Parallax View

«Ψιτ, το ονοματάκι σου;»

Λίγα λόγια για το φαινόμενο του catcalling. Η παρενόχληση αυτού του είδους αναφέρεται κυρίως σε ακατάλληλα και κακοποιητικά σχόλια άγνωστων ανδρών.

Ειρήνη Περπερίδου
ψιτ-το-ονοματάκι-σου-1035871
Ειρήνη Περπερίδου

Το catcalling αποτελεί μια εκτεταμένη μορφή έμφυλης διάκρισης. Το φαινόμενο αποδίδεται στην ελληνική γλώσσα ως σεξουαλική παρενόχληση που λαμβάνει χώρα στο δρόμο ή σε δημόσιο χώρο (street harassment).

Η παρενόχληση αυτού του είδους αναφέρεται κυρίως σε ακατάλληλα και κακοποιητικά σχόλια άγνωστων ανδρών, αναφορικά με το σώμα, τη σεξουαλικότητα ή εν γένει με την εμφάνιση των κοριτσιών και των γυναικών. Η αντικειμενοποίηση της γυναικείας προσωπικότητας, ως μέσο επιτέλεσης κάποιου πατριαρχικού σκοπού, υποδηλώνει μεταξύ άλλων την κοινωνική λειτουργία (performance) της γλώσσας, η οποία κατασκευάζοντας νοήματα, αντανακλά τις βαθειά εμπεδωμένες κοινωνικές πεποιθήσεις. Σύμφωνα με έρευνα του Cornell University, το 85% των γυναικών στις ΗΠΑ έχουν δεχθεί catcalling, πριν από την ηλικία των 17 ετών!  Επιπλέον, πέραν από τις κύριες αποδέκτριες των πρακτικών αυτών, παρενοχλητικά σχόλια υφίστανται και queer άτομα.  Οι ομοφοβικές επιθέσεις σε δημόσιο χώρο αποτελούν ακόμη μια έκφανση του φαινομένου αυτού

Η λεκτική κακοποίηση αφορά προσβλητικά, κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου σχόλια, ή και σφυρίγματα. Στην εξίσωση θα πρέπει να προστεθεί και ο παράγοντας του έντονου ανδρικού βλέμματος (male gaze), εκείνου του εξουσιαστικού βλέμματος που γδύνει κορίτσια και γυναίκες. Πέραν όμως της εκφοράς κακοποιητικών σχολίων, η παραβίαση εκτείνεται σε άσεμνες χειρονομίες ή και παράνομα αγγίγματα. Οι ενέργειες αυτές είναι σαφώς μη συναινετικές, καθώς παραβιάζουν την ελεύθερη έκφραση της προσωπικότητας του ατόμου. Υπάρχει, βέβαια περίπτωση να παραβιάζουν και τη σωματική ακεραιότητα του ατόμου, ανάλογα με το είδος της πράξης. Τα τελευταία χρόνια, η δημοσία αναφορά σε προσωπικά βιώματα δεκτριών/-ων, οι οποίες/-οι έχουν βιώσει τις άμεσες επιπτώσεις του φαινομένου και επιθυμούν πια να σπάσουν τον κύκλο σιωπής και ντροπής, έχουν δώσει νέα δυναμική στην ορατότητα της έμφυλης κακοποίησης

Ας αναφέρουμε τα πραγματικά περιστατικά δυο καθημερινών παραδειγμάτων. Το πρώτο είναι πρόσφατο και προέρχεται από την προσωπική μου συλλογή! Επιστρέφαμε με μια πολύ καλή μου φίλη από την παράσταση  «Τρωάδες» στο Θέατρο Δάσους, ήταν Παρασκευή βράδυ περίπου 1. 30 π.μ, όταν βαδίζαμε στην Αγγελάκη στο ύψος της Δ.Ε.Θ. και κάποιοι άγνωστοι άνδρες από διερχόμενο αυτοκίνητο, μας κοίταξαν και ο ένας έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο του συνοδηγού και φώναξε «ξεκώλια». 

Η φίλη μου είπε «Ειρήνη, έλα να βγάλουμε φωτογραφία τι φοράμε», ως ένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίζει η ενάγουσα σε μια ποινική δίκη, ώστε να αποδείξει πως δεν είναι «τρελή», όπως η πατριαρχία της χρεώνει από τότε που θυμάται την εαυτή της, «Ιδού έχουμε τα πειστήρια, δεν το βγάζουμε από το μυαλό μας», είναι αλήθεια! Η διαχείριση του περιστατικού έκλεισε με γέλια, καθώς είχαμε η μια την άλλη καταφέραμε να γυρίσουμε την κατάσταση με το μέρος μας! Μοιραστήκαμε το βίωμα και την αντίδραση και έτσι δεν αισθανθήκαμε τελικά ντροπή ή φόβο.

Αλλά τελικά τι σημασία είχε τι φορούσαμε και που πηγαίναμε ή από που είχαμε έρθει; Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος που καλούμαστε να απαντήσουμε για την ενδυματολογική μας επιλογή και την ώρα που βγαίνουμε έξω;  Ή θα πρέπει να φοράμε συγκεκριμένα ρούχα-συγκεκριμένες ώρες; Όχι! Το ζήτημα βρίσκεται αλλού, ας μην παραπλανούμαστε: δύο περαστικοί άνδρες θεώρησαν πως είχαν την εξουσία να σχολιάσουν και να χαρακτηρίσουν δυο τυχαίες  γυναίκες στο κέντρο της πόλης!

Ένα αντίστοιχο περιστατικό είχα δει κατά τύχη διερχόμενη από την οδό Σβώλου, όταν ένας μεσήλικας σχολίασε με απρεπές τρόπο την εμφάνιση μιας ανήλικης κοπέλας, η οποία μάλιστα συνοδευόταν από τους γονείς της! Ο πατέρας της, αντί να σχολιάσει την αήθη συμπεριφορά του άγνωστου άνδρα, να διαμαρτυρηθεί για την πράξη και να καταφέρθηκε κατά του αγνώστου άνδρα, επέλεξε τελικά να φωνάξει στην κόρη του δημοσίως: «Αναστασία, αυτό είναι που θέλεις;»

Αντί να κατονομάζουμε την παραβίαση και το δράστη, επιλέγουμε ως κοινωνία και γονείς να στιγματίζουμε και να κατηγορούμε την αποδέκτρια για την εξωτερική της εμφάνιση και την σεξουαλικότητά της. Αλήθεια, ποιο είναι το μήνυμα που πέρασε εκείνος ο πατέρας στην νεαρή κοπέλα; Κρύψε τη θηλυκότητά σου και αισθάνσου ενοχή και ντροπή για την πράξη ενός άγνωστου! Ανέλαβε εσύ την ευθύνη για την κακοποιητική πράξη ενός τρίτου! Πως λοιπόν αλλάζουμε ως κοινωνία, όταν εξακολουθούμε να μεγαλώνουμε τις θηλυκότητες, υπό τον ελεγκτικό μηχανισμό της πατριαρχίας; Πως οι θηλυκότητες θα αποκτήσουν μια καλή σχέση με το σώμα και τη σεξουαλικότητάς τους, όταν αυτά τα θέματα καλύπτονται με ένα πέπλο σιωπής; 

Επιλέγω να περιγράφω την ενέργεια αυτή ως μια μορφή πατριαρχικής εξουσίας, διότι αποτελεί μια φυσικοποιημένη πράξη που αν και αντιβαίνει στο σεβασμό της προσωπικότητας του ανθρώπου και στην ακώλυτη άσκηση της ελεύθερης βούλησης, παρ’  όλα ταύτα συμβαίνει κατά κόρον στην ελληνική κοινωνία. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η επιλογή της νομοθέτριας/του νομοθέτη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία να  ρυθμίσουν σε ειδική ποινική διάταξη τις κυρωτικές συνέπειες της παράνομης αυτής πράξης.  Ευτυχώς ή δυστυχώς, όπως αποδεικνύουν και οι στατιστικές έρευνες του Ο.Η.Ε κύριες αποδέκτριες των παραβιαστικών αυτών είναι θηλυκότητες, όλων των ηλικιών, όπως επίσης και queer άτομα! 

Το φαινόμενο αυτό αποτελεί μια απόδειξη του επιτελεστικού και λειτουργικού μοντέλου της πατριαρχικής θέσμισης της κοινωνίας, όπου ο άμεσος ή έμμεσος χαρακτηρισμός των θηλυκοτήτων ως «αδύναμα και υποδεέστερα» πλάσματα, συνδυαστικά με την σεξουαλική αντικειμενοποίηση τους, ως επιθυμητικών μηχανών, έδωσε το αυθαίρετο «δικαίωμα» στους  ετερόφυλους -κυρίως- άνδρες κάθε ηλικίας να προβάλλουν την δική τους σεξουαλική επιθυμία σε κάθε άγνωστη γυναίκα. Ή να σχολιάσουν για οποιοδήποτε λόγο μια διερχόμενη γυναίκα.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον ήταν το κοινωνικό πείραμα της Chandler Juliet στην Αμερική, όπου η ίδια έκανε catcalling σε διερχόμενους άνδρες. Οι αντιδράσεις των ανδρών ήταν σαφώς διαφοροποιημένες, καθώς δεν υπήρχε η αίσθηση απειλής ή φόβου για τη σωματική τους ακεραιότητα. Μερικοί έδειξαν αμήχανοι, αλλά οι περισσότεροι εξέλαβαν το σχόλιο της γυναίκας, ως κομπλιμέντο. Ήταν όντως, όμως; Αν και στο συγκεκριμένο πείραμα, η γυναίκα δεν ήταν ούτε επιθετική ούτε προσβλητική, γεγονός που συνδυαστικά με το φύλο της δεν την κατέστησε έναν άμεσο κίνδυνο στα μάτια των διερχόμενων ανδρών, παρ’ όλα ταύτα ακόμη και η θετική ανάγνωση των σχολίων αν εξετασθεί υπό τη σκοπιά των πατριαρχικών πεποιθήσεων προσφέρει πλούσιες παρατηρήσεις. Συγκεκριμένα, ενώ οι θηλυκότητες θα εκλάβουν με φόβο -και δικαιολογημένα- τα προκλητικά σχόλια των διερχόμενων ανδρών, αντίθετα οι  αρρενωπότητες, οι οποίες κατά γενική ομολογία είναι συνηθισμένες από την πατριαρχική κουλτούρα να τροφοδοτούν με θετικές δηλώσεις το εγωικό τους κομμάτι, κολακεύονται τελικά από τέτοιου είδους σχόλια.

Όμως, τελικά η εξαγωγή γενικευμένων συμπερασμάτων θα ήταν εσφαλμένη και άστοχη, διότι η κοινωνική επιτέλεση του φύλου είναι διαφορετική, καθώς η αμιγώς πατριαρχική ρύθμιση της κοινωνίας απέδωσε ιδιαίτερα αυξημένη ισχύ ειδικά στους ετερόφυλους άνδρες, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να λαμβάνονται ως αδύναμες και υποτελείς, βιώνοντας συχνά σωματική και ψυχολογική ανασφάλεια. Με πρόφαση τη βιολογική δύναμη και τη σωματική υπεροχή των ανδρών, οι γυναίκες εγκλωβίστηκαν σε έναν νομιναλιστικό- νατουραλιστικό ρόλο. Το μήνυμα ήταν σαφές:  οι άνδρες υπερτερούν λόγω των μυϊκών τους χαρακτηριστικών και φέρουν γι αυτό το λόγο κοινωνικό προβόδωμα και εξουσία επί των δικών τους ζωών και σωμάτων. 

Επομένως, το πείραμα αυτό αποδεικνύει ό,τι ο τρόπος επικοινωνίας, η συχνότητα, το περιεχόμενο των σχολίων, το εύρος και το είδος της παραβίασης αποτελούν κύριοι παράγοντες για την αξιόλογη μιας πράξης, ως παράνομης. Όμως, πέραν της εξατομικευμένης κρίσης μιας ενέργειας, είναι χρήσιμο να εξετασθεί παράλληλα και το περιρρέον κοινωνικό πλαίσιο ανατροφής. διαπαιδαγώγησης και δράσης των ανθρώπων. 

Παρά τη συλλογική προσπάθεια αποτίναξης ρατσιστικών και σεξιστικών πεποιθήσεων, οι επιθέσεις κατά των γυναικών εξακολουθούν να αποτελούν ένα σύνηθες φαινόμενο, το οποίο συχνά φυσικοποιείται ακόμη και από τις ίδιες, ως τρόπου άμυνας έναντι της γενικευμένης παραβίασης που υφίστανται. Μάλιστα, ο Γενικός Διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) Dr. Tedros Adhanom Ghebreyesus έκανε λόγω για πανδημική εξάπλωση των περιστατικών έμφυλης βίας, ειδικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας του COVID-19. Ευτυχώς ή δυστυχώς ακόμη και σήμερα η ζωές των γυναικών αποτιμώνται διαφορετικά. Αυτό γίνεται αντιληπτό ιδιαίτερα από την αύξηση των περιστατικών βίας κατά των θηλυκοτήτων και την διακριτική μεταχείριση τους τόσο στην δημόσια, όσο και στην ιδιωτική σφαίρα.

Σε διάφορες δημόσιες ή κατ’ ιδίαν συζητήσεις με θηλυκότητες, ακούω συχνά να διατυπώνεται η άποψη ότι «Δεν μου κάνουν πια εντύπωση. Γιατί να αντιδράσω, είναι παντού; Απλά δεν δίνω σημασία!». Η καθεμία δρα διαφορετικά, δεν υπάρχει σωστή αντιμετώπιση. Αυτό που μετρά είναι όποια μορφής απόκριση και αν επιλέξουμε να αισθανόμαστε εμείς πρώτα από όλα ασφαλείς!

 Μπορεί συχνά να υποστηρίζουμε ότι «Προτιμώ απλά να αδιαφορώ ή προσπερνώ τέτοιες συμπεριφορές», οι οποίες είναι ιδιαίτερα συχνές στο διάβα της γυναικείας ζωής, όμως διατηρώ επιφυλάξεις, εάν υποσυνείδητα οι κακοποιητικές αυτές πρακτικές τελικά δεν μας επηρεάζουν ή έστω δεν εγγράφονται μέσα μας. Σίγουρα, η συνεχής ενασχόληση και δράση έναντι παραβιαστικών συμπεριφορών αποτελεί μια δύσκολη και επίπονη επιλογή, αλλά η δύναμη του να ονοματίζουμε, να δίνουμε ορατότητα, ώστε να μην χρεωνόμαστε και να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για την πράξη τρίτων προσώπων, αποτελεί μια απελευθερωτική πράξη, η οποία σε ένα πρώτο επίπεδο δρα ενισχυτικά για τις εαυτές μας και έπειτα συμβάλλει στη συλλογική ενδυνάμωση των θηλυκοτήτων. Η τελική όμως επιλογή είναι καθαρά δική σας!

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα