Πού τελειώνει και πού αρχίζει άραγε η ανθρωπιά
Τι μάθαμε από τους φόνους, από το έγκλημα ή την εγκληματική αμέλεια, τι μάθαμε από τον πόνο των μανάδων και από το πένθος για τους αδικοχαμένους;
Λέξεις: Ιωάννης Παναγιώτης Λεονταράκης
Σε λίγο καιρό θα έχουμε την «επέτειο» των Τεμπών, αν μπορούμε να αποκαλέσουμε επέτειο την ημέρα μνήμης ενός τέτοιου φρικαλέου γεγονότος.
Και ομολογουμένως έχουμε μαζέψει αρκετές τέτοιες ημέρες τα τελευταία χρόνια. Ημέρες για γεγονότα που δε θα έπρεπε να έχουν συμβεί εξ αρχής, αλλά δυστυχώς συνέβησαν.
Και ακόμα περισσότερα γεγονότα που μπορεί να μη τα μνημονεύουμε πλέον αλλά σίγουρα δε θα έπρεπε να έχουν συμβεί. Γρηγορόπουλος, Φύσσας, Καρολάιν (και τόσα άλλα θύματα γυναικοκτονίας που θα χρειαζόταν μία σελίδα να αναγραφούν, και είναι άδικο που δεν αναγράφονται στο παρόν), Ζακ, Αντώνης (που ήθελε απλά να ανέβει με το εισιτήριό του στο πλοίο), Άλκης, Μάτι, Τέμπη και τόσα άλλα που μπορούμε να χάσουμε το μέτρημα.
Άνθρωποι σαν εμάς που τους στερήθηκε η ζωή, τόσο άδικα, τόσο πρόωρα. Άνθρωποι νέοι με τη δική τους καθημερινότητα, τα δικά τους όνειρα, τις δικές τους ελπίδες. Θα μπορούσαν να είναι φίλοι μας, παιδιά μας, συγγενείς μας, όπως για κάποιους είναι, κάποιους που αυτή τη στιγμή πενθούν, πονάνε και ψάχνουν πως να συνεχίσουν χωρίς τα αγαπημένα τους άτομα.
Αλλά για τους περισσότερους από εμάς δεν είναι, και μοιραία κάποια στιγμή φεύγει το σοκ που νιώσαμε όταν ακούσαμε την είδηση, σβήνει ο θυμός για την αδικία, συμπληρώνουμε το ηθικά ελάχιστο απαιτούμενο όριο διαδηλώσεων που θα κατεβούμε για να έχουμε κάνει το καθήκον μας, και απλά ξεχνάμε. Ξεχνάμε και είμαστε οι ίδιοι που ήμασταν πριν. Πριν το σοκ, πριν το θυμό, πριν το έγκλημα, πριν το πένθος. Είμαστε οι ίδιοι και δεν μπορώ να έχω παρά μία απορία.
Τι μάθαμε. Τι μάθαμε από τους φόνους, από το έγκλημα ή την εγκληματική αμέλεια, τι μάθαμε από τον πόνο των μανάδων και από το πένθος για τους αδικοχαμένους.
Δυστυχώς κατά πλειοψηφία, εμού συμπεριλαμβανομένου, θα έλεγα ότι η απάντηση είναι ένα εμφατικό τίποτα. Και αυτό είναι ειλικρινά τρομακτικό. Δεν έχω τα γνωστικά εφόδια για να απαντήσω αν πρόκειται για ένα εγγενές χαρακτηριστικό του είδους μας, ή ένα συλλογικό επίκτητο χαρακτηριστικό της υπάρχουσας κοινωνίας μας, ωστόσο η γνώση μας και οι γνωσιακές μας ικανότητες δείχνουν να περιορίζονται σε αυτά που χρειαζόμαστε στην καθημερινότητά μας και σε αυτά που δε μας «ξεβολεύουν». Σε αυτά που δεν μας δημιουργούν αυτήν την ενοχλητική φαγούρα ότι κάπου κάνουμε λάθος, ότι η άποψή μας ή η κοσμοθεωρία μας δεν ισχύει, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που θα θέλαμε.
Γιατί; Δεν ξέρω. Ίσως να το έριχνα στο υπερτροφικό μας εγώ που ο τωρινός μας τρόπος ζωής το τρέφει σαν ένα τέρας με κτητικά κριτήρια, και την προβολή που έχουμε συνηθίσει να επιδιδόμαστε. Σα να νιώθουμε ότι μόνο ο εαυτός μας είναι σημαντικός, ξεχωριστός, και όλοι πρέπει να προσαρμοστούν στο δικό μας κουτί, τη δική μας κοσμοθεωρία, και αν έχουμε την οικονομική δύναμη, τις δικές μας επιθυμίες.
Ίσως αυτό το υπερτροφικό μας εγώ να φταίει και για αυτήν τη ρημάδα την εγγύτητα που αν δεν υπάρχει ξεχνάμε γρήγορα το νεκρό, και σβήνει γρήγορα ο θυμός για τον άδικο θάνατό του. Ίσως επίσης αυτό το υπερτροφικό μας εγώ να είναι τόσο ισχυρό που ορισμένες φορές είμαστε πρόθυμοι να δικαιολογήσουμε το θύτη, και να τον υπερασπιστούμε, γιατί μας μοιάζει.
Γιατί βλέπουμε τον εαυτό μας στη θέση του, είναι άντρας που σκότωσε γυναίκα και είμαστε άντρες και εμείς, είναι ήσυχος άνθρωπος κυρ- Ταδε και είμαστε ήσυχοι άνθρωποι και εμείς, ή ακόμα ανήκει στην ίδια κομματική, ή οπαδική παράταξη, και ένας ή περισσότεροι αθώοι νεκροί μας είναι λιγότερο σημαντικοί από το να φθαρεί και να τσαλακωθεί η τυφλή μας αφοσίωση στα συμφέροντά μας και την αρέσκειά μας. Ίσως αυτοί να είμαστε, ένα μεγάλο βρώμικο χυδαίο εγώ, που παίρνει μία τυφλή ζυγαριά και την πατάει όπως του βολεύει καλύτερα, αρκεί να μη νιώσουμε τη ρημάδα τη φαγούρα.
Κάπου εδώ οφείλω να αποσαφηνίσω ότι το παρόν δεν γράφτηκε για να χρωματιστεί κάπως οπαδικά ή κομματικά ή φυλετικά ή με οποιονδήποτε χρωματισμό.
Ότι συγκεκριμένες ομάδες ατόμων, όπως για παράδειγμα εμείς οι λευκοί άντρες, αριθμούμε μέλη με περισσότερα εγκλήματα είναι εκ των ων ουκ ανευ, αλλά θα προτιμούσα να μην επιδοθώ σε επιζήμιες γενικεύσεις και διαχωρισμούς, όπως επίσης συνήθως αυτές οι ομάδες κατά τη διάρκεια των εγκλημάτων βρισκόταν σε θέση άσκησης μίας μορφής εξουσίας. Και αυτός ο άτιμος ο συνδυασμός εξουσίας και υπερτροφικού εγώ είναι που με τρομοκρατεί. Όχι αδιόρατα ή θεωρητικά. Με τρομοκρατεί γιατί μπορώ να δω και το δικό μου εαυτό και πως ασκώ τη ρημάδα την εξουσία. Με τρομοκρατεί γιατί μου είναι, όπως όλους μας άλλωστε, τόσο εύκολο να κρίνω τη ζυγαριά των άλλων, την τυφλή και άδικη προσήλωση στα συμφέροντά τους, την ολιγωρία τους, αλλά είμαι τελείως αδαής στη δική μου ολιγωρία, στο δικό μου εγώ. Γιατί; Γιατί εθελοτυφλώ και δε θέλω να ξεβολευτώ.
Γιατί μας είναι εύκολο να έχουμε δίκιο ανεξαρτήτως κριτικής σκέψης και επιχειρημάτων. Και η ερώτηση παραμένει. Είναι αυτό ανθρωπιά;
Είμαστε πραγματικά άνθρωποι όταν μας λείπει αυτή η στοιχειώδης ενσυναίσθηση, όταν αγνοούμε επιδεικτικά την οποιαδήποτε κατανόηση για τις ανάγκες των γύρω μας, όταν δεν μας νοιάζει να μάθουμε και να βελτιωθούμε, αλλά αντ αυτού να επιβληθούμε; Κατά την ταπεινή μου άποψη δυστυχώς όχι. Ούτε άνθρωποι, ούτε πολίτες. Μπορούμε να γίνουμε; Ίσως, αν αρχίσουμε να μαθαίνουμε, να μαθαίνουμε από τον πόνο των άλλων, να μαθαίνουμε και να αναγνωρίζουμε την ύπαρξη των άλλων.
Αν αρχίσουμε να συμπεριφερόμαστε στο διάλογο ως αυτό που θα έπρεπε να είναι, δηλαδή μέσον γνώσης και ανταλλαγής, και όχι ως μέσο επιβολής. Αν αρχίσουμε να διδάσκουμε με κάποιον τρόπο στα παιδιά μας την τόσο απλή έννοια της ενσυναίσθησης και την εξίσου σημαντική έννοια της ευθύνης. Αν δούμε κατάματα το εγώ μας και μάθουμε με κάποιον τροπο να το χαλιναγωγούμε.
Αν καταφέρουμε κάπως να μετριάσουμε την αναζήτησή μας για πρόσκαιρη ηδονή και ενθουσιασμό και αντ’ αυτού αποκτήσουμε έστω και λίγη στωικότητα, που τόσο την έχουν αναφέρει πριν από εμάς άνθρωποι σοφότεροι από εμάς. Πολλά τα εάν και δύσκολα, αλλά ίσως τότε να είχαμε ελπίδα. Ίσως τότε να μη ξεχνάμε τους νεκρούς, και ίσως να μας έδιναν κάποια ελπίδα να θρηνούμε κάποιους λιγότερους νεκρούς.
*Ο Ιωάννης Παναγιώτης Λεονταράκης είναι Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός