Πτήσεις στην Οδό Κάστρων

Και σκέψεις για τα αντικείμενα που απώλεσαν την παλιά τους ιδιότητα και τώρα ζουν ξέμπαρκα.

Χρήστος Ωραιόπουλος
πτήσεις-στην-οδό-κάστρων-766546
Χρήστος Ωραιόπουλος

καστρα

Κατεβαίνω προς το Κέντρο. Από ψηλά, απ’ το Επταπύργιο λίγο πάνω από το Γεντί Κουλέ. Το έκανα συχνά, στην αρχή για να πάω στη σχολή και έπειτα απλώς για να κατέβω στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Τότε επειδή βιαζόμουν έκοβα δρόμο από σκάλες που έκοβαν δρόμους και σε γλίτωναν από τη σαλιγκαρένια πορεία της διαδρομής για αυτοκίνητα. Η πορεία αυτή με οδηγούσε στο δρομάκι εκείνο που κείται παραπλεύρως και παραλλήλως τόσο στην οδό Ελ. Ζωγράφου όσο και στο μεγαλύτερο ίσως κομμάτι των ανατολικών τειχών, στο ύψος ακριβώς απέναντι από το 7ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης.  

Πάντα σε εκείνα τα σκαλάκια με την πλατιά επιφάνεια αμφιταλαντευόμουν και αμφιταλαντεύομαι αν πρέπει να κάνω ένα βήμα εντός του σκαλοπατιού ή αν πρέπει να τα κατέβω με αέρα εναλλάσσοντας πόδι και σκαλοπάτι, πόδι και σκαλοπάτι. Καθώς τελειώνει αυτή η επίπονη για τα γόνατα κατάβαση πρέπει να κατέβει κανείς από την ωραία εκείνη φιλόξενη πορεία από τα σκαλάκια προς το δρόμο, όπου στα πεζοδρόμια έχει πάντα παρκαρισμένα και στις δυο μεριές με το μισό αμάξι να τα έχει καβαλήσει, αναγκάζοντας τους πεζούς είτε να βγαίνουν από έξω εκτεθειμένοι κυριολεκτικά στη μέση του δρόμου ή να περνούν ανά δέκα βήματα στην άλλη πλευρά γιατί είναι ακατόρθωτο να χωρέσουν στα οριακά περάσματα που επιτρέπουν τα παρκαρισμένα. 

Όταν τελειώνει αυτή η δοκιμασία, αυτή η πίστα στην κατηφόρα της Θεσσαλονίκης, η Ελένης Ζωγράφου κάνει μια καλοσμιλεμένη καμπή. Σχηματικά μόνο γιατί στο σημείο εκείνο το οδόστρωμα είναι από τα χειρότερα για τα αυτοκίνητα, καθώς τυγχάνει και το πιο αποκαλυπτικό του παλαιού ιστορικού και πανέμορφου οδοστρώματος, που με μια νέα ανάπλαση επιθυμεί ο Δήμος να εμφανίσει και να είναι το κυρίαρχο το παλιό. Τώρα υπάρχουν σποραδικά μικρά κομματάκια που στο τράνταγμα ισοδυναμούν με λακ(κ)ούβες ενός μόνιμα σκαμμένου δρόμου. 

Ως διαβάτης στο σημείο εκείνο αναγκαζόμουν να ακολουθώ πάντα την πορεία του δρόμου, δηλαδή να στρίβω να περνώ από την είσοδο του νοσοκομείου «Άγιος Δημήτριος», ριψοκινδυνεύοντας λίγο με τη διάθεση των οδηγών και το πώς θα έπαιρναν τη στροφή, λίγο παρακάτω να προσπαθούσα να συνεννοηθώ με ταξιτζήδες ώστε να με αφήσουν να περάσω για να καταλήξω στο μικρό πεζοδρόμιο που στη διασταύρωση δυο ανθρώπων, ο ένας, ο πιο ευγενικός ή ο πιο νέος πρέπει να κατέβει στο δρόμο. Από την άλλη μεριά δεν υπάρχει πεζοδρόμιο. Το μόνο ίσως παρηγορητικό ιστορικά και κάπως μακάβριο αν το σκεφτείς είναι ότι το αποστεωμένο αυτό πεζοδρόμιο τραβάει δρόμο ανάμεσα σε τρία νεκροταφεία. Σύρριζα στο τειχάκι των μεγάλων νεκροταφείων της Ευαγγελίστριας, αλλά και του επτασφράγιστου και παρατημένου αρχαίου ανατολικού κοιμητηρίου και από την άλλη στέκει το αρμένικο, ώσπου να καταλήξει ο δρομάκος μας στον κεντρικό που συναντώνται τρεις ποταμοί, η Ολυμπιάδος, η Κασσάνδρου και η Αγίου Δημητρίου, εκεί που αρχίζει μια αλλιώτικα φορτισμένη ζωή. 

Σήμερα βρίσκομαι πάλι απέναντι από το 7ο και κοιτάζω τον ουρανό πάνω από τη θάλασσα. Η αυλή αυτού του σχολείου επιμένει και κατορθώνει να είναι πάντα γεμάτη. Είτε πρωί, είτε απόγευμα, είτε Παρασκευή, είτε Κυριακή, είτε με πανδημία είτε χωρίς τα παιχνίδια πρέπει να γίνουν. Μπράβο στα παιδιά. Κατεβαίνω πάλι τα σκαλοπάτια με το ίδιο βαδιστικό δίλημμα. Δεν είναι τόσο πολύ αυτό το θέμα βέβαια, αλλά το ότι κατεβαίνω τα σκαλοπάτια και δεν παίρνω κι εγώ τη στροφή των αυτοκινήτων και του δρόμου. Ένα άλλο δρομάκι τώρα, που παλιά έστεκε εκεί παρατημένο, χωματόδρομος με πλήθος εική και ως έτυχε παρκαρισμένων, σκουπιδιών, λαμαρινών και άλλων, έχει πάνω στη στροφή την είσοδό του. Ένα δρομάκι που με την ανάπλαση που δέχθηκε και τελείωσε πρόσφατα, ανάπλαση βέβαια που κινήθηκε επί της δημαρχίας Μπουτάρη και αποτελεί δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, έγινε από τους πιο ζωντανούς  και ιστορικούς ‘’πεζοδρόμους’’ της πόλης. Παράλληλα με ένα μεγάλο κομμάτι των ανατολικών τειχών νέοι πίνουν τον πρωινό ή απογευματινό καφέ τους συζητώντας, κυρίες και κύριοι λίγο μετά τα πενήντα περπατούν, άνθρωποι με τα σκυλάκια τους τα λένε και γνωρίζονται όσο αυτά παίζουν και εμείς οι διαβάτες δεν περπατάμε απλά και μόνο για να κόψουμε δρόμο ή να φτάσουμε κάπου. 

Πριν με υποδεχθούν οι λευκές πλάκες των κοιμητηρίων που φαίνονται από ψηλά, με προλαβαίνει ο μασκοφορεμένος και τηρών τα μέτρα γάιδαρος, σκαρφαλωμένος προς τον ουρανό. Καθώς τον βλέπω διψασμένο για κάτι παραπάνω, παρά τις συνθήκες, φταίει που πλέον ζει σε ένα ζωντανό μέρος και όχι σε μια παρατημένη αλάνα χώματος, τον φαντάζομαι σε προηγούμενες εποχές κλεισμένο κάπου μέσα μη ξέροντας πως είναι παραέξω ή προς τα πάνω. 

Θα πρέπει -σκέφτομαι- κάποια στιγμή, άμεσα για την ακρίβεια, να σκαρωθεί ένα βιβλίο είτε σε στυλ εγχειριδίου, είτε λευκώματος είτε σε ημερολογιακή γραφή που θα μιλά για την αρχιτεκτονική μέσω της  -να το πω έτσι- μίκρο- ή καλύτερα παρά-αρχιτεκτονικής. Δηλαδή των σωμάτων που με τα χρόνια και τα μάτια που πέρασαν από πάνω τους ενσωματώθηκαν στο χώρο ή στιγμιαία σε μια σταθερή θέση κέρδισαν τον flâneur δίχως να ‘χουν ρίζες από μπετόν στο έδαφος. Σαν μια αναλογία ιστορίας στα χρόνια και καθημερινής μικροϊστορίας της πόλης. 

Το βιβλίο αυτό δεν θα μιλά για τους τσιμεντόλιθους, τα μπαλκόνια, τα μωσαϊκά και τα περίτεχνα γωνιακά τελειώματα, αλλά για σκισμένες κούκλες ξαπλωμένες στους κάδους σκουπιδιών, για ντελαπαρισμένα παιδικά αυτοκίνητα φορτωμένα με καλαμπαλίκια ωσάν αποθηκευτικοί χώροι, για κουνιστούς γαϊδάρους σκαρφαλωμένους σε σκεπές και σκαλωσιές και κάγκελα με όνειρο να πετάξουν. Το βιβλίο δεν θα έχει να κάνει με είδη και ρεύματα αρχιτεκτονικής που στέγασαν και επίστρωσαν την πόλη, φραγκική, εβραϊκή, οθωμανική, αλλά με την ψυχογεωγραφία, την παιδική ηλικία και τις προσωπικές αναμνήσεις και φορτίσεις. 

Πολλά αντικείμενα συγγενή με το γάιδαρό μας συνήθως φοβίζουν τον περαστικό που περπατά κάπου νιώθοντας ξένο κι αυτό αναδεικνύεται σαν σχέση αιτίου-αιτιατού. Τελευταία το συναίσθημα αυτό αποτυπώνεται με τον ξενικό όρο creepy που μαρτυρά και μια δεύτερη απόσταση, μια ανοίκεια αίσθηση. Όμως τον περιπατητή που κατάπιε τον δρόμο κι ο δρόμος ήταν αυτός που τον χώνεψε τον γλυκαίνουν, τον ανακουφίζουν, του θυμίζουν τόπο όπου μένει, ξαποσταίνει και πίνει, του θυμίζουν τόπο με ζωή. 

Πρέπει βέβαια ο πλάνης που θα αναλάβει το χρέος αυτό, να βιαστεί, γιατί τα αντικείμενα αυτά απώλεσαν την παλιά τους ιδιότητα και τώρα ζουν ξέμπαρκα δίχως ταυτότητα στον κόσμο των απαιτητικών εννοιών. Ψάχνουν την νέα τους φύση και υπόσταση και μόνον αυτός μπορεί να τους την προσδώσει. Τα πρώην παιχνίδια, τα αντικείμενα διασκέδασης που δέχθηκαν ανθρώπινο δέσιμο και χαρακτήρα είναι είδος προς εξαφάνιση. Απειλούνται να αντικατασταθούν ακόμα και στα χαλάσματα όχι απλά στα ζωντανά σπίτια με ξεχαρβαλωμένους φορτιστές και σπασμένες οθόνες. Πρέπει κάποιος να τα φωτίσει, να τα βαφτίσει ξανά, ώστε ο γάιδαρος να προλάβει να εκπληρώσει το όνειρό του να πετάξει. 

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα