Parallax View

Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει…

Πληρώνεις για την ξαπλώστρα 15 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του νεροζουμιού που ήπιες που το ''βάφτισαν'' καφέ.

Δημήτρης Κανονίδης
σαν-τη-χαλκιδική-δεν-έχει-1166969
Δημήτρης Κανονίδης

σε λλλέω ρε αφού…

ΣΑΝ ΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ..

Ξεκινάς για τον επίγειο παράδεισο. Χαλκιδική το καλοκαίρι τον λένε. Στο δρόμο σημειωτόν. Μποτιλιάρισμα. Μποτιλιάρισμα και καύσωνας. Φρίκη !

Μετά απο 3 ώρες, για διαδρομή που υπό κανονικές συνθήκες θέλεις 1-1.30 ώρα, φτάνεις στον παράδεισό σου.

Το λιμανάκι ένα όνειρο. Τα πεύκα σφιχταγκαλιάζουν τον αφρό της θάλασσας, ενώ στο βάθος ένα ταβερνάκι υπόσχεται μετά το μπάνιο να χαρίσει μοναδικές στιγμές απόλαυσης στους γευστικούς κάλυκες και στο στομάχι σου.

ΣΑΝ ΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ. Μονολογείς και αφήνεις το είναι σου να απολαύσει τις μοναδικές στιγμές.

Βουτάς στα γαλάζια νερά και απολαμβάνεις τη θάλασσα.

«Οργασμός σε λέω» Μονολογείς. Αφήνεις το νερό να σου χαϊδέψει το κορμί. Κολυμπάς και όλη την ώρα μουρμουρίζεις..

ΣΑΝ ΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ.

Βγαίνεις μετά από ώρα από τη θάλασσα και κατευθύνεσαι στην ξαπλώστρα σου. Ευτυχώς είχες φροντίσει να κλείσεις από μέρες ξαπλώστρα. Την προηγούμενη φορά που είχες έρθει έφυγες άπραγος μια που οι ξαπλώστρες ήταν ρεζερβέ ! Έπαθες και αυτή τη φορά έμαθες !

Απλώνεις το θεϊκό σου κορμί στην ξαπλώστρα. Πασαλείβεσαι με τα αντιηλιακά και παίρνεις στα χέρια σου το βιβλίο.

Σε λίγο σε παίρνει και ο ύπνος.

Η ώρα περνά, αισθάνεσαι το στόμα σου ξερό. Διψάς και το στομάχι σου διαμαρτύρεται. Ώρα για φαγητό και παγωμένη μπύρα. Ψάχνεις τραπεζάκι, στο ταβερνάκι δίπλα στο κύμα. Απελπίζεσαι. Τα πάντα γεμάτα. Με την άκρη του ματιού σου βλέπεις κάποιους να κάνουν νόημα ζητώντας λογαριασμό. Τρέχεις και στέκεσαι δίπλα στο τραπέζι. Όταν φεύγει το ζευγάρι που καθόταν εκεί σωριάζεσαι στην καρέκλα. Ρίχνεις μια ματιά γύρω. Οι καρέκλες πλαστικές, ακαθορίστου χρώματος, κάποτε ίσως και να ήτανε άσπρες.

« Δε βαριέσαι» σκέφτεσαι… Τα πόδια σου τα βρέχει στο κύμα. Είσαι στον παράδεισο.

Σε λλλέω ρε, αφού…ΣΑΝ ΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ.

Έρχεται το ”παιδί” για την παραγγελία. Απλώνει ένα χάρτινο τραπεζομάντηλο. Το ”παιδί”, ακαθόριστης ηλικίας, κοντά στα δεύτερα άντα στα πρώτα ήντα, κάπου εκεί γύρω, με λιγδιασμένη βερμούδα και μακό μπλουζάκι καταϊδρωμένο. Η μυρωδιά του ιδρώτα έντονη, στα πόδια πλαστική φτηνιάρικη σαγιονάρα, το νύχι μαύρο, στο μεγάλο δάχτυλο μυκητίαση, δόντια κίτρινα. Τα μπροστινά μαύρα από τερηδόνα.

Χαμογελάς από μέσα σου. Επαγγελματική ”διαστροφή” σκέφτεσαι καθώς εξακολουθείς να κοιτάς το “παιδί” στα δόντια.

Παίρνει την παραγγελία ενώ εσύ γυρίζεις πάλι το βλέμμα στο μαγικό τοπίο και χάνεσαι στην ομορφιά του.

Χαλαρώνεις …Οι σκέψεις δραπετεύουν από το κεφάλι, αδειάζει το μυαλό σου. Περνάει μισή ώρα και η παραγγελία ακόμα να έρθει…φωνάζεις το ”παιδί”. Σε λίγο καταφθάνει καταϊδρωμένος.

-Κύριος…μη βιάζεσαι θα γεράσεις γρήγορα.

-Να γεράσω ρε.. δεν έχω αντίρρηση…αλλά να γεράσω χορτάτος.. όχι νηστικός και διψασμένος.

Μετά απο τρία τέταρτα έρχονται οι μεζέδες.. Λαχταριστοί, καλομαγειρεμένοι. Αδειάζεις τα πιάτα σε χρόνο dt. Ανάβεις τσιγάρο και ρουφάς τον καπνό απολαυστικά, να φτάσει η πίσσα και η νικοτίνη και στο τελευταίο σου κύτταρο.

«Τhis is heaven my love ». Η φωνή ενός ξερακιανού τουρίστα που συνοδεύει μια κοκκινομάλλα σε επαναφέρει από την ονειροπόλησή σου.

« Το λογαριασμό παρακαλώ»..

Πληρώνεις, ζητάς απόδειξη…

«Κύριος χάλασε η μηχανή και δεν μπορώ να σε δώσω»’ απαντά το ”παιδί” με ύφος αυθάδικο.

Το καταπίνεις αμάσητο. « Γαμώ το κωλοκράτος σου, άντε να πάμε μπροστά με αυτή τη νοοτροπία» γρυλλίζεις φτύνοντας δίπλα σου.

Σέρνεις τα βήματα σε μια ξαπλώστρα δίπλα στο κύμα για τη σιέστα σου. Κλείνεις τα μάτια. Δίπλα ένας μπόμπιρας ουρλιάζει..

”Καλέ μαμά αφού σε είπα δε θέλω κεφτέ…θέλω αχλάδι..”

Ανοίγεις τα μάτια. Ένας κεφτές περνά ξυστά πάνω από το κεφάλι σου.

«Γιωργάκη αν χτυπήσεις με τον κεφτέ τον κύριο, το βράδυ δεν έχει παγωτό…» φωνάζει η μαμά του μπόμπιρα.

Θεέ μου πως ξαφνικά ο παράδεισος μεταλλάχτηκε σε κόλαση ! ! !

Σηκώνεσαι να φύγεις, μα πριν προκάμεις να σηκωθείς βρίσκεσαι και πάλι κάτω. Έσπασε το ποδάρι της ξαπλώστρας, ματώνει το πόδι σου. Ρίχνεις τα μπινελίκια της ζωής σου. Πληρώνεις για την ξαπλώστρα 15 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του νεροζουμιού που ήπιες που το ”βάφτισαν” καφέ. Ζητάς από τη κοπελιά να σου φέρει απόδειξη.

– Ξέρετε κύριε σήμερα έχει χαλάσει η μηχανή και δεν μπορώ να σε δώσω.

-Τι επιδημία και αυτή. Σήμερα όλες οι μηχανές χαλασμένες είναι, της απαντάς κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι

-Τι να σε πω κύριε. Έτσι είπε το αφεντικό. Εγώ για ένα μεροκάματο δουλεύω. Να τελειώσει η σεζόν να φύγω. Δούλους μας έχουνε εδώ. Έλα όμως που τα έχω ανάγκη τα χρήματα. Να ανοίξω ένα νυχάδικο να σταματήσω τα γκαρσονιλίκια.

Την κοιτάς στα μάτια βγάζεις από την τσέπη ένα χαρτονόμισμα και της το δίνεις.

-Κοπελιά εύχομαι του χρόνου που θα ξανάρθω να μη σε βρω εδώ, να έχεις πραγματοποιήσει το όνειρό σου.

-Νάσαι καλά κύριος, σε ευχαριστώ πολύ. Και πούσαι, η μηχανή μια χαρά δουλεύει, κόλπο του αφεντικού για να μη κόβει αποδείξεις.

Μπαίνεις στο αυτοκίνητο για την οδύσσεια της επιστροφής. Δίπλα σου ένας νεαρός με κεντημένο το κορμί από τα τατουάζ βοηθά το γκομενάκι να ανέβει στη χιλιάρα μηχανή και αφού της δίνει ένα πεταχτό φιλάκι της λέει

-Ρε μωρό σε λλλέω ρε αφού. ΣΑΝ ΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα