Προς την Ανάσταση
Γράφει ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος.
Λέξεις: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Στο σπίτι μας, πάντα βάφαμε πολλά αυγά. Από τότε που ήμουνα παιδί μέχρι και σήμερα, την Μεγάλη Τετάρτη οι γκρι χαρτονένιες καρτέλες με τα αυγά, στοιβάζονται στον πάγκο της κουζίνας σε μεγάλες ποσότητες. Τα αυγά έπρεπε να μπουν στο νερό να φουσκώσουν για να είναι έτοιμα για το βάψιμο της Κόκκινης Πέμπτης.
Όταν ήμασταν παιδιά, η μητέρα μας, συνήθιζε να βάφει διάφορα χρώματα. Κόκκινα, πράσινα, μπλε, νομίζω και κίτρινα. Εμείς πλέον βάφουμε μόνο κόκκινα.
Σηκωνόταν πολύ νωρίς και βιαζόταν να βάψει το πρώτο για να κρεμάσει το κόκκινο πανάκι στην τροχαλία που άπλωνε τις μπουγάδες, μην πει η γειτονιά ότι ήταν ανεπρόκοπη.
Περάσαμε διάφορες φάσεις. Βαφή με κρύο ή με ζεστό νερό. Βαφή εναλλακτική με φλούδια από κρεμμύδι και με παντζάρι. Ζωγράφισμα άσπρων αυγών με νερομπογιά. Η κουζίνα βρωμούσε ξύδι και βρασμένο αυγό, όταν ξυπνούσαμε, και ήμασταν μέσα στην γκρίνια γι’ αυτό.
Τα αυγά είναι ευαίσθητα και, ως παιδιά, δεχόμασταν τόσες συμβουλές για να προσέχουμε, που κινούμασταν μέσα στην κουζίνα σα να περπατούσαμε σε ναρκοπέδιο. Όταν μεγαλώσαμε λίγο, η δουλειά μας ήταν να γυαλίσουμε τα βαμμένα αυγά με ένα λαδωμένο πανί. Κολλούσαμε και χαλκομανίες που τα πρώτα χρόνια ήταν διαφανείς και τις βάζαμε με το νερό, αργότερα όμως έγιναν κανονικά αυτοκόλλητα, μέχρι που σταματήσαμε να κολλάμε και αυτές και έμειναν τα αυγά σκέτα με το κόκκινο χρώμα τους.
Κούπες και πανεράκια με αυγά, άλλαζαν χέρια με συγγενείς και κουμπάρους. «Φέτος, δεν ξέρω τι έγινε, αλλά μου έσπασαν πολλά. Δεν είναι τα τσόφλια τους όπως παλιά. Ίσως η τροφές που τα ταΐζουν…». «Δεν πειράζει. Μήπως για το αυγό το κάνουμε… Εμένα μου έφεραν από το χωριό. Είναι πιο μικρά, αλλά είναι πολύ γερά και αν δεις το κρόκο τους άλλο χρώμα βρε παιδί μου». «Και του χρόνου να είμαστε καλά. Καλή Ανάσταση».
Τα βαμμένα αυγά έμπαιναν σε μεγάλες πιατέλες και στόλιζαν το σπίτι. Το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ, που περιμέναμε να πάμε στην Ανάσταση, μας έπιανε ανυπομονησία. Για να ηρεμίσουμε, μας έβαζαν να διαλέξουμε το αυγό που θα παίρναμε μαζί μας στην εκκλησία, για να τσουγκρίσουμε μόλις ο παππάς έλεγε το Χριστός Ανέστη. Είχαμε δει, που κάποιοι δοκίμαζαν το αυγό στα δόντια τους, το κάναμε και εμείς και ας μην ξέραμε τι ακριβώς δοκιμάζαμε.
Θυμάμαι ότι μια χρονιά, εκεί στην αρχή της εφηβείας, είχα την φαεινή ιδέα να κλέψω το ξύλινο αυγό, που είχε η μητέρα μου για να μαντάρει τις κάλτσες. Βρήκα και ένα κουτάκι λαδομπογιά κόκκινη, που είχε ο παππούς μου για να βάφει τους ντενεκέδες που χρησιμοποιούσαμε ως γλάστρες στο μπαλκόνι. Έφτιαξα έτσι το υπερ-αυγό που δεν έχανε με τίποτα. Το βράδυ της Ανάστασης έκανα, κυριολεκτικά, θραύση. Δυστυχώς δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου. Οι κλεμμένες νίκες, μου έφεραν στενοχώρια αντί για χαρά. Δεν το είπα σε κανέναν για χρόνια. Η μητέρα μου σταμάτησε να ψάχνει το ξύλινο αυγό και πήρε άλλο και η ζωή συνεχίστηκε.
Έχουνε περάσει τα χρόνια. Το «αυγό», πλέον έγινε «αβγό». Τα μαλλιά πήραν χρώμα γκρίζο αλλά τα αυγά παραμένουν κόκκινα, συμβολικά βαμμένα στο χρώμα του αίματος του Χριστού.
Προσκυνοῦμεν σου τά Πάθη, Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν