Προϋποθέσεις για μία δυναμική πορεία της Θεσσαλονίκης προς τα εμπρός
Ένας Θεσσαλονικιός που εγκατέλειψε την πόλη του, ομολογεί πως, η εικόνα της, κάθε φορά που την επισκέπτεται, τον πληγώνει
Λέξεις: Λόης Λαμπριανίδης / Εικόνα: Βούλα Κωστάκη
Σαν Θεσσαλονικιός που εγκατέλειψα και εγώ την πόλη μου για να εγκατασταθώ στην Αθήνα ομολογώ πως η εικόνα κάθε φορά που την επισκέπτομαι με πληγώνει. Μια πόλη σε οικονομική υποχώρηση, όπου ανάμεσα σε κλειστά καταστήματα ξεφυτρώνουν κυρίως καφέ, φούρνοι, κτλ.
Η οικονομία της Θεσσαλονίκης την τελευταία 20ετία υπολείπεται τόσο έναντι Αθήνας αλλά και έναντι του μέσου όρου προς χώρας. Ενδεικτικά, το ΑΕΠ κατά κεφαλή της Θεσσαλονίκης είναι συνεχώς κάτω από τον μέσο όρο προς χώρας και πολύ πιο κάτω από προς Αττικής (Διάγραμμα 1). Η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία που παράγεται στη Θεσσαλονίκη είναι πάρα πολύ περιορισμένη και πολύ μικρότερη από της Αττικής (Διάγραμμα 2). Τέλος, το ποσοστό ανεργίας στη Θεσσαλονίκη είναι σταθερά υψηλότερο από της Αττικής αλλά και από τον μέρο όρο (Διάγραμμα 3).
Τα δημόσια έργα καρκινοβατούν. Έχουν περάσει δεκαεπτά χρόνια από την έναρξη υλοποίησης του μετρό και ακόμη είναι άγνωστος ο χρόνος ολοκλήρωσής του. Στο λιμάνι, πέντε χρόνια μετά την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΘ, δεν έχει ξεκινήσει καν η επέκταση του έκτου προβλήτα, έργο που σχεδιάζεται από αρχές δεκαετίας του 2000. Η παραμέληση υποδομής της βιομηχανικής περιοχής της Σίνδου και η έλλειψη πρωτοβουλιών εξυγίανσης της άτυπης βιομηχανικής συγκέντρωσης στο Καλοχώρι κάθε άλλο παρά συμβάλουν στην προσέλκυση επιχειρήσεων. Το εγχείρημα της ΔΕΘ που προκάλεσε εκτεταμένο διάλογο και ενστάσεις καρκινοβατεί σε αναζήτηση χρηματοδότησης. Η πολυδιαφημισμένη παρέμβαση στο παραλιακό μέτωπο δεν φαίνεται να υπηρετείται από ένα ολοκληρωμένο σχέδιο.
Στη συνέχεια θα επισημάνουμε τα αίτια υποχώρησης στη δυναμική της Θεσσαλονίκης και θα προτείνουμε κάποιες σκέψεις για το ξεπέρασμά.
Διάγραμμα 1: ΑΕΠ κατά κεφαλή (€ τρέχουσες τιμές)
Διάγραμμα 2: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (τρέχουσες τιμές)
Διάγραμμα 3: Μέσο ετήσιο % ανεργίας
Η υστέρηση προς Θεσσαλονίκης
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η Θεσσαλονίκη παρουσίαζε έναν δυναμισμό, αν και επίπλαστο και εύθραυστο, αφού στηριζόταν σε σημαντικό βαθμό στην παραγωγή προϊόντων έντασης εργασίας κυρίως με υπεργολαβική σχέση για τη διεθνή αγορά (φασόν έτοιμου ενδύματος κτλ.). Δηλαδή, στήριζε την ανάπτυξή σε μια οικονομία χαμηλού εργατικού κόστους, χωρίς μεγάλες προοπτικές.
Ως αποτέλεσμα, από τη δεκαετία του ’90 η οικονομία διαγράφει πορεία σχετικής αποδυνάμωσης. Αρκετές από τις δυναμικές επιχειρήσεις εξαγοράζονται και τα κεντρικά γραφεία μεταφέρονται στην Αθήνα, υπολειτουργούν ή κλείνουν, ενώ τέλος μετεγκαθίστανται στα Βαλκάνια. Καθώς το εργατικό κόστος σταδιακά αυξάνει, και ο ανταγωνισμός από φθηνότερες αγορές, και καθώς η πόλη (και η χώρα) αποτυγχάνει να αναβαθμιστεί στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, η προκύπτουσα αποβιομηχάνιση ήταν ιδιαίτερα έντονη, με αποτέλεσμα στο διάστημα 1993-2013 να μειωθεί το ποσοστό απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα από 32,3% στο 15,7%!
Παράλληλα παρατηρείται υποχώρηση πόλης σε κρίσιμα χαρακτηριστικά για την πορεία ανάπτυξης: ανεργία επιστημόνων, αδυναμία να προσελκύσει μεγάλες επιχειρήσεις και να συγκρατήσει ακόμη και έδρες των επιχειρήσεων που έχουν τη δραστηριότητά στη Θεσσαλονίκη, ενώ υποχωρεί η σημασία του λιμανιού και του αεροδρομίου Κυρίως υφίσταται μια «διπλή διαρροή»: ένα μέρος του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού φεύγει στο εξωτερικό και ένα άλλο στην Αθήνα, γιατί η προοπτική επαγγελματικής απασχόλησης και η ποιότητα ζωής στη Θεσσαλονίκη είναι κατώτερες των προσδοκιών του. Το γεγονός αυτό την οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο περαιτέρω αποδυνάμωσης γιατί σήμερα “στοιχείο – κλειδί” για την ανάπτυξη μιας οικονομίας είναι το “άυλο κεφάλαιο”, δηλαδή το ανθρώπινο δυναμικό.
Στη δεκαετία του ’90 παρουσιάζεται μια τεράστια ενδυνάμωση της Αθήνας, με τον επαναπατρισμό Ελλήνων επενδυτών (κυρίως στον τομέα της ναυτιλίας) σε εταιρείες με έδρα την Αθήνα και με την εξαγορά των δυναμικών επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης από επιχειρήσεις της Αθήνας όπου και συγκεντρώνουν τα κεντρικά γραφεία. Στην Αθήνα συγκεντρώνεται η οικονομική, η κοινωνική και η πολιτική ελίτ και η ελίτ των διαμορφωτών κοινής γνώμης καθώς και οι θεσμοί διακυβέρνησης πανελλήνιας εμβέλειας (Τράπεζα Ελλάδας, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κτλ.). Η εγγύτητα σε αυτό το εθνικο/ ουσία «αθηναϊκό» καθεστώς διακυβέρνησης συντελεί στην ευκολότερη ανάπτυξη κάποιων επιχειρήσεων της Αθήνας. Μάλιστα, με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες υπήρξε μια τεράστια ανακατανομή πόρων που οδήγησε στην εκτίναξη της Αθήνας.
Η Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να εισέλθει σε πορεία ανάπτυξης γιατί δεν αντιμετωπίζει τα διαρθρωτικά προβλήματα κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής δομής, εκτός των άλλων γιατί δεν έχει «φωνή» (είναι χαρακτηριστικό ότι δεν έχει καν μια ημερήσια εφημερίδα). Οι εγχώριοι παίκτες της Θεσσαλονίκης στερούνται κάθε μέσου εκτός από την εκπροσώπηση του τόπου διαμονής στην Αθήνα, πράγμα που οδηγεί στη στρατηγική εξάρτησης. Έτσι, η πόλη χάνει διαρκώς ευκαιρίες που δίνονται και δεν μπορεί να αξιοποιήσει ούτε τα μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει (π.χ. πανεπιστήμια, Λιμάνι, ΔΕΘ, Φεστιβάλ κινηματογράφου), ενώ συχνά καταλήγει να κυνηγά «έργα βιτρίνας» (πλατεία Αριστοτέλους, Μοδιάνο), που δεν μπορούν να αλλάξουν τη δυναμική της.
Η συρρίκνωση παραγωγικής βάσης, η γενικότερη υποχώρηση οικονομίας και κυρίως η αύξηση ανεργίας δεν οδήγησαν σε συστηματική προσπάθεια για «φυγή προς τα εμπρός» μέσω νέων πρωτοβουλιών. Αντίθετα, κυριάρχησε ο συντηρητισμός, όχι μόνο σε πολιτικό αλλά και σε οικονομικό επίπεδο: οι τοπικές επιχειρήσεις ακολούθησαν «στρατηγική» προσανατολισμένη στο φτηνό κόστος εργασίας, που οδήγησε σε έλλειψη ανταγωνιστικότητας και στην περιορισμένη ζήτηση για επιστήμονες (μια στρατηγική που σε γενικές γραμμές ακολουθείται στο σύνολο προς χώρας). Η πόλη φοβήθηκε το καινούργιο και το διαφορετικό, κλείστηκε στον εαυτό και στα παλιά «μεγαλεία», αναδεικνύοντας χαρακτηριστικά γηράσκοντάς οργανισμού.
Έτσι, ενδυναμώθηκε ο «φαύλος κύκλος υπανάπτυξης. Η Θεσσαλονίκη έχει παύσει πλεον να έχει τα χαρακτηριστικά «συμπρωτεύουσας» και τείνει να γίνει απλά η μεγαλύτερη επαρχιακή πόλη.
Νέες ευκαιρίες
Η πόλη πρέπει να αξιοποιήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα: έχει αναμφίβολα ένα πλούσιο ιστορικό παρελθόν, αξιόλογο παρόν και ιδιαίτερες δυνατότητες. Είναι πολύ καλά τοποθετημένη ώστε να αποτελεί άξονα διασύνδεσης, σταυροδρόμι και διέξοδο «προς τον κόσμο» για τη Νότια Βαλκανική. Είναι η δεύτερη σημαντικότερη πόλη της χώρας από άποψη πληθυσμιακή και οικονομική, και το σημαντικότερο: είναι μια πόλη με τρία πανεπιστήμια, το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης, την Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας, καθώς και ένα οικοσύστημα start-ups. Έχει αξιόλογα ταλέντα, ερευνητικές μονάδες και δημιουργικές επιχειρήσεις που παράγουν σπουδαία προϊόντα και υπηρεσίες ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο. Είναι μια ιδιαίτερα ζωντανή γοητευτική νεανική πόλη λόγω προς παρουσίας πολλών φοιτητών (σχεδόν 100.000) που προσδίδουν ενέργεια, συμπαγούς κέντρου, μίξης των χρήσεων, των καλών καιρικών συνθηκών κτλ.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά καθιστούν τη Θεσσαλονίκη ελκτική για την αξιοποίηση του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Έτσι, σήμερα στην πόλη υπάρχουν clusters δημιουργικής βιομηχανίας με μεγάλη επιτυχία κυρίως στον κλάδο του design (Beetroot, Dolphin κ.ά.), ενώ δραστηριοποιούνται ήδη κάποιες σημαντικές εταιρείες τεχνολογίας ντόπιων συμφερόντων (π.χ. BETA CAE, που πρωτοστατεί εδώ και δεκαετίες στην αγορά προσομοίωσης και ανάλυσης με την εισαγωγή του αυτοματισμού), έχουν δημιουργηθεί τεχνοβλαστοί (spin-offs) από το πανεπιστήμιο (π.χ. Exothermia, που δημιουργεί εργαλεία για τη βελτιστοποίηση των καταλυτών στα αυτοκίνητα). Προς, η παρουσία σημαντικού αριθμού ταλαντούχων επιστημόνων, κυρίως στον τομέα ψηφιακής τεχνολογίας και μάλιστα με συγκριτικά χαμηλές αμοιβές, αλλά και η ποιότητα ζωής που ενδιαφέρει τα υψηλόβαθμα στελέχη των πολυεθνικών που θα έρθουν στην πόλη, έχει οδηγήσει ήδη ορισμένες πολυεθνικές επιχειρήσεις να δημιουργήσουν κάποια μονάδα και στη Θεσσαλονίκη (π.χ. Accenture, Deloitte, Pfizer, Cisco, Profile Technologies, κτλ.).
Αυτή είναι μια πολύ θετική εξέλιξη, αναγκαία μεν αλλά όχι και επαρκής συνθήκη αναπτυξιακής προόδου, που θα πρέπει να υποστηριχθεί με τη μορφή αύξησης τοπικά παραγόμενης προστιθέμενης αξίας, των συνεργειών με την υπόλοιπη οικονομία, δημιουργίας σταθερών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Εδώ χρειάζεται προσοχή ώστε να μην επαναληφθούν τα προ 30ετίας λάθη. Το σχετικά ή απολύτως φτηνό εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό που παρέχει σήμερα η πόλη δεν αποτελεί σταθερή και αταλάντευτη οδό προς την ανάπτυξη. Αν καθυστερήσουμε, αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούμε να γυρίσουμε προς τα πίσω και τι συνέβη και στα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Και εδώ είναι απαραίτητη η συμβολή του κράτους, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και άλλων θεσμών, αλλά και κοινωνίας των πολιτών, γιατί απαιτείται ολοκληρωμένος αναπτυξιακός σχεδιασμός ώστε να μπορέσει να γίνει το επόμενο βήμα. Δεν πρέπει να χαθεί ακόμη μια ευκαιρία, όπως έγινε με την ανάπτυξη του φασόν ετοίμου ενδύματος όπου το κράτος ενώ διέθεσε πολλά χρήματα για την ενίσχυση του κλάδου τα διέθεσε σε λάθος κατεύθυνση (δηλ. επιχορηγήσεις για «εξαγωγές» ενώ ήταν φασόν) αντί για ενισχύσεις που θα βοηθούσαν, πατώντας σε αυτό που είχαν ήδη (stepping stone), δηλαδή φασόν για μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, να κάνουν το άλμα προς τα μπρος παράγοντας προϊόντα για τη διεθνή αγορά.
Για τη «φυγή της Θεσσαλονίκης προς τα μπρος»
Πώς θα μπορούσε η Θεσσαλονίκη να μπει σε αναπτυξιακή τροχιά συνθήκες γενικευμένης κρίσης που περνάει η χώρα; Προέχει η αξιοποίηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και δυνατοτήτων με σκοπό τη διεύρυνση του ρόλου προς, εθνικά και διεθνώς. Πρέπει να υπάρξουν πολιτικές για τη στήριξη «επαναβιομηχάνισης» προς πόλης με σύγχρονους όρους, που σταδιακά θα επιτρέψουν την αξιοποίηση και αλληλεπίδραση των καινοτομιών που παράγει το ερευνητικό σύστημα προς περιοχής (ερευνητικά κέντρα αλλά και ιδιωτικές εταιρείες). Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι νέες ευκαιρίες που ανοίγονται λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων που περιορίζουν την παγκοσμιοποίηση και οδηγούν σε «κόντεμα» των αλυσίδων αξίας. Η επινόηση των κατάλληλων κινήτρων δεν μπορεί να αφεθεί στην αποκλειστική αρμοδιότητα γραφειοκρατίας πρωτεύουσας, είναι καθήκον των κατοίκων και φορέων προς πόλης.
Η πόλη πρέπει να ξεπεράσει τον συντηρητισμό, που την οδήγησε στο πρόσφατο παρελθόν σε ματαιόδοξες και ανώφελες ρητορείες («Μητρόπολη των Βαλκανίων», «συμπρωτεύουσα»), να πάψει να είναι εσωστρεφής και να λειτουργεί φοβικά προς το «άλλο» και να επιδιώξει τη φυγή προς τα μπρος με την αξιοποίηση συνύπαρξης στην πόλη ανθρώπων από χώρες και πολιτισμούς. Μην ξεχνάμε ότι η πόλη, στη μακρόχρονη ιστορία, μεγαλουργούσε όποτε ήταν «ανοικτή στο άλλο» ενώ παράλληλα πατούσε στο δικό ένδοξο παρελθόν και παραδόσεις. Ευκαιρίες και δυνατότητες που φάνηκε να αναδύονται σε επιμέρους τομείς, και ιδίως στον τουρισμό, με πρωτοβουλίες κυρίως Δημοτικής αρχής Μπουτάρη, δεν υποστηρίζονται συστηματικά και ενεργά καθώς επανήλθε η συντηρητική και φοβική στάση ισχυρών ομάδων. Οι πρακτικές αυτές οδήγησαν στην καθυστέρηση (π.χ. μουσείο Ολοκαυτώματος, Μετρό-αρχαία Βενιζέλου και επέκταση προς τα δυτικά και το αεροδρόμιο) ή και ακύρωση σημαντικών έργων ανάπλασης προς πόλης (π.χ. πλατεία Ελευθερίας).
Κατάλληλος αναπτυξιακός συγκερασμός πρωτοβουλιών από το κέντρο και την πόλη θα ήταν η ουσιαστική αναβάθμιση του υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης ώστε να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο για την ανάπτυξη ολόκληρης προς βόρειας Ελλάδας. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης θα πρέπει να διασφαλίσει τη συνεργασία όλων των δήμων Μητροπολιτικής περιοχής ώστε να δημιουργηθεί μια κρίσιμη μάζα (πληθυσμιακή, οικονομική και πολιτική) που θα επιτρέψει στη Θεσσαλονίκη να αναδειχθεί σε ένα σημαντικό πόλο. Για παράδειγμα θα μπορούσε η μητροπολιτική διοίκηση να στήσει μια Δομή στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των startups, να ασκήσει στεγαστική πολιτική κυρίως για κάποιες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, να επεξεργασθεί και διαφημίσει ένα ελκυστικό πλαίσιο προσέλκυσης των επαναπατριζόμενων ευρωπαϊκών βιομηχανιών (π.χ. παρέχοντάς ευνοϊκές συνθήκες εγκατάστασης), κτλ.
Χρειάζεται ολοκληρωμένος σχεδιασμός για την αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της πόλης. Μετά την κατάργηση του Οργανισμού Ρυθμιστικού παρατηρούμε αυτοσχεδιασμούς και άστοχες σημειακές παρεμβάσεις που ακολουθούν απλά επιθυμίες και τα επενδυτικά σχέδια προβεβλημένων παραγόντων σε θέματα αξιοποίησης δημόσιας περιουσίας και υποδομών. Ο ρόλος της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να προκύψει αυτομάτως. Απαιτεί σχεδιασμό. Χωρίς αυτόν, τα όποια κέρδη των τελευταίων χρόνων θα διασπαθιστούν, συνέβη και στο πρόσφατο παρελθόν.
Τα διαχρονικά προβλήματα της πόλης δεν αποτελούν αίτιο αλλά αποτέλεσμα της έλλειψης διακριτού ρόλου για την πόλη. Το πραγματικό αίτιο είναι η απουσία μιας ισχυρής συμμαχίας κοινωνικών-οικονομικών-πολιτικών και πνευματικών δυνάμεων (Πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα το ΕΚΕΤΑ, ΤΕΕ, ΕΒΕΘ, HELLEXPO και επιχειρηματικός κόσμος, κοινωνία των πολιτών, κ.ο.κ.) που θα είναι σε θέση να συντονίσει τη διαμόρφωση ολοκληρωμένου Σχεδίου για την ανάπτυξή προς. Μάλιστα, στη βάση τέτοιου Σχεδίου η πόλη θα μπορούσε να διεκδικήσει σημαντικούς πόρους (από το Ταμείο Ανάκαμψης κτλ.), ώστε να διαμορφωθούν οι αρχικές συνθήκες (λ.χ. διασφάλιση υψηλής ποιότητας στρατηγικού χαρακτήρα υποδομών, μεγάλα projects η αξιοποίηση του λιμανιού και του σιδηροδρομικού δικτύου), που θα μπορούσαν να καταστήσουν τη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα γενικότερα ισχυρό κόμβο στα Βαλκάνια για την ώθηση της Θεσσαλονίκης «προς τα εμπρός».
* Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι Οικονομικός γεωγράφος, καθηγητής ΠΑΜΑΚ, π. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης
*H εξέλιξη της εταιρείας Baresquare, που ξεκίνησε ως web analytics agency της Sony Consumer Electronics και, αντί να μείνει “εξαρτημένη” σε αυτή τη σχέση, προχώρησε αξιοποιώντας τη γνώση που αποκόμισε από αυτή. Έτσι, και χωρίς να απωλέσει τον στρατηγικό αυτόν πελάτη, μετακινήθηκε εντός της αλυσίδας αξίας, διεθνοποιήθηκε και είναι πλέον μία εταιρία λογισμικού με πελάτες ακόμη και από τις ΗΠΑ.
*Π.χ. η δανέζικη ζυθοποιία Carlsberg εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία αποφάσισε να μεταφέρει από άλλα εργοστάσια της Ευρώπης μέρος της παραγωγής της στις εγκαταστάσεις της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας στη Σίνδο θα επιφέρει πολλαπλασιαστικά αναπτυξιακά αποτελέσματα, υποστηρίζοντας ένα μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων γύρω από ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών όπως χρηματοδοτικές ευκαιρίες, εξωστρέφεια, καινοτομία κ.ά Τα διαχρονικά προβλήματα της πόλης δεν αποτελούν αίτιο αλλά αποτέλεσμα της έλλειψης διακριτού ρόλου για την πόλη. Το πραγματικό αίτιο είναι η απουσία μιας ισχυρής συμμαχίας κοινωνικών-οικονομικών-πολιτικών και πνευματικών δυνάμεων (Πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα προς το ΕΚΕΤΑ, ΤΕΕ, ΕΒΕΘ, HELLEXPO και επιχειρηματικός κόσμος, κοινωνία των πολιτών, κ.ο.κ.) που θα είναι σε θέση να συντονίσει τη διαμόρφωση προς ολοκληρωμένου Σχεδίου για την ανάπτυξή προς. Μάλιστα, στη βάση προς τέτοιου Σχεδίου η πόλη θα μπορούσε να διεκδικήσει σημαντικούς πόρους (από το Ταμείο Ανάκαμψης κτλ.), ώστε να διαμορφωθούν οι αρχικές συνθήκες (λ.χ. διασφάλιση υψηλής ποιότητας στρατηγικού χαρακτήρα υποδομών, μεγάλα projects προς η αξιοποίηση του λιμανιού και του σιδηροδρομικού δικτύου), που θα μπορούσαν να καταστήσουν τη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα γενικότερα ισχυρό κόμβο στα Βαλκάνια για την ώθηση προς Θεσσαλονίκης «προς τα εμπρός».