Ρεκόρ ψήφου διαμαρτυρίας στη Θεσσαλονίκη: Πέντε αιτίες και μερικές προτάσεις
Το αίσθημα στασιμότητας και εγκατάλειψης μεταφράστηκε σε υψηλό ποσοστό ψήφου διαμαρτυρίας.
Λέξεις: Γιάννης Καραμήτσιος
Στις εκλογές της 21η Μαΐου, τα εκτός βουλής κόμματα στην Α’ Θεσσαλονίκης συγκέντρωσαν πάνω από 22%, δηλαδή το μεγαλύτερο ποσοστό από όλες τις εκλογικές περιφέρειες της Ελλάδας. Η ΝΔ, αν και ανέβηκε σε πολλές περιοχές, εδώ έχασε ποσοστά. Θριάμβευσαν η ΝΙΚΗ και η Πλεύση. Αυτό το είχα διαισθανθεί στις συζητήσεις μου με πολίτες από όλα τα στρώματα λίγο πριν τις εκλογές. Υπάρχει πολλή γκρίνια, και ένα αίσθημα στασιμότητας και εγκατάλειψης που μεταφράστηκε σε υψηλό ποσοστό ψήφου διαμαρτυρίας.
Αναζητώντας τα αίτια, θα παρουσιάσω τα, κατά τη γνώμη μου, πέντε πιο σημαντικά:
- Οικονομική και επιχειρηματική στασιμότητα.
Οι συνοικίες είναι γεμάτες με κλειστά μαγαζιά, τα μεροκάματα χαμηλά, οι μισοί ταξιτζήδες δεν βγαίνουν (αναφέρω ένα παράδειγμα επαγγελματικού κλάδου ανάμεσα σε πολλούς). Πολλοί νέοι φεύγουν για Αθήνα ή εξωτερικό. Η ανεργία εκτιμάται από μερικές πηγές στο 30%, δηλαδή αρκετά πάνω από τον εθνικό μέσο όρο. Όπως τόνισε πρόσφατα ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, κ. Φιλιππίδης, καθημερινά μπαίνει λουκέτο σε πολλά καταστήματα της πόλης. «Οι καταναλωτές αδυνατούν πλέον να αγοράσουν ακόμα και τα βασικά». Η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία επηρέασε την περιοχή μας περισσότερο από τη νότια Ελλάδα, λόγω εγγύτητας και παραδοσιακών δεσμών με τις χώρες αυτές. Η αποβιομηχάνση του νομού από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα είναι ίσως η μεγαλύτερη στη χώρα. Όλα αυτά τα στοιχεία συνθέτουν μια εικόνα μαρασμού και απαισιοδοξίας.
- Έργα σε ρυθμό χελώνας.
Έχουμε μία λίστα 10 – 15 μεγάλων έργων, όπου δεν σημειώνεται καμία αισθητή πρόοδος. Οι πολίτες ακούν για ανάπλαση ΔΕΘ, πλατείας Αριστοτέλους και συνολικού παραλιακού μετώπου, πάρκο στην πλατεία Ελευθερίας, πλατεία Διοικητηρίου, διαπλάτυνση της παλιάς παραλίας, νέο γήπεδο Τούμπας, μουσείο Ολοκαυτώματος, και άλλα πολλά, ωστόσο δεν βλέπουν τίποτα. Βέβαια όλα αυτά τα προγράμματα χρειάζονται πρώτα ένα στάδιο ωρίμανσης με μελέτες και διοικητικές εγκρίσεις, προτού «μπουν οι μπουλντόζες». Ωστόσο ο κόσμος έχει κουραστεί και δυσπιστεί. Το μετρό έβαλε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της αξιοπιστίας τής κεντρικής διοίκησης. Το πάρκινγκ στην πλατεία Ελευθερίας μάλλον ναυαγεί, καθώς δεν βρίσκεται ιδιώτης που να επενδύσει. Η ανάπλαση της ΔΕΘ συναντά επίσης θέμα χρηματοδότητησης και σίγουρα θα χάσει τον στόχο του 2026. Η λίστα με τις καθυστερήσεις ή ματαιώσεις είναι μεγάλη.
- Έλλειψη τοπικού οράματος
Προηγούμενες δημοτικές διοικήσεις είχαν να παρουσιάσουν ένα κεντρικό έργο ή όραμα. Η διοίκηση Κούβελα συνδέθηκε με την ελεύθερη ραδιοφωνία – τηλεόραση. Η διοίκηση Κοσμόπουλου με την πολιτιστική πρωτεύουσα. Η διοίκηση Παπαγεωργόπουλου με τη νέα παραλία και το νέο δημαρχιακό μέγαρο. Η διοίκηση Μπουτάρη με την εξωστρέφεια, τον κοσμοπολιτισμό και τον τουρισμό. Η σημερινή δεν έχει να παρουσιάσει κανένα κεντρικό έργο ή αφήγημα. Πειορίζεται μόνο στα βασικά, δηλαδή την καθαριότητα, την ασφαλτόστρωση και τη συντήρηση υποδομών – και αυτά όχι πάντα επαρκώς. Ωστόσο μια τέτοια προσέγγιση ούτε εμπνέει ούτε ενθαρρύνει τούς πολίτες για το μέλλον. Ζουν σε μία πόλη με εικόνες παρακμής και εγκατάλειψης, όπως αφρόντιστα πάρκα, ξεθωριασμένα κτίρια και τραγικό κυκλοφοριακό. Η καθημερινότητα είναι και δείχνει μίζερη. Απουσιάζει το κοινό όραμα.
- Διόγκωση ανορθολογισμού.
Η πόλη σημείωσε αρνητικές επιδόσεις στην πανδημία, με σχετικά χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού και υψηλό ποσοστό θανάτων. Ευδοκίμησαν πλαστές ειδήσεις, ψεκασμένες θεωρίες, όπως και η επιρροή παραθρησκευτικών κυκλωμάτων. Η ρωσοφιλία και ο αντιδυτικισμός διατηρούν υψηλό αποτύπωμα. Αυτό ευτυχώς δεν συνέβη στην πλειοψηφία, αλλά δυστυχώς σε μια σημαντική μειοψηφία της πόλης. Επιπλέον, από την πανδημία και έπειτα, παρατηρούνται στην Θεσσαλονίκη φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, εγκληματικότητας, αυτοκτονιών, και γενικότερων προβλημάτων ψυχικής υγείας. Αρκεί να διαβάσουμε τα καθημερινά ρεπορτάζ του τοπικού τύπου. Όλη αυτή η κατάσταση ενέτεινε έτσι ένα γενικότερο κλίμα άρνησης και αμφισβήτησης, και ενίσχυσε την «αντισυστημική» ψήφο.
- Αδύναμη πολιτική εκπροσώπηση.
Κάποτε το κάθε υπουργικό συμβούλιο, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, συμπεριελάμβανε σημαντικά ονόματα από τη Θεσσαλονίκη. Χωρίς να εστιάσουμε στην ποιότητα των στελεχών, αξίζει να θυμηθούμε μερικά παραδείγματα: Βενιζέλος, Τσοχατζόπουλος, Καστανίδης, Παπαθεμελής, Ακριτίδης, Κούβελας, Ορφανός, Παπαγεωργόπουλος. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας, ή ίσως κανα-δυο το πολύ και εκείνοι περιστασιακά. Αυτό δείχνει την αδύναμη στελέχωση του πολιτικού προσωπικού της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με κατά καιρούς έρευνες, σχεδόν όλοι οι βουλευτές της Θεσσαλονίκης είχαν αρνητική δημοφιλία σε διάφορες φάσεις της προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου.
Τι πρέπει να γίνει
Το πρώτο και πιο εύκολο βήμα είναι να κοπούν οι ουτοπικές εξαγγελίες. Όχι άλλες φανφάρες για έργα που δεν θα γίνουν καν, ή θα ολοκληρωθούν καθυστερημένα, υπερκοστολογημένα και λειψά. Αυτό συνιστά την πρώτη αιτία απογοήτευσης του κόσμου και απαξίωσης τής κάθε εξουσίας, και αυτό είναι που πρέπει επιτέλους να πάψει.
Στη συνέχεια, θα πρέπει να περιοριστεί ο σχεδιασμός σε λίγα βασικά έργα, με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση από την αρχή. Αν χρειαστεί να αυξηθεί η κρατική χρηματοδότηση, ελλείψει ιδιωτικού ενδιαφέροντος, τότε ας γίνει αλλά με κόψιμο από άλλες παροχές. Τα ευρωπαϊκά ταμεία ανάκαμψης προσφέρουν κονδύλια για στοχευμένες παρεμβάσεις.
Παράλληλα, να αρχίσει μια συνολική εκστρατεία προώθησης της πόλης στον διεθνή τουριστικό και επιχειρηματικό χάρτη. Να προβληθεί ως κέντρο της περιοχής με πολλά πλεονεκτήματα και γεωπολιτική αξία. Το κέντρο της Pfizer αποτελεί ένα καλό παράδειγμα επιτυχημένης αρχής.
Οι Δήμοι να αναλάβουν το μερίδιό τους προσφέροντας ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το 2030, με πέντε-έξι σοβαρλα προτεραιότητες που θα προσφέρουν μια πιο εξωστρεφή και ευρωπαϊκή φυσιογνωμία.
Οι εκλεγμένοι βουλευτές και η Περιφέρεια να αυξήσουν τις διεκδικήσεις και τις παρεμβάσεις τους στην κεντρική διοίκηση. Το προφίλ τους είναι ιδιαίτερα χαμηλό και καλό θα ήταν να ανέβει, ακόμα και συγκρουσιακά αν χρειαστεί.
Τέλος, οι ίδιοι οι πολίτες να οργανωθούν σε σωματεία, κινήσεις, συλλογικότητες για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον και να αναζωογονήσουν το κοινό ενδιαφέρον για τον τόπο τους.
Ο χρόνος μάς προσπερνάει όλους, η ανθρωπότητα οδεύει προς ένα ψηφιακό πράσινο μέλλον, και η Θεσσαλονίκη δεν πρέπει να μείνει στο φάσμα της απαισιοδοξίας.
*Ο Γιάννης Καραμήτσιος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Θεσσαλονίκη 100 μικρές ιστορίες» και Πρόεδρος του σωματείου «Θεσσαλονίκη 21ος αιώνας». Οι απόψεις που παρουσιάζει στο συγκεκριμένο άρθρο είναι αυστηρά προσωπικές.
**Τα εκλογικά γραφήματα προέρχονται από το Υπουργείο Εσωτερικών και ευχαριστούμε τον κ. Παναγιώτη Βαρλάγκα που τα παρέθεσε.