν, αναζητώντας τα αίτια που οδηγούν στην έλλειψη (πολιτικού) ενδιαφέροντος για το αστικό πράσινο. Ίσως η σημαντικότερη αιτία είναι ότι οι χώροι αυτοί δεν θεωρούνται μέχρι σήμερα ότι μπορούν συμβάλουν στην οικονομική ανάκαμψη/ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης και ότι το κόστος τους είναι μεγαλύτερο από τα οφέλη τους.
Φυσικά η επιστημονική γνώση, η διεθνής πρακτική (παραδείγματα από άλλες πόλεις και χώρες του κόσμου) αλλά και η ευρωπαϊκή πολιτική για το κλίμα και για το περιβάλλον τονίζουν ακριβώς το αντίθετο: ότι τα οφέλη είναι πολύ μεγαλύτερα από τα κόστη και ότι όσο λιγότερο είναι το πράσινο σε μια πόλη (όπως στη Θεσσαλονίκη) τόσο μεγαλύτερος είναι ο λόγος οφέλους/κόστους από μια νέα επένδυση σε πράσινες υποδομές. Άρα, φαίνεται σαν ο μακροχρόνιος σχεδιασμός και λήψη αποφάσεων στη Θεσσαλονίκη να μην εναρμονίζονται με το δημόσιο συμφέρον.
Το δημόσιο συμφέρον ωστόσο οφείλει να αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο του σχεδιασμού και της χάραξης πολιτικής. Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο Dyckman, 60 χρόνια πριν: «όταν ένας πολεοδόμος/χωροτάκτης διακρίνει ξεκάθαρα ότι οι συνέπειες του σχεδιασμού θα παραβιάσουν τους στόχους της κοινότητας και θα αποκλίνουν από το δημόσιο συμφέρον, είναι επαγγελματική του ευθύνη να επισημάνει αυτή την απόκλιση όπως ο ατομικός επιστήμονας οφείλει να επισημάνει τις συνέπειες μια ατομικής βόμβας». Και στη Θεσσαλονίκη έχουμε διαχρονικά μια τεράστια απόκλιση του σχεδιασμού από το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά το αστικό πράσινο, η οποία επισημαίνεται διαρκώς από την επιστημονική κοινότητα (με χαρακτηριστικότερο ίσως πρόσφατο παράδειγμα την ΔΕΘ). Άρα ο λόγος της επιστημονικής κοινότητας φαίνεται να μην καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις (αντίστοιχα παραδείγματα μπορούμε να βρούμε σε πάρα πολλά ζητήματα της πόλης, με χαρακτηριστικότερα ίσως τα ζητήματα σχεδιασμού των μεταφορών).
Τι συμβαίνει όμως με τη γνώμη των απλών πολιτών; Αν διεξάγει κάποιος/α μια έρευνα στους πολίτες της Θεσσαλονίκης με κεντρικό ερώτημα το «που πάει η Θεσσαλονίκη» είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα συγκεντρώσει μια λίστα από αρνητικές απαντήσεις, από δηλώσεις δυσαρέσκειας, από έντονο πεσιμισμό, από έλλειψη εμπιστοσύνης στην τοπική αυτοδιοίκηση, κτλ. Αν πάλι τεθεί στους πολίτες το ερώτημα: «που θέλετε να πάει η Θεσσαλονίκη τα επόμενα χρόνια;» τότε οι απαντήσεις αναμένεται να εστιάζουν σε μια σειρά από γενικούς άξονες/προτεραιότητες που αφορούν κρυφούς ή φανερούς ανεκπλήρωτους πόθους δεκαετιών, όπως π.χ. τη βελτίωση της καθαριότητας, τις δημόσιες αστικές συγκοινωνίες, το κυκλοφοριακό, τα ζητήματα της στάθμευσης, την έλλειψη πρασίνου, την αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, την έλλειψη κοινωνικών υποδομών, τη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση έργων (όπως π.χ. το μετρό, την πλατεία Ελευθερίας, το Μουσείο Ολοκαυτώματος, κτλ.).
Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι οι πολίτες δεν έχουν μέχρι σήμερα σημαντικό λόγο στη λήψη αποφάσεων σχεδιασμού και άρα δεν μπορούν να διατυπώσουν τις επιθυμίες τους ώστε να (επανα)προσδιορίσουν το δημόσιο συμφέρον και τελικά να το διεκδικήσουν. Και αυτό δεν οφείλεται, όπως τεχνηέντως πολλές φορές αφήνεται να εννοηθεί, στην έλλειψη ενδιαφέροντος για τα ζητήματα της πόλης. Στην περίπτωση για παράδειγμα του πρασίνου, επιχείρησα να διερευνήσω διεξοδικά η γνώμη των πολιτών τα τελευταία δύο χρόνια και διαπίστωσα πως ο κόσμος συμμετείχε με πολύ μεγάλη μαζικότητα και προθυμία.
Οι απαντήσεις των πολιτών φανέρωσαν – μεταξύ άλλων – ένα μεγάλο ενδιαφέρον για το δημόσιο χώρο, μια καθολική επιθυμία για περισσότερους (και καλύτερους) χώρους πρασίνου, καθώς και μια ξεκάθαρη προτίμηση: (α) για την άμεση (και χωρίς την προϋπόθεση δημιουργίας υπόγειου πάρκινγκ) ανάπλαση της πλατείας Ελευθερίας, και (β) για τη δημιουργία μητροπολιτικού πάρκου στην περιοχή που βρίσκεται η ΔΕΘ (έναντι της προτεινόμενης ανάπλασης). Επίσης, οι συμμετέχοντες στις έρευνες αυτές έδειξαν μια τεράστια διάθεση να γράψουν αναλυτικά τους προβληματισμούς και τις προτάσεις τους.
Το ενδιαφέρον ωστόσο που εκδήλωσαν οι πολίτες ήταν αντιστρόφως ανάλογο με το ενδιαφέρον της τοπικής αυτοδιοίκησης για τα αποτελέσματα των δύο αυτών ερευνών και οι απόψεις τους δεν επηρέασαν καθόλου τη λήψη αποφάσεων. Έτσι λοιπόν, ο πολίτης αισθάνεται σήμερα ότι δεν ακούγεται η άποψή του και ότι δεν έχει τη δυνατότητα συμμετοχής σε συλλογικές/συμμετοχικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες θα συνδιαμορφώσει προτάσεις για το μέλλον της πόλης.
Σε ένα τέτοιο «περιβάλλον» λήψης αποφάσεων, ο μέσος πολίτης είτε αποστασιοποιείται σταδιακά από τα κοινά είτε οδηγείται στο να εκφράζει/διεκδικεί επιθυμίες «οριακής βελτίωσης της καθημερινότητας», μέχρι εκείνο το σημείο που η βελτίωση φαντάζει «ρεαλιστική», σύμφωνα με την «ελληνική πραγματικότητα».
Με αυτή την προσέγγιση, είτε πρόκειται για το αστικό πράσινο είτε για όλα τα υπόλοιπα θέματα που αφορούν την πόλη είναι αδύνατον να προκύψει ένα νέο συλλογικό «όραμα» για την πόλη ή έστω μια συλλογική διάθεση για να προχωρήσει η πόλη με διαφορετικό βηματισμό σε μεγάλες αλλαγές που θα βελτιώσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής, την καθημερινότητα, την ανθεκτικότητά της στην κλιματική αλλαγή αλλά και την ίδια την αναπτυξιακή της προοπτική. Κάπως έτσι το δημόσιο συμφέρον υποβαθμίζεται για χάρη του ιδιωτικού συμφέροντος και κάπως έτσι απεμπολεί ο πολίτης το Δικαίωμα στην Πόλη (όπως το ορίζει ο Λεβέβρ).
Επειδή ωστόσο κάθε δικαίωμα που δεν ασκούμε νεκρώνεται και κάθε ελευθερία που δεν αξιοποιούμε μαραίνεται (Χάινριχ Μπέλ) είναι ευκαιρία να αναζητήσουμε το Δικαίωμα στην Πόλη, ανάμεσα στα προγράμματα των παρατάξεων που διεκδικούν τον Δήμο Θεσσαλονίκης για τα επόμενα πέντε χρόνια. Διότι μόνο μια νέα μορφή διακυβέρνησης που θα ακούει και θα συμβουλεύεται την επιστημονική κοινότητα και θα βάλει στο κέντρο της λήψης αποφάσεων τον πολίτη θα μπορεί τελικά να δημιουργήσει ένα νέο όραμα για την πόλη. Ο Διονύσης Λατινόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του ΑΠΘ