Πού πάνε οι φωνές από τις πορείες όταν δεν τις ακούμε πια;
Ο Χάρης Πεχλιβανίδης στη στήλη του «Μικρές σημειώσεις για μεγάλα πράγματα ΙΙΙ»
Πού πάνε οι φωνές από τις πορείες όταν δεν τις ακούμε πια;
Η ερώτηση αποτελεί παράφραση του τίτλου μίας από τις πιο όμορφες στιγμές του ραδιοφώνου.
Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης μας χαρίζει χρόνια τώρα την εκπομπή του στο τρίτο πρόγραμμα της ελληνική ραδιοφωνίας με τίτλο: Που πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πιά;
Πού πάνε λοιπόν οι φωνές χιλιάδων φοιτητών, πανεπιστημιακών που όλο αυτό το διάστημα ανθίστανται στην εγκαθίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα;
Τα παλλόμενα ηχητικά κύματα εκτοξεύονται από τα χείλια των πορευομένων για να διαχυθούν στα τσιμεντένια μπαλκόνια και στα μικροσωματίδια της πόλης.
Η ρυθμολογία και η αισθητική τους δεν είναι τυχαίο που παραμένουν για δεκαετίες ίδιες. Το μουσικό tempo θα μπορούσαμε να πούμε είναι χαρακτηριστικό της έντασης που έχει μια πορεία αλλά ακόμα και του μπλοκ από το οποίο ακούγεται.
Οι φωνές των αγωνιστών μετατρέπονται σε μελωδία -κακόηχη ή το αντίθετο δεν έχει επί της παρούσης καμία σημασία. Για όσο διαρκεί η μελωδία, συνθέτες και ακροατές δεν συμμετέχουν μόνο στη δημιουργία ενός μουσικού κομματιού αλλά και σε κάτι παραπάνω.
Η μουσική ως μέλος της Τέχνης, γράφει ο Καστοριάδης, είναι δημιουργία οντολογικής φύσεως. Δημιουργεί δηλαδή νέες μορφές, αναθεωρεί και μετασχηματίζει την πραγματικότητα. Προτείνει δια της δημιουργίας έναν άλλο κόσμο, όπου έννοιες καθιερωμένες βρίσκονται υπό νέο σημασιολογικό καθεστώς.
Η μουσική συνεχίζει ο Καστοριάδης, μορφοποιεί την Άβυσσο και γίνεται ένα παράθυρο στο Χάος. Από εκεί που μπορούμε να αντικρίσουμε αυτό που ως τώρα μας ήταν αόρατο. Να δούμε αυτό που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως μπορεί να υπάρξει ήτοι μία άλλη εκδοχή του κόσμου μας.
Γι’ αυτό και η Τέχνη δεν μπορεί να λείπει από μια κοινωνία αποτελούμενη από σκεπτόμενα όντα. Αν υπάρχει ή υπήρξε ποτέ τέτοιου είδους σύστημα υποστηρίζει ο Έλληνας στοχαστής, τότε θα πρέπει να αναφερθούμε σε απόλυτα θεοκρατούμενες κοινωνίες της ιστορίας.
Είναι πολύ σημαντική εμπειρία να μετέχει κανείς στις μικρές (χρονικά) δόσεις δημιουργίας. Συγκρούεται άραγε πραγματικά ο νέος βραχύβιος κόσμος της πορείας με τον ήδη δοσμένο; Ο αποδέκτης που πρέπει να ακούσει τη μελωδία αυτή την ακούει; Ενδεχομένως να υποστηρίξει κάποιος πως ο θεσμός των εθνικών εκλογών υπάρχει γι’ αυτόν το λόγο -για να ακουστούμε- και πως οι τωρινοί κρατούντες φαίνονται να βρίσκονται σε γραμμή συνέπειας με τα προεκλογικά λεγόμενά τους.
Οπότε πού πάνε οι φωνές από τις πορείες όταν δεν τις ακούμε πια; Μένουν να αιωρούνται στους δρόμους της πόλης και να μας υπενθυμίζουν ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Μπορεί να μη γνωρίζουμε ακριβώς πως να τον πραγματώσουμε αλλά σημασία έχει η εμφάνισή του στο φαντασιακό.
Δυστυχώς η ιδιώτευση και η υποβάθμιση του δημόσιου πλούτου (κέντρωθεν αλλά και από μερίδα πολιτών) γίνονται οι αντίπαλοι στη δημιουργία νέων νοημάτων. Από την άλλη το όραμα είναι αναγκαίο για να μπορέσει να διατηρηθεί ο στόχος μίας καλύτερης κοινωνίας.
Αρκεί να καταπολεμηθεί η μελαγχολία της ματαιότητας. Άνευ της φαντασιακής διάστασης της κοινωνίας, άνευ του οραματισμού νέων σημασιών η μαθηματικοποίηση της ψυχής και της σκέψης φαίνεται να βρίσκονται προ των πυλών. Μπορεί η μουσική να χάνεται όταν τελειώνει, αλλά το αποτύπωμα της πυροδοτεί την ψυχή προς νέες περιπέτειες και γιατί όχι προς αλλούτερες ακροβασίες. Μπορεί να χάνονται οι φωνές από τις πορείες αλλά ο κραδασμός βρίσκεται εκεί έξω στο αστικό τοπίο, συνθέτοντας το soundtrack των πόλεών μας.
Γιατί χωρίς μουσική (Τέχνη) και όραμα (Επανάσταση) κανένας βιώσιμος κόσμος δεν είναι ούτε ευχάριστος αλλά ούτε και ενδιαφέρον.
* Κορνήλιος Καστοριάδης, Παράθυρο στο Χάος, μτφ. Ευγενία Τσελέντη, Ύψιλον 2007.