Σας μερσώ μαντάμ, ορέ ντου βαρ
Του Κωστή Ζαφειράκη Όπως όλοι μας οι μεγάλοι κωμικοί, πατούσε κι αυτός, ενστικτωδώς πάντα, στην υπερβολή του, και τη φλυαρία του ακόμα. Μέσα από τέτοιες «ασυδοσίες» εξάλλου, γεννήθηκαν όλοι οι θρυλικοί χαρακτήρες κι οι ηθοποιοί έφτασαν να θεωρούνται κοινωνικά αναψυκτικά, ανακουφιστικά κοινωνικά ξόρκια, όπως έχει πει κι ο Κωστής Παπαγιώργης. Ο Κώστας Χατζηχρήστος έφυγε από […]
Του Κωστή Ζαφειράκη
Όπως όλοι μας οι μεγάλοι κωμικοί, πατούσε κι αυτός, ενστικτωδώς πάντα, στην υπερβολή του, και τη φλυαρία του ακόμα. Μέσα από τέτοιες «ασυδοσίες» εξάλλου, γεννήθηκαν όλοι οι θρυλικοί χαρακτήρες κι οι ηθοποιοί έφτασαν να θεωρούνται κοινωνικά αναψυκτικά, ανακουφιστικά κοινωνικά ξόρκια, όπως έχει πει κι ο Κωστής Παπαγιώργης. Ο Κώστας Χατζηχρήστος έφυγε από τη Γη στις 3 Οκτωβρίου του 2001.
Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι ο Χατζηχρήστος, σ’ όποιον πλανήτη κι αν κατοικεί πια, καυγαδίζει αυτή τη στιγμή με την Μαρίκα Κρεβατά, για το κλεμμένο της δαχτυλίδι, ενώ ακόμα δεν έχει καταλήξει αν τελικά, επρόκειτο για τσιμινιέρα, φρυγανιέρα, μπαγιαντέρα ή απλώς μια μπιζουτιέρα. Τα λεκτικά του παραληρήματα ήταν «κατασκευασμένα» με μια συνταγή, που ακόμα κι ο Φρόυντ θα αδυνατούσε να εξηγήσει. Κυρίως, γιατί τις περισσότερες φορές δεν υπήρχαν καν στο σενάριο- προέκυπταν έτσι, αυτοσχεδιαστικά, από το πουθενά. Και βεβαίως καθρέφτιζαν ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού πληθυσμού, που εγκατέλειπε την επαρχία για να αναζητήσει την τύχη του στην Αθήνα της δεκαετίας του ΄60.
«Όσα και να βάλει ο Χατζηχρήστος, του Σακελλάριου θα είναι πάντα το έργο» έλεγε ο Αλέκος Σακελλάριος.
Ο Δήμος, ο Ηλίας, ο Μιχαλιός και ο θρυλικός Θύμιος
Η εκδίκηση του εσωτερικού μετανάστη, βρήκε στο πρόσωπο του Χατζηχρήστου την ιδανική της έκφραση. Ο Χάρυ Κλυνν και ο Λάκης Λαζόπουλος χρησιμοποίησαν πολλές φορές τις δικές του παρτιτούρες, για να ενσαρκώσουν αντίστοιχους κοινωνιολογικούς χαρακτήρες. Έχοντας χαρτογραφηθεί ως ο καθαρόαιμος Ρωμιός του ελληνικού σινεμά, ο Χατζηχρήστος, απλώς αναπαράγει το μοντέλο του μπαρμπα-Γιώργου, σατιρίζοντας όμως παράλληλα και την πατροπαράδοτη ελληνική λεβεντιά. Ερχόμενος από τα χωριά της Ρούμελης, μ’ ένα καλάθι γεμάτο αυγά και μια ζωντανή κότα κάτω απ’ το σακάκι του, προβάλλει ως το αντίπαλον δέος στην ηθική κατάπτωση της μεγαλούπολης και χάρη στην τιμιότητά και την αγνότητά του, κερδίζει πάντα τη συμπάθεια του θεατή. Ακόμα κι όταν βάζει μπρος την κουτοπονηριά του και την περιέργειά του- κουτσομπόλης σε βαθμό ειδησεογραφικού πρακτορείου- παραμένει πιστός στην ορεσίβια ηθική του. Πιο λογικός απ’ τους λογικούς στο «Τρεις δραπέτες απ’ το φρενοκομείο», φουκαράς κλέφτης που παριστάνει τον αστυφύλακα στον «Ηλία του 16ου», τυχοδιώκτης της κακιάς ώρας στο «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα», γκαφατζής βρικόλακας στο «Δράκουλας και Σία», ο Κώστας Χατζηχρήστος έγινε γρήγορα ο επαρχιώτης της διπλανής πόρτας.
«Να τον κάνεις βλαχάκι…»
Θύμιος στην χώρα του σπριπτίζ, Μιχαλιός του 14ου Συντάγματος, Μπακαλόγατος, Απίθανος, Άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα, Ταυρομάχος, Τυχεράκιας, κόμης Χατζηχρήστος, Κύριος Πτέραρχος, Δήμος απ’ τα Τρίκαλα, Τρακαδόρος της Αθήνας. Ανήκε στο αρχετυπικό πάνελ του Καραγκιόζη κι ίσως γι’ αυτό οι θρυλικές του ατάκες, «Τίποτας», «Ασουπή», «Αμ’ πως;», να εξισώθηκαν στην συνείδηση του κόσμου, με το περίφημο «Θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε». Και το πιο σημαντικό: αν και επαναλάμβανε συχνά την ίδια φιγούρα, στο θέατρο και τον κινηματογράφο, αν και συχνά εμπιστευόταν την φλυαρία του, ποτέ του δεν έπεσε στην παγίδα της μπαλαφάρας, του χοντροκομμένου αστείου, της γκριμάτσας και των εύκολων λύσεων. Ωστόσο, στο σύνολό των 300 και βάλε ταινιών του, τις περισσότερες φορές αναπαρήγαγε μοντέλα, όπως τον «Ηλία του 16ου » των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου ή τον «Μπακαλόγατο» των Χρήστου και Γιώργου Γιαννακόπουλου. Ο Ηλίας (στο θέατρο τον είχε παίξει ο Βασίλης Λογοθετίδης) γυρίστηκε μέσα σε 16 μόνο μέρες κι έκανε πρεμιέρα στις 16 Απριλίου του 1965. Μετά την προτροπή του Φίνου, «να τον κάνεις βλαχάκι. Όλοι οι πολιτσμάνοι από τα χωριά έχουν έρθει» πέταξαν στα σκουπίδια τα γυρίσματα των πρώτων ημερών και μέσα σε μισό περίπου μήνα, είχαν ολοκληρώσει ένα μικρό αριστούργημα- από τις λίγα, μαζί με το «Της Κακομοίρας», πετυχημένα κοινωνικά σχόλια της εποχής. «Βγαίνει ο Ηλίας και σώζεται ο Φίνος, που ήταν τότε καταποντισμένος οικονομικά».
Συνταγματάρχης…Θύμιος
Η πρώτη του έξοδος στη σκηνή, έγινε στη Λάρισα κι ήταν απλώς μια ενστικτώδης κίνηση αυτοπροστασίας, για να γλιτώσει από μια «ομάδα κομαντατούρηδες». Όταν η ζωή έχει αποφασίσει για σένα, δύσκολα ξεφεύγεις, ακόμα κι να το παιδικό σου όνειρο είναι να γίνει συνταγματάρχης- τουλάχιστον η τέχνη του τον αποζημίωσε, δανείζοντας του έστω και για λίγο την αίγλη ενός πτεράρχου. Αν είχε ακολουθήσει το «ψώνιο» της ζωής μου, όπως ο ίδιος έλεγε, θα γινόταν στρατιωτικός, συνταγματάρχης. Έφτασαν όμως λίγα δευτερόλεπτα, σκηνοθετημένα από το «ανεξήγητο», για να ανατρέψουν εντελώς τον αρχικό του επαγγελματικό προσανατολισμό: «Ήμουν αντάρτης στην Λάρισα. Δεν πήγα για να πάρω γαλόνια ή και να γίνω μέγας και τρανός. Πήγα για την πατρίδα μου και για να φύγουνε οι Γερμανοί από την Ελλάδα…Το ίδιο πράγμα έκανε και ο μεγάλος στρατηγός, ο Σαράφης, αν θυμόσαστε. Ο άνθρωπος, μόλις φύγαν οι Γερμανοί, είπε: ‘Παιδιά μου, τώρα θα πάω κι εγώ σπίτι μου’. Έτσι ακριβώς έκανα κι εγώ. Στη Λάρισα λοιπόν ήταν ένας θίασος κάποιου Λουκά Μυλωνά και πρωταγωνιστούσε η Σπεράντζα Βρανά. Παίζανε σ’ ένα καφενείο. Εγώ το μόνο ρούχο που είχα να με προστατεύει, ήταν ένα πέτσινο μπουφάν γερμανικό, που μου το’ χε χαρίσει ένας Λαμπουσιάδης, αξιωματικός της Αντίστασης. Το φόραγα και το’ χα κρυψώνα ενός εγγλέζικου όπλου, ενός ΣΤΕΝ, απ’ αυτά που μας έδιναν οι Εγγλέζοι και ποτέ δεν ήσουν σίγουρος ότι θα πιάσει με την πρώτη. Περνάω λοιπόν, ένα βράδυ κοντά από το καφενείο, με το μπουφάν και το ΣΤΕΝ από κάτω και βλέπω μια ομάδα κομαντατούρηδες. Είδα που γυαλίζανε τα γαλόνια που φορούσαν… Μπαίνω κατευθείαν στο καφενείο για να γλιτώσω από το μπλόκο. Πέρασα μάλιστα μέσα από τη σκηνή και ρώτησα τους ηθοποιούς αν με θέλουν τίποτα…Τα χάσανε τα παιδιά που με είδανε. Τους λέω: ‘Σιγά γιατί είναι η Κομαντατούρ απ’ έξω, η στρατιωτική αστυνομία’. Στη σκηνή εκείνη την ώρα ήταν η Μπέτι Μοσχονά, η Σπεράντζα Βρανά…Αργότερα με την απελευθέρωση, στη Λάρισα κατέβηκα πάλι και κόλλησα στο θίασο κι έγινα κι εγώ ηθοποιός…Κι άρχισα να βλέπω ότι όλοι λέγανε: ‘Α, τον Χατζηχρήστο μην τον φοβάστε. Θα πάει μπροστά…Θα γίνει μεγάλος’. Ένα μπουλούκι ήτανε, αλλά καθαρό και με φιλότιμη ψυχή από κάτω. Πονεμένα θεατρινάκια ήμασταν».
(Στον Μάνο Τσιλιμίδη, Περιοδικό Σινεμά- Οκτώβριος 1993)
Το χρήμα δεν το λογαριάζω
Στο βιογραφικό του δεν υπάρχουν πουθενά οι λέξεις δεύτερος και πλούσιος. Στη παιδική του γειτονιά, ήθελε πάντα να είναι πρώτος, ο αρχηγός: «Ήθελα να είμαι μόνος μου…να γίνεται αυτό που λέω εγώ. Είτε ποδοσφαιρική ομάδα έφτιαχνα, είτε θιασάκους έστηνα, είτε Καραγκιόζη παίζαμε, ήθελα να είμαι εγώ ο αρχηγός». Κι αυτό το πλήρωσε αρκετές φορές στην καλλιτεχνική του πορεία, αναλαμβάνοντας ο ίδιος πολυδάπανες παραγωγές, που τις περισσότερες φορές του άφηναν ελάχιστα έως καθόλου κέρδη. Ούτε ο φίλος του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μπορούσε να δεχθεί ότι ένας άνθρωπος με τέτοια θητεία στη show biz, είχε οικονομικά προβλήματα. «Να πας στην Ελβετία που έχεις καταθέσεις σε τρεις τράπεζες» του απαντούσε κάθε φορά που ο Χατζηχρήστος του μιλούσε για την δυσάρεστη οικονομική του κατάσταση. Πίστευε δηλαδή ο Καραμανλής πως ο φίλος του ήταν ζάπλουτος: «Τριακόσιες πενήντα ταινίες έχεις κάνει ρε πούστη. Τι έγιναν τα λεφτά; Όσα κι αν σου φάγανε οι σουσουράδες, κάποια θα σου μείνανε. Πού τα’ χωσες; Στην Ελβετία τα’ χωσες… Άκουγε πολλές φορές ότι φεύγω για Ελβετία. Σπούδαζε η κόρη μου εκεί…Άκουγε λοιπόν ο Καραμανλής ότι φεύγω και μου έλεγε: ‘Πάλι φεύγεις;’. ‘Πάω στην Ελβετία για το παιδί μου’ απαντούσα. ‘Ξέρω, ξέρω γιατί πας’. Έτσι νομίζει. Ότι το παιδί μου ήταν το άλλοθι για να πηγαίνω στην Ελβετία να καταθέτω». Όλα τα χρήματα από τις ταινίες τα έριχνε στο θέατρο. Ενώ δηλαδή θα μπορούσε να είχε επαναπαυτεί στην κινηματογραφική επιτυχία του θρυλικού επαρχιώτη, πολλαπλασιάζοντας τα κέρδη του, έπαιζε διαρκώς τις καταθέσεις του κορώνα γράμματα, ανεβάζοντας υπερπαραγωγές στο θέατρο. Μια από τις ιστορικές παραγωγές του ήταν το «Καζινό Ντε Παρί», το 1963, ένα χολιγουντιανό κυριολεκτικά υπεθέαμα, με αυτοκίνητα πάνω στη σκηνή, αεροπλάνα, μπαλέτα. « Εκατόν δεκαοχτώ άτομα κάθε βράδυ να πληρώνονται. Τα’ χε βάλει η Ντιριντάουα κάτω με μολύβι και χαρτί και μου λέει: ‘Κάθε βράδυ φουλ να είσαι, θα χάνεις και τριάντα οχτώ χιλιάρικα’ ». Κι ενώ το εισιτήριο της εποχής δεν ξεπερνούσε τις 40 δραχμές, εκείνος το ανέβασε στις 75 «και με γραβάτα. Ήταν η καταστροφή μου…Σου λέει ο κόσμος: ‘Ο πιο λαϊκός ηθοποιός της Ελλάδας, ο Χατζηχρήστος, και με θέλει να πάω με γραβάτα;’ Είχανε στηθεί οι γραβατάδες απέξω και πουλάγανε…Το είχα δει το χάλι και είπα τέρμα η γραβάτα, αλλά ήταν αργά…». Παρά τις επιχειρηματικές του κινήσεις και τις αστρονομικές του αμοιβές, δεν έμαθε ποτέ του, το χρώμα του χρήματος. Μπορούσε να ξοδέψει σε δευτερόλεπτα τον εθνικό μας προϋπολογισμό, αδιαφορώντας για τις συνέπειες- αρκεί που έκανε το κέφι του.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής
Χάρη στον Κωνσταντίνο Καραμανλή μπόρεσε να ξεπληρώσει τα χρέη του και να ορθοποδήσει οικονομικά, όταν ανέβασε μεταπολιτευτικά, την επιθεώρηση «Ήρθε το παλικάρι μας, τώρα μη φοβάστε». Αλλά και σε άλλες κρίσιμες περιόδους της ζωής του, η παρουσία του πάλαι ποτέ πρόεδρου της Δημοκρατίας, ήταν καταλυτική. Όταν προσπαθούσε, για παράδειγμα, να απεξαρτηθεί από το ποτό- το μόνιμο «καταφύγιό» του σε περιόδους προσωπικών και καλλιτεχνικών κρίσεων- ο Καραμανλής ήταν πάντα στο πλάι του. Σε μια από τις πολλές του απόπειρες απεξάρτησης, έμενε στο ξενοδοχείο Τρωικόν, «και ξαφνικά έκλεισαν τα τηλέφωνα από παντού, γιατί ήθελε να μου μιλήσει ο Πρόεδρος. Καταλαβαίνετε τι έγινε στο ξενοδοχείο…Πότε μου μίλαγε καλά, πότε νταηλίδικα. ‘Πρόσεξε’ μου λέει, ‘μην έρθω καμιά μέρα και σε μαζέψω με αλυσίδες για να σε χώσω μέσα, να γίνεις καλά. Δεν είναι πράγμα που δεν κόβεται’. Και μ’ έβαλε στο νοσοκομείο της Αεροπορίας. Μπήκα σαν πτέραρχος». Με τον Καραμανλή γνωρίζονταν από τα χρόνια της Κατοχής, είχαν συναντηθεί και στο και στο Παρίσι- ο ένας αυτοεξόριστος «τι αυτοεξόριστος…κυνηγημένος δηλαδή» κι ο άλλος για την τεχνική επεξεργασία της ταινίας του, «Ο Ταυρομάχος Προχωρεί». «Τον ζήτησα σαν Τριανταφυλλίδη…με το όνομα αυτό είχε φύγει για το Παρίσι, αυτοεξόριστος…Τι αυτοεξόριστος, κυνηγημένος δηλαδή…Του είχα πάει ούζο Σαν Ριβάλ, που του αρέσει και φιστίκια αιγινίτικα».
Τα ξυραφάκια ASTOR
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1944 και στον κινηματογράφο το 1952, στη ταινία ο «Πύργος των Ιπποτών» των Τσιφόρου Ασημακόπουλου. Γεννημένος στην Θεσσαλονίκη το 1921, ήταν ο τελευταίος των Μοϊκανών Με τον θάνατό του έκλεισε ο κύκλος των ασπρόμαυρων ηρώων, εκείνων δηλαδή των χαρακτήρων που βρήκαν τις τέλειες αναλογίες στα σώματα του Λογοθετίδη, του Αυλωνίτη, του Ηλιόπουλου… που έγιναν το σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης εποχής- των θρυλικών πλέον δεκαετιών του ’50 και του ’60, με την ελληνική show biz να αναπαράγει σε μεγέθυνση πάντα, κοινωνικά μοντέλα, από τον, στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, μικροαστό ως τον αλμοδοβαρικό κι απόλυτα ξένο στο αθηναϊκό μωσαϊκό, επαρχιώτη. Ο Χατζηχρήστος, προτού ακόμα γεννηθεί είχε πολιτογραφηθεί στην δεύτερη κατηγορία. Η πρώτη εμφάνιση του παράξενου αυτού ταξιδιώτη από την μακρινή επαρχία έγινε το καλοκαίρι του 1949, στο Βερντέν, στο Βαριετέ της Κούλας Νικολαίδου, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. «Εκεί κάνω την πρώτη μου αθηναϊκή επιτυχία. Σκίζω κόκαλα. Το νούμερο αυτό που έκανα, ένα βλάχο τροχονόμο, μου το’ χε γράψει ο Κώστας Νικολαίδης, αδελφός της Κούλας, κι εγώ δεν ήθελα να το κάνω κι έγινε μεγάλος καβγάς. Εκεί λοιπόν πρωτόκανα το βλάχο τροχονόμο, και μετά το ’61, ξανακάνω τον τροχονόμο στο Μετροπόλιταν και γίνεται χαμός…». Ο Θύμιος, όπως ήταν απολύτως φυσικό, έγινε γρήγορα το πρόσωπο της ημέρας, χάρη και στις ραδιοφωνικές διαφημίσεις. Η φράση «Τα’ κουσες πουλί μου; Να πάρεις ξυραφάκι ASTOR που ξυρίζει καλά. Κάνει και κόντρα. Αμ’ πως;» ακουγόταν τότε καθημερινά από το ραδιόφωνο.
Εγώ την γυναίκα την θέλω πολυκατοικία, να είναι πολυόροφη
«Ήταν ένα είδος Δον Ζουάν» γράφει γι’ αυτόν η Σπεράντζα Βρανά. «Μια ζωή θέατρο και γυναίκες, και ωραίες γυναίκες, όχι γυναίκα να’ ναι κι ό,τι να’ ναι. Αναρωτιόμουν πάντα πως τις προλάβαινε, και προπαντός πως κατάφερνε τόσες όμορφες γυναίκες που πέρασαν κατά καιρούς από τη ζωή του, απ’ την καρδιά του και το κρεβάτι του, να τον ερωτευτούν…».
-Θα πάω στην Γερμανία
Χατζηχρήστος: Ξέρεις γερμανικά για να συνεννοείσαι; – Όχι. – Και πως θα πας χωρίς να ξέρεις την γλώσσα; Θα πάθεις ότι έπαθα εγώ όταν πήγα στην Αμαλιάδα. (ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΙ- σενάριο Νίκος Τσιφόρος)
Το θρίλερ της Γερμανίας
Από τη Θεσσαλονίκη, βρέθηκε σε ηλικία 20 περίπου χρονών, στη Γερμανία, την περίοδο της Κατοχής, όταν αποφάσισαν με την πρώτη του γυναίκα, να πάνε εκεί εργάτες, ανυποψίαστοι για το θρίλερ που τους περίμενε στο Έτζεσφιλντ και το Μπάντεν Μπάντεν. «Ήμαστε κάπου 200 Έλληνες οι οποίοι δεν φταίγαμε σε τίποτα, εμείς είχαμε πάει στην Γερμανία να κάνουμε αίτηση να δουλέψουμε. Εν τω μεταξύ, έξω από τη Βέροια, όταν φεύγαμε, είχε γίνει μπλοκάρισμα γιατί στο τρένο βάλανε καμιά διακοσαριά κρατούμενους, που τους είχαν αρπάξει από τις γύρω περιοχές με ξύλο, και μας βάλανε όλους μαζί και μπερδευτήκαμε. Κι έτσι βρεθήκαμε κρατούμενοι, μόνο που δεν ήμαστε σφραγισμένοι, γιατί οι άλλοι, οι σφραγισμένοι, στέλνονταν στο Νταχάου, ή για εκτέλεση. Μαύρες μέρες γεμάτες αγωνία. Θα μας εκτελέσουνε;». Έξι μήνες κράτησε η περιπέτεια της Γερμανίας κι όταν ξαναγύρισε στην Ελλάδα, άρχισε σιγά σιγά να μπαίνει στο πετσί του ρόλου, για τον οποίο τον προόριζε ο αόρατος σκηνοθέτης.
Από τα μπουλούκια στο Ακροπόλ
Ο πρώτος του ρόλος ήταν ένας αμαξάς. Χειμώνας του ‘42-43. Σχεδόν αυτόματη ήταν η απόφασή τους να ακολουθήσουν ένα μπουλούκι που πέρασε εκείνη τη χρονιά από την Νάουσα. «Όμορφο κορίτσι η Νίτσα, εγώ μέσα σ’ όλα, να βοηθάω, να κάνω τα πάντα, μας πήρανε. Παίζανε όλα τα έργα και νούμερα και τα πάντα, έτσι ήτανε τότε στα τσαντήρια». Το μυθιστόρημα είχε ήδη αρχίσει να γράφεται με όλα τα αβανταδόρικα και καταραμένα υλικά που απογειώνουν την πλοκή του: παραστάσεις σε καφενεία, πείνα, φτώχεια, κρύο, «βάζαμε εφημερίδες κατάχαμα για να ζεσταθούμε», ερωτικές περιπέτειες, «ήμουν τότε ερωτευμένος με την Μπέτυ, που ήταν μία κούκλα», κυνηγητό με τους Γερμανούς, «στο σταθμό Λαρίσης, γίνεται η σκηνή με το διερμηνέα που μας ειδοποιεί ότι σύμφωνα με τα χαρτιά που μας δώσανε από την Κομαντατούρα, μας στέλνουνε για εκτέλεση στην Θεσσαλονίκη», αντάρτικο στο πλάι του Άρη Βελουχιώτη. Τ’ όνομά του είχε ήδη αρχίσει να συζητιέται στον θεατρικό κόσμο. «Είσαι μεγάλο χαρτί. Θα δεις τι θα κάνω εγώ για σένα» του είχε πει ο Αλέκος Σακελάριος, όταν γνωρίστηκαν στην Αλεξάνδρεια. Το 1952, ξεκινάει η συνεργασία του με τον Μπουρνέλη στο ναό, τότε, της επιθεώρησης, το Ακροπόλ κι από κει στο Περοκέ, (όταν τα τσούγκρισε με τον Μπουρνέλη) και στο Θέατρο Κυβέλης, στο Σύνταγμα, με επικούς κυριολεκτικά θιάσους: Καίτη Ντιριντάουα, Κοκκίνης, Βρανά, Βλαχοπούλου, Μάγια Μελάγια, Αλέκα Στρατηγού, Μαρίκα Κρεββατά, Πόπη Άλβα, Γιάννης Φλερύ, Λίντα Άλμα…ο Ανεμογιάννης στα σκηνικά, ο Μουζάκης στη μουσική. Και για να μην ξεχνιόμαστε: «Το ειδύλλιο με την Ντιριντάουα πλέχτηκε στο Περοκέ, το επόμενο καλοκαίρι, 1955, όταν τελείωσε η δουλειά στο Κυβέλης». Ο γάμος τους, το 1958, συνδυάζεται με την ασύγκριτη επιτυχία, «κάνω σκόνη το σύμπαν» όπως είχε πει κι ο ίδιος , του «Γρανίτα και χωνάκι, λαός και κολωνάκι».
Ο εφιάλτης του «Καζινό Ντε Παρί»
Θιασάρχης, παραγωγός και σκηνοθέτης, (στον κινηματογράφο συνεργαζόταν για πολλά χρόνια με τον Απόστολο Τεγόπουλο), υπήρχαν περίοδοι που ακολουθούσε το πρόγραμμα της «διαβολοβδομάδας», λες κι ήταν καταδρομέας, με οικονομικό και πολλές φορές ψυχικό και σωματικό κόστος. «Έφυγα κάποτε και γύρισα όλη την Ευρώπη για να τελειώσω την ταινία ‘Ο Ταυρομάχος Προχωρεί’…Εκατομμύρια χαθήκανε…Πούλησα κι ένα σπίτι που είχα στην Αγίου Μελετίου με Αχαρνών. Τώρα είναι η Εθνική Τράπεζα εκεί». Το καλοκαίρι του 1963, με την υπερπαραγωγή, «Καζινό Ντε Παρί», ήταν κάτι σαν τον εφιάλτη στο δρόμο με τις λεύκες: «Ήρθαν όλα μαζί και τότε ήταν που στράβωσε το στόμα μου. Από την στεναχώρια μου έκανα ένα αχ και ξαφνικά πήγε το στόμα μου εδώ και πάνω και δεν μπορούσα να μιλήσω. Στο Καζινό Ντε Παρί, ήταν η πρώτη χρονιά που βγήκε ο Βοσκόπουλος. Τον είχα στην παράσταση κομπέρ. Και πάω ένα βράδυ να του μιλήσω πάνω σ’ ένα νούμερο και βλέπει ο Τόλης ότι δε μιλάω σωστά…Εγώ δεν κατάλαβα καθόλου. Νόμιζα ότι τα λέω σωστά. Και εκείνος άκουγε κάτι μασημένες λέξεις, σαν κραυγές. Και ανεβαίνει η Ντιριντάουα επάνω, με παίρνουν, με πάνε στον γιατρό κατευθείαν, λέει ο γιατρός: ‘Στην απομόνωση παιδιά’. Και βλέπω μετά ότι το πηγούνι μου είχε πάει στ’ αυτί μου…Και πως έγινα καλά; Ήμουν στην γαλαρία του θεάτρου μου ένα απόγευμα κι έκανε πρόβα ο Γιώργος ο Μουζάκης με τον Σταύρο τον Παράβα για ένα νούμερο. Είχα πάει στο θέατρο μου σαν θεατής και πάντα είχα ένα κασκόλ γύρω από το στόμα μου για να μη φαίνεται αυτό το τραγικό πράγμα. Κάτι είπε ο Παράβας στον Μουζάκη για τη μουσική και σηκώνομαι πάνω και του λέω: ‘Ρε τσόγλανε, ξέρεις μουσική καλύτερα απ’ τον Μουζάκη;’ Και ήρθε το στόμα μου στην θέση του». Δεν πέρασαν δέκα μέρες από το ατύχημα και ξανανέβηκε στη σκηνή.
Δεν έλειπαν βεβαίως και οι περιοδείες στο εξωτερικό, Αμερική, Αυστραλία…Μάρτης του 1964, με τον Βοσκόπουλο, την Αλέκα Στρατηγού, τον Μεντή, την Σπεράντζα Βρανά… «…Αυστραλία, παίζαμε στα γήπεδα…Έγινε αλαλαγμός, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει με κανέναν άλλο θίασο, και παίρνω τα λεφτά της ζωής μου…1.700.000»…
Θέατρο Χατζηχρήστου
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 κάποιος του ρίχνει την ιδέα να αποκτήσει το δικό του θέατρο- χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να το αποφασίσει, «κι ορμάω και ζητάω λεφτά από διάφορους κινηματογραφιστές για αν συγκεντρώσω το ποσό που χρειαζόταν. Ένα εκατομμύριο εφτακόσιες χιλιάδες. Τα μαζεύω, τα δίνω στον Πανάγιο Τάφο (νοίκιαζε τον χώρο από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων). Το φτιάχνω κι αρχίζω στις 17 Φεβρουαρίου 1962 με τον Πτέραρχο…». Τα τελευταία χρόνια, πέρα από τις περιπέτειες με την υγεία του, αντιμετώπιζε και σοβαρά προβλήματα με το θέατρο του- όταν το χρέος του προς τον ιδιοκτήτη, ξεπέρασε τα 8 εκατομμύρια, η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια, με όλες τις αναμενόμενες συνέπειες- εδώ και δυο χρόνια πάντως ένα από ιστορικά θέατρα της Αθήνας, δεν υπάρχει. Για την καταλυτική του παρουσία στην ελληνική επιθεώρηση έχει τιμηθεί με το βραβείο «Παναθήναια» από το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου- Θεατρικού Μουσείου, το 1997, ενώ το 1994 είχε λάβει, από το Υπουργείο Πολιτισμού, «ως αντίδωρο για την προσφορά του στην τέχνη» πέντε εκατομμύρια δραχμές, μια εφάπαξ τιμητική σύνταξη.
Το συναξάρισμα
Ο Χατζηχρήστος, ανήκει στο πάνθεον των κωμικών που σχεδόν αδιαφορούσαν για το κείμενο- όταν αυτό βεβαίως έμπαζε νερά- έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στις αυτοσχεδιαστικές τους υπερβάσεις. Όπως όλοι μας οι μεγάλοι κωμικοί, πατούσε κι αυτός, ενστικτωδώς πάντα, στην υπερβολή του, και την φλυαρία του ακόμα. Μέσα από τέτοιες «ασυδοσίες» εξάλλου, γεννήθηκαν όλοι οι θρυλικοί χαρακτήρες κι οι ηθοποιοί έφτασαν να θεωρούνται κοινωνικά αναψυκτικά, ανακουφιστικά κοινωνικά ξόρκια, όπως έχει πει κι ο Κωστής Παπαγιώργης. Είχε τη δύναμη και τις εντάσεις να απογειώσει, ακόμα και την φορολογική ενημερότητα, χάρη σε μια δική του πατέντα, το συναξάρισμα: «Έπαιρνα παιδί μου, το νούμερο, κι όταν έβγαινα στη σκηνή έκανα άλλο, κι όχι αυτό που μου είχαν γράψει. Έβαζα τόσες προσθήκες μέσα, που γινότανε άλλο νούμερο. Βέβαια, οι προσθήκες μου ερχόντουσαν απάνω στη σκηνή, δεν τις είχα προετοιμασμένες, γι’ αυτό και ήταν διαφορετικές κάθε βράδυ. Όταν το νούμερο που μου φέρνανε ήταν το καραπιλάφι, δεν το έδινα πίσω στους συγγραφείς, αλλά έβγαινα απάνω στη σκηνή και πλάκωνα το συναξάρισμα, ο κόσμος δεν καταλάβαινε, έτσι όπως τα έλεγα γρήγορα γρήγορα, συναξαριστά, γελάγανε τόσο πολύ και να το χειροκρότημα. Κι ύστερα να’ χεις και τον συγγραφέα να σου κορδώνεται για το ωραίο νούμερο που’ γραψε…».