Ψάχνοντας για δουλειά στη Θεσσαλονίκη
Η Οδύσσεια μιας άνεργης στη Θεσσαλονίκη επί μήνες...
Της Δήμητρας Καγιόγλου
Μετακομίζοντας στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησα να ψάχνω για μια περιστασιακή δουλειά. Πριν ξεκινήσω να ψάχνω οι περιπέτειες φίλων και γνωστών που προσπαθούσαν να βρουν μια δουλειά στη Θεσσαλονίκη και δεν έβρισκαν τίποτα, μου φαίνονταν υπερβολικές.
Μετά από πέντε μήνες συνεχής αναζήτησης, πολλές συνεντεύξεις και έναν εθισμό που απέκτησα με την ανάγνωση αγγελιών, μπορώ να πω πως είχαν απόλυτο δίκιο. Μακάρι να μπορούσα να γράψω στο τέλος του κειμένου πως πρόκειται για προϊόν μυθοπλασίας, αλλά δυστυχώς η κατάσταση είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Διαβάζοντας σε καθημερινή βάση αγγελίες στο διαδίκτυο, αρχικά αναρωτήθηκα αν λείπει το τελικό σίγμα από τα πληκτρολόγια αυτών που αναρτούν αγγελίες ″ζητούνται πωλήτριεσ, ζαχαροπλάστεσ, κομμώτριεσ”. Το τελικό σίγμα ήταν λες και είχε ξεχαρβαλωθεί από όλα τα πληκτρολόγια, μπορεί να’ ναι άποψη λες, μετά όμως βλέπεις το ”πωλείται″ και το ″ζητείται” γραμμένο με πέντε διαφορετικούς ορθογραφικά τρόπους και καταλαβαίνεις ότι δεν είναι.
Αν πάμε και στον τρόπο που διατυπώνονται οι αγγελίες, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα: ”ζητούνται κοπέλες για βαρ και παπ″, ”θέση εργασίας για πάρα μα πάρα πολύ εμφανίσιμη κοπέλα″, λες και δεν φτάνει από μόνο του το εμφανίσιμη ως πεδίο ορισμού. Τι ζητάνε κατά κύριο λόγο στις αγγελίες; Πωλητές ρούχων με προϋπηρεσία δυο και τριών χρόνων, baristas –τόσους πολλούς που λες πως σε κάθε νοικοκυριό αντιστοιχεί κι από ένας barista-, κοπέλες για καφετέριες και μπαρ, άτομα για delivery με δικό τους μηχανάκι ή αυτοκίνητο. Φυσικά βρίθουν οι αγγελίες που ζητούν άτομα για τηλεφωνικά κέντρα, η νέα μας θλιβερή μόδα. Σε ελάχιστες περιπτώσεις στις αγγελίες αναφέρονται τα ονόματα των μαγαζιών, των καταστημάτων και των εταιριών που ζητάνε προσωπικό, λες και πρόκειται για μυστικό και αν σε καλέσουν για συνέντευξη θα σου δέσουν τα μάτια και θα σε πάνε αυτοί στο μέρος, γιατί δεν πρέπει να μάθεις πού είναι.
Ας προχωρήσουμε όμως στις εμπειρίες που αποκόμισα ψάχνοντας για δουλειά στη Θεσσαλονίκη. Αρχικά μπήκα σε ένα μαγαζί με ρούχα και μπιζού που απ ‘έξω υπήρχε μια αγγελία με μεγάλα γράμματα. Μπαίνοντας μέσα μου ήρθε μια μυρωδιά, στο μαγαζί έκαιγαν λιβάνι, πιο μέσα αχνοφαινόταν ο ιδιοκτήτης που καθόταν αραγμένος σε μια καρέκλα και έκανε τσιγάρο. Κοιτάει το βιογραφικό μου, «μάλιστα» μου λέει και συνεχίζει «θα τα πάμε μια χαρά νομίζω, αρκεί να είσαι εχέμυθη, είσαι;». «Εντάξει αν κρύβετε κανένα πτώμα στην αποθήκη θα το πω» του λέω κι εκείνος με ξινισμένο ύφος και χωρίς καμιά υπόνοια μειδιάματος μου είπε πως θα επικοινωνήσει στο τηλέφωνο μαζί μου. Εκείνη την ώρα ένιωσα ότι το χιούμορ μου από τον πομπό μέχρι τον δέκτη πυροβολήθηκε εν ψυχρώ δέκα φορές και δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στον δέκτη. Φυσικά δεν με πήρε ποτέ τηλέφωνο.
Δυο μέρες μετά περπατώντας στην Ναυαρίνου, βλέπω έξω από ένα μαγαζί με εκκλησιαστικά είδη αγγελία: “ζητείται πωλήτρια”. Από τη μία ήταν ό,τι πιο μακρινό από την ιδιοσυστασία μου, από την άλλη όμως θα μπορούσα να γεμίσω βιβλίο με εμπειρίες ικανοποιώντας παράλληλα την περιέργειά μου, οπότε μπήκα. «Καλησπέρα, είδα την αγγελία σας και με ενδιαφέρει», λέω με ύφος αποτυχημένης Αγίας. «Ναι θέλουμε μια πωλήτρια για τα εκκλησιαστικά μας είδη, για το παράρτημά μας στη Μύκονο», μου απαντά με ύφος επιτυχημένης Αγίας. Καμπάνες ηχούν στα αυτιά μου, χερουβείμ περνούν σαν ταινία από μπροστά μου. «Στη Μύκονο;», ρωτάω μήπως κι έκανα κάποιο λάθος. «Ναι πάει πολύ καλά εκεί το μαγαζί μας». «Έγινε, ευχαριστώ, εγώ έψαχνα κάτι για μέσα στην πόλη, καλές δουλειές». «Η Παναγιά μαζί σου».
Οι μέρες περνούσαν. Έχοντας στείλει emails σε διάφορες δουλειές, ακόμα και στον εαυτό μου για να δω αν λειτουργεί το ταχυδρομείο μου ή αν έχουν κολλήσει τα email μου και δεν βρίσκουν τον παραλήπτη τους, με κάλεσαν σε μια συνέντευξη που υποτίθεται πως ήταν για γραμματειακή υποστήριξη. Πηγαίνω σε μια πολυκατοικία στον Βαρδάρη. Χτυπάω το κουδούνι, μου ανοίγει μια κοπέλα και μου λέει να περιμένω την “κυρία δείνα”. Με το που κοιτάω τριγύρω, βλέπω μικροσκοπικά γραφεία, γυναίκες καταϊδρωμένες να ξεφυσάνε και να μιλάνε στο τηλέφωνο χωρίς να παίρνουν ανάσα. Παράλληλα, τα τηλέφωνα χτυπάνε αδιάκοπα το καθένα με διαφορετικό ήχο. «Ελάτε, περάστε!», με καλωσορίζει η “κυρία δείνα”. Κάθεται στο γραφείο της και μου κάνει διάφορες ερωτήσεις. «Κοίταξε Δήμητρα», μου λέει γυρνώντας το κατευθείαν στον ενικό που είχε από τα γεννοφάσκια της, «πρόκειται για μια τεράστια ευκαιρία». «Σε λάθος συνέντευξη θα ήρθα», σκέφτομαι. Εκείνη όμως συνεχίζει, «θα προσπαθείς να φέρεις πελάτες στην εταιρία μας, θα βγάζεις όσα χρήματα θέλεις, θα έχεις και bonus, πολλά bonus!». Ήταν εν ολίγοις σαν να είχαμε από πίσω για μουσική υπόκρουση το “Money” κι αυτή μού έκανε τη Liza Minnelli τραγουδώντας και υποδεικνύοντάς μου το motto της εταιρίας:“money makes the world go round”. «Για να σου μιλήσω και πιο συγκεκριμένα, η δουλειά είναι από τις 9 μέχρι τις 4, παίρνετε 12 ευρώ και πρέπει να κάνετε έστω μια πώληση την ημέρα. Δουλεύουμε Δευτέρα με Σάββατο, αλλά το Σάββατο δεν πληρωνόμαστε».
Με το που βλέπει ότι παίρνω ανάσα για να πω κάτι, συνεχίζει: «επίτρεψέ μου να σου εξηγήσω, δεν το κάνουμε για να εκμεταλλευτούμε τους εργαζόμενούς μας, το κάνουμε για εσάς, σε περίπτωση που δεν έχετε κάνει κάποια πώληση τις προηγούμενες ημέρες, σας δίνουμε την ευκαιρία να την κάνετε το Σάββατο». Όντας πια σίγουρη πως δεν με ενδιαφέρει η δουλειά την ρωτάω :«Δηλαδή αν έχω κάνει τις πωλήσεις μου τις προηγούμενες μέρες δεν χρειάζεται να έρθω το Σάββατο». «Ε… όχι πρέπει να έρθετε». «Άρα είναι εκμετάλλευση» της απαντώ. «Δεν σας βολεύει το Σάββατο;». «Δεν με βολεύει η συγκεκριμένη δουλειά».
Φεύγοντας κοίταξα φευγαλέα τις γυναίκες που δούλευαν εκεί, σίγουρα θα έχουν πολύ σοβαρούς λόγους για να βρίσκονται σε τέτοιο περιβάλλον. Με κοιτά μια κυρία και είναι σαν να μου λέει με τα μάτια της «εξαφανίσου όσο προλαβαίνεις». Κι έτσι κι έγινε.
Όμως οι υποψήφιοι εργοδότες μου δεν σταμάτησαν να με εκπλήσσουν. Λίγες μέρες μετά διάβασα μια αγγελία, έστειλα κάποια στοιχεία μου και ζήτησα περισσότερες λεπτομέρειες για τη δουλειά. Η συνέχεια ήταν αναπάντεχη. Λαμβάνω ένα email που πάει κάπως έτσι: «γεια σου κορίτσι μου, ας μιλήσουμε καλύτερα στο τηλέφωνο για τη δουλειά». Δεν απαντάω. Έρχονται άλλα τρία email για να επικοινωνήσω μαζί του, συνεχίζω να μην απαντάω και τελικά μου στέλνει περί τίνος πρόκειται η δουλειά. «Είμαι καλό άτομο μη φοβάσαι. Η εργασία αφορά ερωτικές υπηρεσίες σε άντρες, γυναίκες και ζευγάρια κατόπιν αμοιβής ανά ραντεβού. Οι πελάτες είναι εύκολοι τους ξέρω και δεν υπάρχει θέμα ούτε να φοβάσαι ούτε τίποτα. Θα σε πηγαίνω εγώ στα ραντεβού και θα σε φέρνω πίσω σπίτι σου. Οπότε δεν εκτίθεσαι ούτε σε ταξιτζήδες. Θα είναι ήσυχο το κεφάλι σου από όλες τις απόψεις. Έχει χρήμα αρκεί να το θελήσεις. Περιμένω νέα σου». Τότε ένας φίλος μου μού δείχνει ένα ξεκαρδιστικό βίντεο με τίτλο:“This is what happens when you reply to spam email|James Veitch″ και αποφασίζω να το τραβήξω για να δω μέχρι πού θα φτάσει. «Πόσα;» του απαντάω μονολεκτικά. «Τι πόσα; Δεν κατάλαβα. Κάνε μου τηλέφωνο να μιλήσουμε σαν άνθρωποι να συμφωνήσουμε». Εκείνη την ώρα σκέφτηκα πως πρέπει να απαντήσω κάτι τραβηγμένο για να καταλάβει ότι αστειεύομαι και να σταματήσει τη συζήτηση: «Παίρνω 300 ευρώ το ραντεβού γιατί απαγγέλω και ποίηση την ώρα της πράξης. Πιο χαμηλά δεν μπορώ να πέσω. Δε βγαίνω», του λέω. Αλλά αυτός συνέχισε: «Στείλε φωτό σου ντυμένη όπως θα παρουσιάζεσαι στον πελάτη ολόσωμες μπρος και πίσω όπως και ολόσωμες γυμνές μπρος και πίσω». Έχω την αίσθηση ότι αυτή η συζήτηση θα μπορούσε να συνεχιστεί, αλλά σε αυτό το σημείο σταμάτησα να του απαντάω.
Επίσης σταμάτησα να ψάχνω και για δουλειά. Θέλοντας όμως να μάθω για τις ευκαιρίες που έχουν οι νέοι άνθρωποι στη Θεσσαλονίκη συνέχισα να ψάχνω. Παράλληλα μιλούσα με συνομήλικούς μου που έψαχναν ή που είχαν βρει κάποια δουλειά που τους έτρωγε το μεδούλι. Όπως για παράδειγμα διανομέας φυλλαδίων από τις 4 τα χαράματα ως τη μία το μεσημέρι. Ο στόχος; Mέχρι να πέσει ο ήλιος να έχει γεμίσει η Τσιμισκή και η Αριστοτέλους με πεταμένα διαφημιστικά φυλλάδια. Ή εργασία σε ινστιτούτα ομορφιάς, όχι μέσα σε αυτά αλλά έξω στο δρόμο χρησιμοποιώντας δεκάδες φορές την ημέρα την φράση «έχετε μισό λεπτάκι;» κι άλλες τόσες επικοινωνιακές τεχνικές. Τα νεαρά κορίτσια σου δίνουν δωρεάν κουπόνια για το «επαναστατικό μηχάνημα» που θα σε κάνει αγνώριστη, σε πάνε πάνω γιατί η προσφορά λήγει και δες πως τα φέρνει η ζωή, είσαι από τους τελευταίους που θα την απολαύσουν. Μετά θα σου κάνουν μια μέτρηση και θα σου πουν ένα: «γρήγορα στο επαναστατικό μηχάνημα», λες και σου έχουν βρει καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο. Ή έξω από τα αρωματοπωλεία «να σας ψεκάσουμε;» κι ενώ κάθε φορά νιώθεις σαν κατσαρίδα με αυτή τη φράση, κάθεσαι και γεμίζεις τα χέρια σου πατσουλί γιατί ίσως το κορίτσι πληρωθεί στο τέλος του μήνα.
Έχουμε μόλις τελειώσει τις σπουδές μας και είναι αυτές οι αγγελίες με τις οποίες ερχόμαστε αντιμέτωποι. Το καλό με το να ψάχνεις δουλειά είναι πως συνειδητοποιείς το μέγεθος του προβλήματος, ξεκαθαρίζεις μέσα σου τι θέλεις να κάνεις και τι δεν θέλεις να κάνεις. Μπορείς να πεις τουλάχιστον πως προσπάθησες και δεν δέχτηκες de facto πως υπάρχει ανεργία. Οι ουρές στον ΟΑΕΔ που περιμένουν για την κάρτα ανεργίας βγάζουν περισσότερο νόημα τώρα, όπως και η επιλογή των νέων να κάνουν μεταπτυχιακό με το που τελειώνουν τις σπουδές τους. Συνειδητοποιώ πόσες αποτυχημένες συνεντεύξεις έχουμε να δώσουμε ακόμη. Τις προσδοκώ, τις ορέγομαι σαν επιβεβαίωση των μετέπειτα επιλογών μας, σαν προοικονομία της επικείμενης εργασιακής μας τέρψης.