Που πάει το δημόσιο Πανεπιστήμιο;
Ένα γνήσιο τέκνο της δημόσιας εκπαίδευσης, τόσο σε δευτεροβάθμιο, όσο και σε τριτοβάθμιο επίπεδο, αναρωτιέται
Παρακολουθώ με έντονο προσωπικό ενδιαφέρον το φλέγον debate περί δημοσιών και ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Ενώ, θα μπορούσα να τοποθετηθώ στο νομικό διάλογο δεν θα το κάνω ακόμη, διότι ειδικά σε αυτό το στάδιο δεν έχω να εισφέρω κάποιο νέο επιχείρημα ή εύρημα.
Επιλέγω, όμως, με αυτό το σύντομο κείμενο να τοποθετηθώ δημοσίως επί προσωπικού, βάσει βιωμάτων.
Είμαι γνήσιο τέκνο της δημόσιας εκπαίδευσης, τόσο σε δευτεροβάθμιο, όσο και σε τριτοβάθμιο επίπεδο, μάλιστα τυγχάνει να έχω δυο τίτλους πτυχίων από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Όταν, το 2011 την περίοδο της βαθειάς ύφεσης πέρασα με μια άκρως υψηλή βαθμολογία στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας βρέθηκα αντιμέτωπη με τη σήψη του ελληνικού Πανεπιστημίου ήδη από το στάδιο της εγγραφής μου στη Σχολή, όπου επαγγελματίες πολιτευόμενες/-οι φοιτήτριες/-ες προσπάθησαν εκατέρωθεν να με προσεγγίσουν τάχα μου δήθεν για να με βοηθήσουν για την εγγραφή μου και μεταγενέστερα με τα μαθήματα, με σκοπό σαφώς τον κομματικό μηρυκασμό και την προπαγανδιστική ρητορεία.
Τραγέλαφος συνιστά ό,τι κάποια έτη μετά τα ίδια πρόσωπα μαλλιοτραβιόντουσαν κυριολεκτικά στην είσοδο της Φιλοσοφικής. Δεν θα αναφερθώ στην κτηριακή υποστελέχωση, τη βρωμιά, την αίσθηση ανασφάλειας κατά τη κυκλοφορία στο campus από την παρουσία διαφορών εξωθεσμικών οντοτήτων.
Θα αναφερθώ κυρίως σε ένα κρίσιμο σημείο για εμένα προσωπικά –αλλά και για όσα άτομα βρέθηκαν ή βρίσκονται στην ίδια συνθήκη- για το περίφημο «μετά», κοινώς για την επαγγελματική αποκατάσταση που τόσο πολύ με έκαιγε, αλλά και για τον υλικό, ψυχικό και συναισθηματικό κόπο των γονιών μου που καλώς ή κακώς ειδικά στην ελληνική κοινωνία έτσι όπως είναι δομημένη, αποτελούν τους κύριους «χορηγούς-επενδυτές» μας, παρ΄ό,τι κάνουμε λόγο για δημόσια εκπαίδευση η οποία προκύπτει από τα φορολογικά έσοδα!
Αναφορικά, με το πρώτο πτυχίο δυστυχώς, όπως είναι γνωστό οι ανθρωπιστικές σπουδές βάλλονται, και με την επέλαση της κρίσης η απορρόφηση των φιλολόγων είναι πια ισχνή. Επειδή, δεν πρόλαβα να ασκήσω το επάγγελμα δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη για τις σύγχρονες επαγγελματικές ευκαιρίες, κοινώς, δεν έχω ξεκάθαρη εικόνα. Όμως, μπορώ να μιλήσω για το τότε πρόγραμμα σπουδών, το οποίο πέραν της ενδιαφέρουσας ειδικότητας που επέλεξα, δεν είχε καμία επαφή με την αγορά εργασίας και κυρίως με τον σύγχρονο τεχνολογικό κόσμο.
Η διασύνδεση, ειδικά των ανθρωπιστικών σπουδών στην Ελλάδα με την αγορά εργασίας και την τεχνολογική εξέλιξη είναι αν όχι ανύπαρκτη, τουλάχιστον ισχνή, καθώς η πλειονότητα των προγραμμάτων σπουδών απευθύνονται σε μια φοιτητική κοινότητα άλλης εποχής.
Ακόμη, θυμάμαι πως έτυχε να είχα κοινά μαθήματα, με τον πατέρα μου και σπουδάσαμε άλλες εποχές! Ενδιαφέρεται το ακαδημαϊκό προσωπικό και οι Διοικήσεις των ελληνικών Πανεπιστημίων για την διασύνδεση των προγραμμάτων σπουδών με την πραγματικότητα και την αγορά εργασίας; Τόσο οι φοιτήτριες/ες όσο και οι οικογένειές τους επενδύουν σε βάθος χρόνο, ήδη από τα μαθητικά χρόνια σε μια εκπαίδευση, η οποία λαμβάνοντας σαφώς και το πλαίσιο και τις συνθήκες της εποχής, δεν αποδίδει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Ποιος ο λόγος λοιπόν στη σημερινή εποχή ένα παιδί, όπου γεννιέται και μεγαλώνει με τα τεχνολογικά επιτεύγματα να επενδύσει χρόνο και χρήμα μέσω της οικογένειάς του, σε μια εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία δεν θα του εξασφαλίσει την πολυπόθητη εργασιακή απορρόφηση και θα πρέπει να κάνει έπειτα χίλιες δυο μετεκπαιδεύσεις με το αντίστοιχο χρηματικό αντίτιμο σε κατά τα λοιπά δημόσια εκπαιδευτικά
Ιδρύματα για να παίρνει έναν βασικό μισθό;
Καλώς ή κακώς η έννοια της εκπαίδευσης, με τη μορφή της εξειδίκευσης και όχι με την έννοια της παιδείας-καλλιέργειας βιώνει μια βαθειά κρίση στις ημέρες μας, λαμβάνοντας υπόψιν και τα νέα τεχνολογικά μέσα, τύπου ΑΙ, τα οποία άλλαξαν άρδην την υφιστάμενη κατάσταση.
Κατανοώ απολύτως τα άτομα που επιλέγουν να επενδύσουν σε ένα πρόγραμμα ιδιωτικού Πανεπιστημίου, διότι γνωρίζουν πως έχει άμεση απορρόφηση και διασύνδεση με την αγορά εργασίας. Ένας κύριος λόγος που σπουδάζουμε, πέραν σαφώς της προσωπικής καλλιέργειας ή πνευματικής ενασχόλησης, είναι η επαγγελματική «αποκατάσταση».
Συλλέγουμε ακαδημαϊκούς τίτλους, οι οποίοι συχνά δεν έχουν απορρόφηση από την αγορά εργασίας για το minimun τον εργασιακών αποδοχών. Είναι φυσιολογικό οι νεότερες γενιές, τα παιδιά που γεννήθηκαν μεσουρανούσης της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης να έχουν γυρίσει τη πλάτη στις σπουδές ή να τις κοιτούν με καχυποψία.
Ακριβώς, για αυτόν το λόγο τόσο οι λειτουργοί των Ιδρυμάτων, όσο και η ίδια η Πολιτεία οφείλει να απαντήσει στο λειτουργικό κριτήριο και να δημιουργήσει το πλαίσιο ενός γόνιμου διαλόγου, το οποίο θα είναι προς το συμφέρον των φοιτητριών και των φοιτητών και θα αναδιαμορφώσει το εκπαιδευτικό έδαφος. Οι ιδεοληψίες δεν αποτέλεσαν ποτέ χρήσιμο οδηγό, από όποια πλευρά και αν προέρχονται, κα δεν συνέβαλαν ουσιαστικά στην εξέλιξη του πανεπιστημιακού επιπέδου και άρα στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των αποφοίτων τους.
Το ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο χρειάζεται μεταρρυθμίσεις –χθες- για να βγει από το χρόνιο τέλμα, τις αγκυλώσεις και το μαράζωμα της αυτοαναφορικότητας!