Σ’ έχω βρει και σε χάνω…
Περπατώ συχνά τελευταία. Διασχίζω το κέντρο της πόλης υποδυόμενος το αίμα που κυκλοφορεί στα σπλάχνα της. Πλασάρω τον εαυτό μου σε νέα συσκευασία, αυτή την εποχή σε version χωρίς μουσική στα αυτιά. Κρατώ όμως συνήθως μαζί μου κι ένα ημερολόγιο απωλειών: τα βιβλιοπωλεία που έγιναν κέντρα περιποίησης νυχιών, τα δισκοπωλεία που έγιναν κατσαρολάδικα. Πιο πολύ […]
Περπατώ συχνά τελευταία. Διασχίζω το κέντρο της πόλης υποδυόμενος το αίμα που κυκλοφορεί στα σπλάχνα της. Πλασάρω τον εαυτό μου σε νέα συσκευασία, αυτή την εποχή σε version χωρίς μουσική στα αυτιά.
Κρατώ όμως συνήθως μαζί μου κι ένα ημερολόγιο απωλειών: τα βιβλιοπωλεία που έγιναν κέντρα περιποίησης νυχιών, τα δισκοπωλεία που έγιναν κατσαρολάδικα. Πιο πολύ απ’ όλα όμως με πονάει ο Έσπερος που έγινε πάρκινγκ.
Είχα γράψει κάποτε, μιλώντας για τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, πως αυτή η πόλη σε διώχνει ακριβώς επειδή ξέρει πως πάντα θα επιστρέφεις. Προσθέτω τώρα, τη στιγμή που στέκομαι έξω από τα πρώην Ηλύσια, πως για κάποιο λόγο σ’ αυτή την πόλη οι απώλειες είναι περισσότερο οδυνηρές, κάνουν κρότο.
Τι μου λείπει λοιπόν; Πολλά, ασήμαντα και σημαντικά. Μερικές στιγμές δε είναι μόνο το λούνα παρκ της Σαλαμίνας – κι ας έχω υψοφοβία- ή οι Τρύπες live στο Μύλο αλλά μέχρι και το πενταβρώμικο ‘φίδι’ στην παιδική χαρά της Μπότσαρη στην παραλία ή η κιτς γόβα του Καρύδα στην Εγνατία.
Σταματάω στο Αλκαζάρ. Τι να χάσεις από αυτή την πόλη; Είναι ούτως ή άλλως γεμάτη αντιφάσεις. Η λογοτεχνική της ιδιοσυστασία, για παράδειγμα, σφιχταγκαλιασμένη με τον λογοτεχνικό της αυτισμό. Τα καινοφανή μουσικά ρεύματα μαζί με την επελαύνουσα υποκουλτούρα. Η πόλη δεν τρώει απλώς τα παιδιά της: τα ίδια πηδούν προθυμότατα μέσα στο στόμα της.
Μην πιστέψετε πως υπάρχει επιτηδευμένος λυρισμός και νοσταλγιολαγνεία σε αυτά που λέω. Καμιά φορά όμως πιάνω τον εαυτό μου για δευτερόλεπτα να χαίρεται με το στολισμό της Εγνατίας – σαν να ναι πάλι 1988. Ε ναι λοιπόν, μεγάλωσα, και δεν ξέρω αν είμαι περήφανος για αυτό.
Κι η αποψινή βόλτα φτάνει προς το τέλος της. Τι ήθελα όμως να σας πω;
Ήθελα να σας πω πως τίποτα δε χάνεται εάν δε θέλουμε να το χάσουμε. Αν έκλεισε ο Έσπερος και το Αμαλία, στο χέρι μας είναι να φτιάξουμε ένα, δύο, πολλά σινεμά και θεατρικές σκηνές. Μόνο εγώ άραγε βλέπω ήδη τα βλαστάρια να ξεπετάγονται;
Ας μην εξιδανικεύουμε λοιπόν το παρελθόν, ας επανεπινοήσουμε το μέλλον.
Κι εγώ ας γυρίζω σπίτι σιγά σιγά.
*Ο Ιορδάνης Κουμασίδης είναι συγγραφέας.
*Η φωτογραφία είναι της Ελένης Βράκα της Stereosis