Σαββατόβραδο χωρίς τίτλο
Τώρα που τέλειωσαν τα ψέματα και βρήκα επιτέλους τα ιδανικά κόκκινα φασόλια, να ‘ρθεις με την πρώτη ευκαιρία να μαγειρέψω μεξικάνικο. Το δοκίμασα ένα Σάββατο βράδυ και, παρόλο που έκλαιγα από το τσίλι, ήταν εξαιρετικό. Προχωρημένη νύχτα, μου τέλειωσαν τα τσιγάρα, βγήκα να πάρω κι έπεσα πάνω στον Γιώργο Μαργαρίτη, που τραγουδάει σ’ ένα μαγαζί […]
Τώρα που τέλειωσαν τα ψέματα και βρήκα επιτέλους τα ιδανικά κόκκινα φασόλια, να ‘ρθεις με την πρώτη ευκαιρία να μαγειρέψω μεξικάνικο. Το δοκίμασα ένα Σάββατο βράδυ και, παρόλο που έκλαιγα από το τσίλι, ήταν εξαιρετικό. Προχωρημένη νύχτα, μου τέλειωσαν τα τσιγάρα, βγήκα να πάρω κι έπεσα πάνω στον Γιώργο Μαργαρίτη, που τραγουδάει σ’ ένα μαγαζί εδώ δίπλα. Φόραγε ένα μαύρο σακάκι και περπάταγε με το κεφάλι μισοκατεβασμένο, μάλλον μίλαγε στο κινητό του, δεν ξέρω. Θυμήθηκα τότε που είχα κολλήσει με το «Αμίλητα ζευγάρια» αλλά ποτέ δεν είχα πάει να τον ακούσω. Ποιος να μου το ‘λεγε ότι τώρα δεν έχω παρά να διασχίσω τον ακάλυπτο για να βρεθώ στην πίστα απ’ όπου τα ρίχνει τα Σάββατα στους ορκισμένους εσαεί να γονατίζουν στο πρώτο βλέμμα.
Για κάποιο λόγο που δεν είμαι σε θέση να σου εξηγήσω ούτε αυτή τη στιγμή ούτε καμία άλλη, ο Γιώργος Μαργαρίτης μου άρεσε πάντα. Μπορεί για τη φωνή του που μου θύμιζε υπόγεια γκαράζ και βιοτεχνίες γυναικείων ενδυμάτων, μπορεί που είχα διαβάσει κάπου ότι ηχογραφούσε τους δίσκους του ξυπόλητος. Μετά από πολλά, τον έχασα κι έπαψε να μου αρέσει, όπως σταματάει να σου αρέσει κάποιος που δεν ανανεώνει το ενδιαφέρον σου ή που ζωή το στρέφει αλλού (το ενδιαφέρον). Είναι πολλοί τέτοιοι, θέλω να πω συμβαίνει συχνά να μην αντέχει για πολύ το είδωλο, ίσως γιατί κρύβει τον άνθρωπο ή γιατί συνηθίσαμε πια να ζούμε με τους αντικατοπτρισμούς των άλλων κι όχι με τους ίδιους. Ο αντικατοπτρισμός μαραίνεται γρήγορα κι ούτε είναι λύση να βγάζει δίσκο ο καθένας κάθε τρεις και λίγο για να συντηρεί το αίσθημά μας. Άσε που οι περισσότεροι που μας καίνε δεν είναι τραγουδιστές, ούτε καν μια νότα σωστή δεν καταφέρνουνε. Ούτε η εποχή σηκώνει πολλά πολλά τραγούδια, τα χρέη είναι ολόκληρος στρατός και οι ορχήστρες πολυτέλεια. Συμφωνείς, το ξέρω. Αλλά ακόμα κι αν δεν συμφωνούσες και συνέχιζες να τραγουδάς (φάλτσα; Φάλτσα, τι να κάνουμε…) δεν θα υπήρχε κανείς να σ’ ακούσει, έτσι προσηλωμένοι όπως είμαστε όλοι στη μέσα μας φωνή που διατάζει «πλήρωνε!». Τον Γιώργο Μαργαρίτη όμως υπάρχει κόσμος που συνεχίζει να τον ακούει φανατικά, βουνό τα διπλοτριπλοπαρκαρισμένα μπροστά στο δρόμο του μαγαζιού του, αγανακτούσε ο πορτιέρης να τους βάλει σε μια τάξη, άντρες και γυναίκες έτοιμοι για το τελευταίο ξέδομα. Έτσι είναι: τα δανεικά τα γυρίζεις μόνος σου, ο καημός θέλει παρέα. Και κάποιον να τον τραγουδήσει, δε σου λέω κάτι καινούργιο, σωστά;
Βγήκα στο πίσω μπαλκόνι να καπνίσω ελπίζοντας ότι θα τον ακούσω αλλά προφανώς το μαγαζί ήταν ηχομονωμένο κι έμεινα με τη χαρά μισή. Ούτε να σηκωθώ και να πάω μ’ έπαιρνε (σου μιλάω για άγρια μεσάνυχτα, πολύ βαριά ώρα για μεσήλικα ξεσαλώματα). Αλλά και στο μπαλκόνι να τη βγάλω παραπονεμένος δεν ήθελα. Οπότε ξαναμπήκα μέσα κι έβαλα το υπόλοιπο τσίλι στο τάπερ. Καλύτερα, είπα να είχα συναντήσει την Κέιτ Μος τη στιγμή που περπάταγε στη μέση μιας μεγάλης ευρωπαϊκής λεωφόρου με το κεφάλι κι εκείνη χαμηλωμένο, το καπέλο και τις αστραφτερές της παγέτες, στην διάσημη φωτογραφία της που μια εποχή είχε κάνει το γύρο του κόσμου, πριν μείνει έγκυος και τη ζωγραφίσει ο Λούσιαν Φρόιντ. Μόνο που θα έπρεπε να μένω στο Λονδίνο ή στο Βερολίνο (δύσκολο) και πάλι να μου ‘χουν τελειώσει τα τσιγάρα (εύκολο).
Ιδέα δεν έχω πως σταμάτησα να σκέφτομαι τον Μαργαρίτη και κόλλησα στη σκέψη της ανέφικτης Κέϊτ. Μπορεί να φταίει το σιντί του Μπιλ Έβανς που έπαιζε ή που έχω στην πόρτα του ψυγείου μου το πορτρέτο της (η άλλη διάσημη φωτογραφία της, δια χειρός Μάριο Τεστίνο) ή που τις προάλλες έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ γι’ αυτήν στην τηλεόραση και βγήκε σε μια στιγμή η Βίβιεν Γουέστγουντ και μίλησε. Μ’ αρέσει η Κέϊτ, είπε. Μπορεί να έχει περάσει πολλά αλλά δεν τη νοιάζει. Κι ίσως ναι, σκέφτηκα, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να συναντήσεις ένα κορίτσι που να ‘χει περάσει πολλά και να μην το νοιάζει. Και να σου πει πώς το καταφέρνει αυτό. Κι αν αυτό το κορίτσι είναι η Κέϊτ (πλάκα μου κάνεις;), ακόμα καλύτερα. Μόνο που δεν θα τραγούδαγε τα «Αμίλητα ζευγάρια» ούτε τους «Δρόμους του πουθενά» όπως ο Μαργαρίτης. Αλλά ο Μαργαρίτης τραγουδάει δίπλα μου, θα πεταγόμαστε να τον ακούσουμε. Κι εσύ μαζί εννοείται, τι, μόνοι μας;
*Από το τεύχος 174 της Parallaxi