Parallax View

Προκαταρκτική ή προσχηματική εξέταση;

Επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα. Μερικές σκέψεις πάνω στην κουβέντα περί παραπομπής.

Parallaxi
προκαταρκτική-ή-προσχηματική-εξέτασ-1290019
Parallaxi

Λέξεις: Γιώργος Σάρλης

Τα επιχειρήματα του καθηγητή Αλιβιζάτου για την διαδικασία που παράνομα επέβαλε ο Πρωθυπουργός στη Βουλή σε σχέση με τη διερεύνηση ποινικών ευθυνών Υπουργού είναι κατά τη γνώμη μου εσφαλμένα, τόσο τα σχετικά με τους κανόνες που τηρούνται στην ποινική διαδικασία για την αναζήτηση ευθυνών υπουργού, όσο και τα πολιτικά-θεσμικά.

Κατ’ αρχάς, επικαλείται το άρθρο 10 Ν. 3126/2003 υποστηρίζοντας ότι επειδή ο αρεοπαγίτης/ανακριτής, τον οποίο θα ορίσει το δικαστικό συμβούλιο «έχει το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη και κατά των συμμετόχων που δεν αναφέρονται στην απόφαση της Βουλής για τη δίωξη», τότε σε σχέση με το συγκεκριμένο αδίκημα (μπαζώματος), το δικαστικό συμβούλιο θα μπορεί να λάβει υπόψη τα τυχόν νέα στοιχεία που θα προκύψουν, ενώ θα μπορεί και εν γένει να επεκτείνει την κατηγορία. Καταλήγει: “Κοντολογίς, και το κατηγορητήριο κατά του κ. Τριαντόπουλου θα μπορεί να διευρύνει και θα μπορεί να παραπέμψει μαζί του και άλλους υπουργούς, αν προκύψουν σε βάρος τους επιβαρυντικά στοιχεία, πάντοτε βέβαια για το ίδιο αδίκημα.”. Σφάλλει γιατί το άρθρο 10 Ν. 3126/2003 αφορά στα μη πολιτικά πρόσωπα που έχουν συμμετοχή στην πράξη για την οποία ανακρίνεται ο Υπουργός για τον οποίο έχει δώσει άδεια η Βουλή και έχει θεσπιστεί προκειμένου αντί να δικαστούν από τον κοινό -“φυσικό” τους- δικαστή να δικαστούν από το Ειδικό Δικαστήριο μαζί με τον Υπουργό.

Αν ο συμμέτοχος είναι και αυτός Υπουργός, είτε αφορά στην ίδια είτε σε άλλη πράξη, τότε δεν παραπέμπεται με τη διαδικασία του άρθρου 10 Ν. 3126/2003, αλλά πρέπει να τηρηθεί εξ αρχής όλη η διαδικασία που περιλαμβάνει πρόταση δίωξης εκ μέρους 30 βουλευτών, διενέργεια προανακριτικής, πόρισμα αυτής -δηλ. δυο συζητήσεις στην Ολομέλεια- και εντέλει απόφαση για την άσκηση δίωξης με την παραπομπή του στον ανακριτή. Κατά τα άλλα ο Ανακριτής εφαρμόζει τις κοινές διατάξεις (άρθρ. 250 ΚΠΔ), δηλ. δεν μπορεί να επεκτείνει τη δίωξη και σε άλλη πράξη, ακόμη και αν είναι συναφής, και δεν έχει δικαίωμα συρρίκνωσης ή διεύρυνσης της ασκηθείσας ποινικής δίωξης.

Όπως και να έχει, λοιπόν, υπάρχει το ενδεχόμενο ο Ανακριτής να έρθει ενώπιον στοιχείων για νέες, άλλες πράξεις ή για άλλους Υπουργούς και τότε θα πρέπει να ανακοινώσει τα σχετικά στη Βουλή, η οποία θα πρέπει να τηρήσει -ή όχι αν δεν βρεθούν 30 βουλευτές να κάνουν πρόταση δίωξης- την ίδια διαδικασία που ξεκίνησε να τηρεί για τον αρχικό Υπουργό. Θα έλεγα, εντάξει, μια φορά να γίνει “προσχηματικά” μια διαδικασία συνεδρίασης προανακριτικής, αλλά περισσότερες ποιο σύστημα με κύρος και σοβαρότητα μπορεί να το αντέξει;

Περαιτέρω, λέει ότι η εμπειρία των επτά προανακριτικών επιτροπών που έχουν συσταθεί τα τελευταία χρόνια και των είκοσι πέντε εξεταστικών δεν είναι ενθαρρυντική σε σχέση με την αναζήτηση της αλήθειας, ότι τόσο οι μεν όσο και οι δε λειτούργησαν περισσότερο ως φόρουμ αντιπαράθεσης συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, παρά ως υποβοηθητικά όργανα για την απονομή της δικαιοσύνης και τελικά ποιος μπορεί να ισχυριστεί σοβαρά ότι δεν θα επαναληφθεί το φαινόμενο των πολύμηνων τοξικών αντιπαραθέσεων.

Η δομή που έχει αυτή η διαδικασία αναζήτησης ευθυνών επηρεάζεται από τη δομή που έχει γενικά η Βουλή, δηλ. ως συλλογικό όργανο συντίθεται από όλες τις δυνάμεις που έχουν περισσότερες οπτικές. Το αν μια διαδικασία θα καταλήξει να βρει την αλήθεια ή θα καταντήσει τοξική είναι ζήτημα ευθύνης των βουλευτών, σε σχέση με τα μέσα και τους τρόπους που θα χρησιμοποιήσουν, αλλά κυρίως της συμπολίτευσης που έχουσα την πλειοψηφία καθορίζει το πλαίσιο των αποφάσεων που θα ληφθούν. Η ίδια η αντιπαραθετική δομή των εργασιών της επιτροπής δεν συνεπάγεται τοξικότητα και δεν μπορεί να αποφεύγεται ο διάλογος ή οι λειτουργίες της Βουλής χάριν μιας πρόβλεψης σε σχέση με το τι έχει συμβεί στο παρελθόν. Έχουν κάθε ευκαιρία οι συγκεκριμένοι βουλευτές να διαψεύσουν το παρελθόν αυτών των επιτροπών και αυτή είναι η ευθύνη τους.

Το να διατυπώνει τρίτος αυτή τη σκέψη “πάει κι έρχεται”, αλλά εκείνοι που θα πάρουν τη σχετική απόφαση, τι θα πουν στον εαυτό τους; Πόσο λάθος είναι αυτή η αντίληψη φαίνεται αν την ακούσουμε να διατυπώνεται σε πρώτο πρόσωπο από τους ίδιους τους βουλευτές της επιτροπής: “δεν είναι σίγουρο ότι μπορούμε να αναζητήσουμε την αλήθεια, θα αναλωθούμε σε τοξικές αντιπαραθέσεις”. Πόσο λάθος είναι το μέτρο της ουσιαστικής κατάργησης των εργασιών της κοινοβουλευτικής διαδικασίας φαίνεται από το ότι στο μέλλον μπορεί κάποιος να επικαλεστεί τοξικότητα στις ίδιες τις συζητήσεις της Ολομέλειας της Βουλής ή να πει αυτό που είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος γενικά για τις συζητήσεις στη Βουλή, δηλ. ότι είναι “σόου”. Εκεί ποιο θα ήταν το ανάλογο μέτρο αποφυγής τους;

Λέει, μετά, ότι η παραπομπή του Υπουργού απευθείας στο δικαστικό συμβούλιο, είναι πιθανόν να κάνει και άλλους Υπουργούς να φιλοτιμηθούν και να ζητήσουν την απευθείας παραπομπή τους. Πάλι δηλ. με μια ευχή και μια ελπίδα επιδιώκεται να δημιουργηθεί ένα παράδειγμα, το οποίο θα οδηγούσε σε παραπομπή κλπ σε σχέση με το κύριο έγκλημα. Όμως, αυτό είναι θεσμικό τζογάρισμα, γιατί από πουθενά δεν προκύπτει με σιγουριά ότι θα υπάρξει τέτοια κίνηση. Να καταργήσουμε τη νόμιμη διαδικασία για να επενδύσουμε σε μια αόριστη ελπίδα αυτο-πρότασης παραπομπής.

Όμως, αν ο κοινός ανακριτής βρει στοιχεία για Υπουργό τότε αυτά θα έρθουν στη Βουλή, η Βουλή θα έχει την ευκαιρία να τον εξετάσει σε προανακριτική και να τον διώξει παραγγέλλοντας την ανάκρισή του. Αν οι βουλευτές αναλάβουν τότε την ευθύνη να τηρήσουν τα προβλεπόμενα και να παραπέμψουν τον Υπουργό που τυχόν θα ευθύνεται η υπόθεση θα διέλθει από την κοινοβουλευτική επιτροπή και θα φτάσει και πάλι στον ανακριτή. Η στάση του Τριαντόπουλου δεν προσθέτει κάτι νέο στη διαδικασία, αλλά αφαιρεί το ένα από τα δυο στάδια παραπομπής Υπουργού. Αν εδώ υπονοείται ότι αφού η συμπολιτευόμενη πλειοψηφία της Βουλής δεν έχει το “φιλότιμο” -την δήθεν πιο ελληνική λέξη- να διερευνήσει σωστά και να παραπέμψει έναν Υπουργό στον ανακριτή, τότε μόνη οδός είναι η δική του φιλοτιμία και ότι είναι καλοδεχούμενη η κίνηση Τριαντόπουλου για αυτό, παραγνωρίζεται ότι η παρούσα Βουλή, έστω υπό ειδικές περιστάσεις διαμαρτυριών, ήδη αποφάσισε να συγκροτήσει εξεταστική επιτροπή και να εξετάσει τον Τριαντόπουλο. Η “φιλοτιμία” άλλων υπουργών δεν χρειάζεται για να το ξανακάνει. Δεν είχε όμως η Επιτροπή το θάρρος να ασκήσει τα καθήκοντα που συνεπάγεται αυτή η διαδικασία, να θέσει τον δάκτυλον εις τον τύπον των πρωθυπουργικών ήλων.

Τέλος η δικαστικοποίηση της δίωξης των υπουργικών αδικημάτων, όπως συμβαίνει σήμερα στη μεγάλη πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών, είναι πράγματι ζήτημα που μπορεί να το δει όχι μια κοινή Βουλή, αλλά μια αναθεωρητική Βουλή, που έχει άλλες εξουσίες. Κι ενώ κι ο ίδιος καταλαβαίνει ότι αυτό απαιτεί αναθεώρηση του Συντάγματος, καταλήγει ότι έως τότε, η απευθείας παραπομπή, αν αποφασιστεί, θα δείξει ότι το πολιτικό μας σύστημα δεν σφυρίζει αδιάφορα μπροστά στα μηνύματα των καιρών. Όμως, αν αφήσουμε την εκάστοτε συγκυριακή πλειοψηφία να δρα και να ερμηνεύει τα πράγματα όχι με βάση τους υφιστάμενους κανόνες δικαίου, αλλά με βάση την αντίληψή της για τα μηνύματα των καιρών ή με βάση τη συζήτησή της με την Ιστορία ή με τη διαίσθησή της, το κοινό περί δικαίου αίσθημα κλπ, τότε απλά δίνουμε και άλλο περιθώριο αυθαιρεσίας στον εκάστοτε κυρίαρχο, που θα μπορεί ανάλογα με το συμφέρον του ακόμη πιο πολύ να ανακαλύπτει καταστάσεις που κατ’ αυτόν συνεπάγονται μια εξαίρεση που επιτρέπει να μην τηρήσει τους κανόνες του παιχνιδιού. Εξάλλου, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η τήρηση τόσο της προανακριτικής διαδικασίας, όσο και της ανακριτικής, όπως προβλέπεται, δεν θα συνεπαγόταν συντονισμό με τα μηνύματα της εποχής.

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι κατά βάση άλλο. Θα χάσουμε κάτι ως προς τη διερεύνηση της πράξης από την προσχηματική τήρηση της προανακριτικής διαδικασίας; Μπορεί να μην χαθεί κάτι σε σχέση με τα στοιχεία που θα αναδεικνύονταν εκεί, λόγω του ότι η πλειοψηφία της επιτροπής, όπως το έχει κάνει και άλλοτε, δεν θα επέτρεπε την εξέταση μαρτύρων και την ανάγνωση εγγράφων. Σίγουρα, όμως, με την αποδοχή από την Ολομέλεια της πρότασης δίωξης αποφασίζεται σε σχέση με μια υπόθεση ότι “πρέπει να διερευνηθεί” και στη συνέχεια μετά από τη διερεύνηση στην προανακριτική επιτροπή αποφασίζεται ότι “πρέπει να κινηθεί η ποινική δίωξη”. Δεν εξισώνονται, αναφέρονται σε διαφορετικού βαθμού ενδείξεις και η πρώτη εξυπηρετεί τη δεύτερη. Το πως θα μπορέσει ενδεχομένως ο Ανακριτής, έχοντας πρακτικά μια αναγκαστικά πιο γενική πρόταση δίωξης που θα εμφανιστεί ως “εμπεριστατωμένο” πόρισμα, να διερευνήσει και να βελτιώσει/εξειδικεύσει την κατηγορία είναι ζήτημα, δύσκολο και χρονοβόρο, το οποίο, πάντως, δεν θεραπεύει το γεγονός ότι ένα άλλο δικαστικό όργανο, δηλ. η Ολομέλεια της Βουλής, σε σχέση με προηγούμενο στοιχείο της διαδικασίας, δηλ. την άσκηση της δίωξης, θα έχει στερηθεί τη δυνατότητα να κάνει με την απαιτούμενη διαφάνεια και υπό δημοκρατικό έλεγχο ένα ολοκληρωμένο και τεκμηριωμένο έργο.

Αλλά για να μην χάσουν και άλλο την αξιοπρέπειά τους οι βουλευτές της συμπολίτευσης που συμμετέχουν σε αυτή -που άρχισαν να παραιτούνται και να την αποφεύγουν από την πρώτη στιγμή- και για να μην αποκαλυφθεί άλλη μια πρωθυπουργική αυθαιρεσία και να μην προσέλθει να εξεταστεί στην κοινοβουλευτική επιτροπή, έχει αποφασιστεί ότι θα πρέπει να απαλειφθεί ουσιαστικά ένα ολόκληρο στάδιο από τη νόμιμα προβλεπόμενη διαδικασία. Έχει επιλεγεί η αναζήτηση όχι της ουσιαστικής αλήθειας, αλλά προσχημάτων. Περίπου όπως αποφασίστηκε ο παραμερισμός πλείστων εγγυήσεων και δικαιωμάτων για να μπορεί το ίδιο κέντρο να “ακούει” όχι μόνο τα μηνύματα των καιρών, αλλά και τα μηνύματα και τις κλήσεις πολλών πολιτικών και δημοσιογράφων.

Μα, κι αυτοί οι “καιροί” αυτή τη μεθοδολογία των αυθαιρεσιών των εκάστοτε κυρίαρχων και ισχυρών είναι που περιμένουν;

*Ο Γιώργος Σάρλης είναι νομικός 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα