Σαν να ‘ταν καλοκαίρι και να ‘ταν παιδί
του Παναγιώτη Ιωσηφέλη Ξαπλωμένη μέσα στα χόρτα κοίταζε τα αστέρια. Σαν να ‘ταν καλοκαίρι και να ‘ταν παιδί. Φυσούσε µαλακά, ο αέρας έφερνε τραγούδια του συρµού και µυρωδιές. Από λουλούδια, χώµα και κρέας ψητό στα κάρβουνα. Ο αέρας έφερνε γέλια και φωνές. Όταν ήταν µικρή και κοίταζε τα αστέρια δεν ακουγόταν τίποτα. Ίσως µόνο τζιτζίκια. […]
του Παναγιώτη Ιωσηφέλη
Ξαπλωμένη μέσα στα χόρτα κοίταζε τα αστέρια. Σαν να ‘ταν καλοκαίρι και να ‘ταν παιδί. Φυσούσε µαλακά, ο αέρας έφερνε τραγούδια του συρµού και µυρωδιές. Από λουλούδια, χώµα και κρέας ψητό στα κάρβουνα. Ο αέρας έφερνε γέλια και φωνές. Όταν ήταν µικρή και κοίταζε τα αστέρια δεν ακουγόταν τίποτα. Ίσως µόνο τζιτζίκια. Κι η φωνή της µάνας της που τη γύρευε. Την άφηνε να φωνάζει µερικές φορές κι ύστερα σηκωνόταν κι έτρεχε προς το µέρος της. Όσα θυµόταν από τότε που ήταν παιδί µε το τρέξιµο τα συνδύαζε. Έτρεχε γρήγορα, γι΄αυτό. Έσφιγγε τις παλάµες και αµολιότανε. Τα πόδια της την τράβαγαν µπροστά. Τα χέρια της πάνω. Σαν να σκαρφάλωνε αόρατους κορµούς και σαν να ζύµωνε τον αέρα εµπρός της. Με πείσµα. Με προσήλωση. Με τον αέρα να µυρίζει λουλούδια, χώµα και κοπριά. Άκουσε ένα αµάξι να σταµατάει. Την πόρτα του να ανοίγει απότοµα. Να µην κλείνει. Άκουσε πόδια να τρέχουν (δεν έτρεχαν ιδιαίτερα γρήγορα) προς το µέρος της. Ένα, ακόµα, αµάξι σταµάτησε. Κι άλλες πόρτες. Κι άλλα πόδια. Ένας άνδρας είπε µαλακά. Ένα ασθενοφόρο κάποιος. Ένα ασθενοφόρο. Μια γυναίκα, γυναίκα πρέπει να ‘τανε, άρχισε να κλαίει. Τα αστέρια πάνω της συνέχιζαν. Να της θυµίζουν τότε που ήταν καλοκαίρι κι ήταν παιδί. Έκλεισε τα µάτια.
∆εκαέξι εγχειρήσεις αργότερα, οι χειρούργοι γιατροί ήρθαν στο δωµάτιό της. Έλαµπαν. Της είπαν ότι θα περπατήσει. Θα κουτσαίνει λίγο, αλλά αυτό. Όχι κάτι άλλο. Το πολύ πολύ ένα µπαστούνι. Αν άρχιζε φυσιοθεραπείες σε µερικούς µήνες θα ‘ταν όρθια. Όρθια να κάνει ό,τι θέλει. Να συνεχίσει την καριέρα της. Να κάνει οικογένεια. Να κάνει παιδιά. Όρθια. Μόνο ένα µικρό ελάττωµα στο δεξί της πόδι. Άγιο είχε τελικά. Όλα θα µπορούσε να τα κάνει. Μόνο να τρέχει. Να τρέχει δεν θα µπορούσε. Και τι λόγο είχε στο κάτω κάτω; Γυµνάστρια ήτανε; Ένα χαζό χόµπι ήταν αυτό το τρέξιµο. Άντε τώρα. Τα λέγανε, να µην τα λέγανε. Νυχτιάτικα να παίρνει τους δρόµους τριάντα χρονών γυναίκα. Θα την έβρισκε το κακό. Αργά ή γρήγορα θα την έβρισκε. Και πάλι καλά που ήταν µόνο αυτό. Κι ας µη σταµάτησε ο αλήτης που τη χτύπησε. Κι ας φύγαν όλες οι οικονοµίες της (που δεν ήταν και λίγες – τόσα που έβγαζε). Κι ας πούλησαν κι ένα σπίτι οι γονείς. Χαλάλι. Σπίτια αγοράζεις, υγεία αγοράζεις;
Έκανε έρωτα µε κλειστά φώτα. Ό, τι και να της λέγανε. Όσο και να την παρακαλούσαν αυτοί που θέλανε να βλέπουν. Έκλεινε τα φώτα, έκλεινε τα στόρια και µετά. Έβγαζε τα ρούχα της και χωνόταν κάτω από τα σκεπάσµατα. Στο σκοτάδι. Κι όταν αυτοί άρχιζαν να ζητάνε να κοιµηθούν εκεί, τους έδιωχνε. Απλά. Αµετάκλητα. Κοιµόταν µόνη πάντα. Συχνά, στα όνειρά της, έβλεπε ότι έτρεχε. Ο αέρας δρόσιζε το πρόσωπό της – ένιωθε ξεκούραστη. Έτρεχε στις ίδιες διαδροµές που έτρεχε παιδί. Κι ύστερα κουραζόταν Κι όσο κουραζόταν, τόσο βούλιαζε το σώµα της στο έδαφος. Σαν να έτρεχε πάνω σε νερό και το βάρος της την τραβούσε κάτω. Κάτω µέχρι που έφτανε στην αίθουσα που κάνανε στην εταιρεία τα µίτινγκ. Ήταν όλοι εκεί, κι αυτή, ξέπνοη, σπαρταρούσε στο πάτωµα. Τα πόδια της, ουρά ψαριού. Ξυπνούσε ιδρωµένη. Το ήξερε: στη δουλειά κουτσή σκύλα την ανέβαζαν, κουτσή σκύλα την κατέβαζαν.
Ο δηµοσιογράφος τη ρωτούσε. Να καταλάβει. Γιατί παίρνει την απόφαση ένας νέος άνθρωπος (τον επόµενο µήνα έκλεινε τα τριάντα εφτά) να αφήσει την Αθήνα και µια καριέρα. Ένα σπίτι στη Σκουφά κι ένα στο Σούνιο. Τι έλειπε; Τι έλειπε εκεί, που δε λείπει στη νότια πλευρά αυτού του νησιού. Την πιο αραιοκατοικηµένη. Τη λιγότερο τουριστική. Κι άλλοι αναχώρησαν, αλλά βγάλαν µια άκρη. Ξενώνες, καλλιέργειες, κρασί, κέντρα διαλογισµού – κάτι κάναν. ∆ηµιούργησαν. Αυτή δεν έκανε τίποτα. Σχεδόν δεν κολλούσε στο άρθρο. Μόνη γυναίκα να µένει σε ένα γκρεµίδι στην άκρη του βράχου. Στην ερηµιά του Θεού. ∆εν καταλάβαινε ο δηµοσιογράφος, αλλά κατέβαλε φιλότιµες προσπάθειες. Μήπως (αυτό θα ήταν), µήπως έγραφε κάτι; Ξαπλωµένη στο ήσυχο κύµα – µισό σώµα µέσα στο νερό, µισό έξω – κοίταζε τα αστέρια. Σαν να ‘ταν καλοκαίρι και να ‘ταν παιδί.
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ PARALLAXI