Quo vadis Θεσσαλονίκη;

H Θεσσαλονίκη ως η πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση του ελληνικού ζητήματος: αυτού της κατάχρησης των ευκαιριών - Γράφει ο Γ. Ζαρωτιάδης

Parallaxi
quo-vadis-θεσσαλονίκη-1035067
Parallaxi

Λέξεις: Γρηγόρης Ζαρωτιάδης

Στο πλαίσιο των εργασιών του 13ου ετήσιου συνεδρίου για την οικονομική ανάπτυξη στη Βαρσοβία χαρακτήρισα τη Θεσσαλονίκη ως την πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση του ελληνικού ζητήματος: αυτού της κατάχρησης των ευκαιριών, το οποίο είναι πιο αληθινό και πιο τραγικό συνάμα από την αναφορά στις «χαμένες ευκαιρίες».

Τα επίσημα δεδομένα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (https://www.statistics.gr/el/statistics/eco) το επιβεβαιώνουν: στο πρώτο διάγραμμα παρατίθεται η εξέλιξη του ΑΕΠ του Νομού Θεσσαλονίκης ως προς το σύνολο της χώρας. Τη σχετική στασιμότητα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα (γύρω από το 9%) ακολούθησε η σημαντική πτώση στην πρώτη μνημονιακή περίοδο.

Αυτή διορθώθηκε μερικώς από μια σχετική «άνοιξη» που επανάφερε τον Νομό κοντά στο 8,8% του εθνικού ΑΕΠ (2014-1019), για να επιστρέψει όμως από το 2019 η τάση της πτωτικής στασιμότητας και αυτό όταν το εθνικό εισόδημα καταγράφει σημαντικούς ρυθμούς μεγέθυνσης (ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτοί δεν μεταφράζονται σε βελτίωση της ευημερίας των πολιτών της χώρας – το αντίθετο) και οι ευκαιρίες των (αναξιοποίητων ακόμη) κοινοτικών κονδυλίων περιμένουν (ματαίως;) την προοδευτική χρήση τους. 

Μάλιστα, συνδυάζοντας το δεύτερο διάγραμμα που παραθέτει το ποσοστό του ΑΕΠ του Νομού ως προς αυτό της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας (ΠΚΜ), χωρίς να αγνοούμε τη σχετική αποτυχία της αναπτυξιακής πολιτικής σε επίπεδο περιφέρειας (η ΠΚΜ υποχώρησε κι αυτή συνολικά περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα από το 14% το 2000 στο 13,6% του ελληνικού ΑΕΠ το 2020), το βασικό πρόβλημα επικεντρώνεται στην αδυναμία της Θεσσαλονίκης να ανταποκριθεί στις δυνατότητές της.

Κι ένα γιατί πλανάται…

Το διάγραμμα παρουσιάζει τα διαθέσιμα ως το 2020 στοιχεία. Όμως, αφενός η καταγραφή υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Ελλάδας συνολικά, όπως σημειώνεται, σε συνδυασμό με τα στοιχεία των τοπικών επιμελητηρίων και την εικόνα της οικονομικής δυσπραγίας που διαμορφώνει κανείς βλέποντας τα μαγαζιά στις κεντρικές αγορές και στις συνοικίες της πόλης, μας οδηγεί στην εκτίμηση ότι την τελευταία τετραετία περάσαμε σε μια νέα περίοδο σχετικής όσο και απόλυτης υποχώρησης.

Απλή η απάντηση όσο κι αποκαρδιωτική: διότι οι περισσότεροι -ες που διαχειρίστηκαν θέσεις ευθύνης και πολιτική, θεσμική ή οικονομική εξουσία καταχράστηκαν τις ευκαιρίες, τις δυνατότητες της πόλης. Το δεύτερο μισό της δεκαετίες του 2010 φαίνεται να αποτέλεσε εξαίρεση – χωρίς συνέχεια όμως.

Μεγάλα έργα που δεν ταιριάζουν με τον χαρακτήρα και τις ανάγκες της Θεσσαλονίκης. Εντελώς ενδεικτικά, ένα Μετρό με μεγάλο κόστος, άμεσο και έμμεσο, όταν πιο έξυπνες και πιο φτηνές λύσεις θα είχαν ήδη καταστήσει την πόλη πρότυπο δημόσιων και φιλικών προς το περιβάλλον μεταφορών.

Πιο πρόσφατο παράδειγμα «τρύπας στο νερό», ο εν μέσω τυμπανοκρουσιών κοστοβόρος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την ανάπλαση της ΔΕΘ, ενός έργου που είναι άκαιρο και άτοπο. Αντιβαίνει στη στοιχειώδη λογική της βιώσιμης, αστικής ανάπτυξης, ενώ ναυαγεί στην αδυναμία διασφάλισης της χρηματοδότησής του. Ακόμη κι αν κάποιες -οι αναφωνήσουν «ευτυχώς», με τους / τις οποίους -ες θα συμφωνήσω, δεν παύει να σημαίνει κατασπατάληση πόρων και χρόνου, προφανώς με ευθύνη όσων θεσμικών στηρίξανε την εν λόγω επιλογή.

Την ίδια στιγμή η Θεσσαλονίκη έχει δυνατότητες, έχει προοδευτική προοπτική. Θα ακουστεί κλισέ, αλλά δεν είναι: η ιστορική ταυτότητά της σε συνάντηση με τις τρέχουσες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές συνιστώσες αναδεικνύουν εκ νέου τον ρόλο της: (1) περιφερειακός κόμβος κινητικότητας κεφαλαίων, εμπορευμάτων κι ανθρώπων, (2) κέντρο δημιουργικής οικονομίας, (3) κόμβος υπηρεσιών επαγγελματικής και ακαδημαϊκής εκπαίδευσης σε συνάρτηση με την ανάπτυξη καινοτομιών και την μικρής κλίμακας / υψηλής προστιθέμενης αξίας παραγωγή, (4) πόλος της βιώσιμης ανάπτυξης, ειδικότερα της «γαλάζιας οικονομίας» για την Ανατολική Μεσόγειο.

Την ίδια εικόνα λαμβάνουμε από τα δεδομένα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο τρίτο διάγραμμα. Ίσως αυτό που θα άξιζε να σημειωθεί εδώ επιπρόσθετα είναι ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα της Θεσσαλονίκης, δεν είναι απλώς κάτω αυτού της Αττικής, αλλά υπολείπεται μονίμως του μέσου όρου του κατά κεφαλής ΑΕΠ της χώρας συνολικά (είναι διαρκώς μικρότερο του 100%).

Στο πλαίσιο αυτού του στρατηγικού προσανατολισμού συνταιριάζονται μια σειρά από «ευτυχείς» συγκυρίες, από την εξέλιξη του έργου της Via Carpatia, ως την σημασία της περιοχής ενόψει του «next big think», δηλαδή των προοπτικών στην Αφρική, από την ευκαιρία των πράσινων και γαλάζιων ομολόγων και των δυνατοτήτων που θα μπορούσε να αναπτύξει αυτονομούμενο το Χρηματιστηριακό Κέντρο της πόλης, ως τις ανεξάντλητες προοπτικές από την εξωστρέφεια των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των ερευνητικών κέντρων μας.

Οι δυνατότητες της Θεσσαλονίκης είναι εδώ, η κατάχρησή τους πρέπει να τελειώσει και οι δημιουργικές, προοδευτικές της δυνάμεις πρέπει να τις αξιοποιήσουν, προς όφελος της κοινωνίας, με οικονομική αποτελεσματικότητα και περιβαλλοντική βιωσιμότητα!

Ο Γρηγόρης Ζαρωτιάδης είναι Κοσμήτορας Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα