Σαλονίκη_Σαλούγκα_Σολούν_SKG – Η πόλη μου, Θεσσαλονίκη
Η Σοφία Νικολαΐδου σε μια περιήγηση στα δωμάτια και τους δρόμους της πόλης, με λέξεις αντί για φωτογραφίες
Λέξεις: Σοφία Νικολαΐδου / Εικόνα: Γιώργος Νιάκας
Παλιά ήσουν καλύτερη μαμά, έτσι είπε το βλαμμένο. Κι εγώ που έχω για όλα μια απάντηση, δεν απάντησα τίποτα. Αν ένα πράγμα έμαθα από το παιδί μου, είναι η σιωπή.
Παλιά ήμουν πιο χαρούμενη. Κοιμόμουν πιο εύκολα.
Πού πήγε ο ύπνος μου;
Έμαθα να ζω με σπασμένα πράγματα.
Αυτό το σπίτι παλιώνει. Κι εγώ παλιώνω, πρέπει να το πάρω απόφαση.
Θυμάμαι, στην αρχή όλα γυάλιζαν. Τώρα ό,τι χαλάει μένει χαλασμένο. Όταν βρέχει, το λούκι στη βεράντα βουλώνει. Δεν έχω το κουράγιο που είχα παλιά, να φροντίζω τα πάντα.
Όταν καθαρίζω τις Κυριακές, όλα λάμπουν για λίγο. Μετά θαμπώνουν πάλι. Έμαθα να μη με νοιάζει. Έχω άλλα προβλήματα.
Αυτή η πόλη είναι σαν το σπίτι μου. Όλα χαλάνε. Όλα μένουν σπασμένα. Τα παγκάκια στα πάρκα, τα πλακάκια στα πεζοδρόμια, οι στάσεις στα λεωφορεία. Όταν βρέχει, δεν ξέρεις πού να πατήσεις. Έχει ποτίσει βρομιά παντού.
Χαμογελάμε μόνο όταν βγαίνει ο ήλιος. Ο ήλιος είναι ντεπόν. Όταν έχει ήλιο, δε με νοιάζει τίποτα. Ο ήλιος είναι βασιλιάς.
*
Τίποτα δεν ακούς, γι’ αυτό δε μιλάω.
Εδώ θα ζω, με κλεισμένη πόρτα. Παρ’ το επιτέλους απόφαση.
Τα βράδια δεν μπορώ να κοιμηθώ.
Δε με χωράει το κρεβάτι. Βράζει το μυαλό μου.
Έρχονται σκέψεις, όλες μαζί σαν στρατός. Χορεύουν στο κεφάλι μου.
Κάνουν θόρυβο, δε με αφήνουν να ησυχάσω.
Μαλώνω με τον εαυτό μου.
Και δεν μπορώ να σε φωνάξω, μαμά.
Θέλω να φύγω από εδώ.
Θέλω να φύγω απ’ αυτήν την βρομόπολη.
Όσο μένω εδώ, θα μαλώνουμε.
Μην κλαις, δε θέλω να κλαις.
Δεν είμαι το παιδάκι που μεγάλωσες. Παρ’ το χαμπάρι, μα.
Δεν με ξέρεις.
Θέλω να φύγω.
Θέλω να φύγω, μα.
Αυτή η καραμέλα τόσα χρόνια. Πάντα να λες, να κοιτάς τα χειρότερα. Σταμάτα να το κάνεις. Με πάει πίσω, δεν καταλαβαίνεις; Και σένα σε πάει πίσω. Είναι αλυσίδες τα χειρότερα. Κι εγώ δε θέλω να με δένει τίποτα, μα.
*
Την Κυριακή ο Κωστής είχε πάρει τους δρόμους. Μόνος του γυρνούσε εδώ κι εκεί, έπαιρνε κουτουρού τα αστικά και κατέβαινε όπου να’ ναι, Εύοσμος, Μενεμένη, Βούλγαρη, Άγιος Ιωάννης, Ξηροκρήνη. Βάδιζε σε άχαρα στενά ανάμεσα σε γκρίζες πολυκατοικίες, παρατημένα πάρκα και μικρές πλατείες, ποτέ δεν ένιωσε φόβο κι ας τον κοιτούσαν κάποιοι παράξενα. Χάζευε τις αδέσποτες γάτες, τον χάζευαν κι αυτές, άραζε έξω από τα μικρομάγαζα, παρατηρούσε τους γέρους, τα παιδιά και τους περιπτεράδες. Ο Κωστής μελετούσε τα ονόματα των δρόμων, τις φάτσες των ανθρώπων, απορροφούσε τον παλμό της πόλης. Μέσα σε έναν χρόνο είχε μάθει τα κρυμμένα σύνορα· η πόλη πάνω από την Εγνατία, η πόλη πέρα από τη Βενιζέλου. Στα πέριξ της Καμβουνίων τα παιδιά του συνδέσμου σου έκλεβαν το κινητό, στην Μακεδονικής Αμύνης οι Αλγερινοί τραβούσαν μαχαίρι. Κι ύστερα έμαθε τα λεωφορεία και τις διαδρομές, τι ώρα ξεκινούσαν από τη Νικόπολη οι γυναίκες που μύριζαν χλωρίνη, πότε άλλαζαν βάρδια οι γεωργιανές νοσοκόμες, τι ώρες μπούκαραν από το Κορδελιό οι μαθητές που έτρεχαν στο κέντρο. Καμιά φορά καθόταν μόνος του στα συνοικιακά καφέ που τόσο του άρεσαν, ένας δεκαεπτάχρονος με κουκούλα και γυαλιά, ψηλός σαν την κολόνα της ΔΕΗ, χωμένος σ’ ένα τραπέζι στην άκρη, να πίνει πορτοκαλάδα και να κοιτάει γύρω του σαν σινεμά.
*
Στην Καμάρα, στις μαρμαρόπλακες κάτω από το μνημείο, είχαν αράξει τέσσερα αδέσποτα σκυλιά. Τα τρία ήταν μεγαλόσωμα, με λασπωμένο τρίχωμα γεμάτο κόμπους και μάτια αγριεμένα από την πείνα. Το τέταρτο βραχύσωμο, όσο μπόι του έλειπε τόσο περισσότερο γάβγιζε κι έδειχνε τα δόντια του. Όσοι κατέβαιναν προς τα εκεί έκαναν κύκλο για να τα αποφύγουν. Η αγέλη κυκλοφορούσε ανενόχλητη στο κέντρο της πόλης, διέσχιζε την διάβαση μαζί με τους πεζούς μόλις γινόταν πράσινο το φανάρι, έφτανε ως τη Γιαννιτσών και επέστρεφε. Το ξημέρωμα που οι δρόμοι άδειαζαν, τα τέσσερα σκυλιά κάλπαζαν το ένα πίσω από το άλλο στην Εγνατία σαν φαντάσματα. Μπροστά το μικρό που είχε χριστεί αρχηγός. Δυο τρεις περαστικοί τα φωτογράφισαν κι ανέβασαν τις φωτογραφίες, όμως ο Δήμος περί άλλων τύρβαζε.
*
Πήρε την Αγίου Δημητρίου προς τη μεριά της Τριανδρίας. Φλεβάρης κι απόγευμα, ο ήλιος έδυε φαντασμαγορικά. Χρώματα έσκαγαν σαν κροτίδες πάνω από το κεφάλι του, κόκκινο πορφυρό, ροζ της τσιχλόφουσκας, αναβράζον πορτοκαλί. Το ηλιοβασίλεμα της Σαλονίκης σε έβρισκε παντού, ακόμη και στα στενά, τα σύννεφα βάφονταν στο χρώμα το βυζαντινού χρυσού, χτυπούσαν στα τζάμια των μίνι μάρκετ και στις εισόδους των πολυκατοικιών. Οι κάτοικοι ήξεραν καλά πως η ώρα πλησίαζε, ο ήλιος θα βυθιζόταν στον Θερμαϊκό, πρώτα όμως έπρεπε να δώσει παράσταση. Ψηλά στον ουρανό της Αγίου Δημητρίου, πάνω από τις κεραίες, το ηλιοβασίλεμα άνοιγε την παλέτα του. Στο κέντρο το ωχροκίτρινο και γύρω του το χρυσαφί φώτιζε σαν στεφάνι τον ανοιχτό ουρανό· λίγο πιο εκεί επέλαυνε το κόκκινο που ξέβαφε σιγά σιγά σε ροζ. Ο ήλιος φλέξαρε στον ουρανό της Σαλούγκας σαν Τζάκσον Πόλοκ που τρελάθηκε ξαφνικά.
Σταμάτησε λίγο πριν από το Τελλόγλειο· η πόλη έμοιαζε με άδειο σαλούν. Στεκόταν στο πεζοδρόμιο με το κεφάλι ψηλά, τα μάτια στον ουρανό. Κι όταν μέσα σε λίγα λεπτά έγιναν όλα μπλε και απλώθηκε σκοτάδι, συνέχισε να περπατά. Οι βόλτες ήταν ο τρόπος του να σκέφτεται. Με το περπάτημα όλα του φαίνονταν σαν κρύσταλλο καθαρά.
*Η Σοφία Νικολαΐδου είναι συγγραφέας