Σε έναν κόσμο που πάντα θα πνίγονται άνθρωποι…
Ταξιδεύοντας για νέες πατρίδες με μια ελπίδα αβέβαιης επιβίωσης.
Να φεύγεις από έναν κόσμο που φλέγεται αφήνοντας πίσω μία ολόκληρη ζωή, μία πατρίδα που σε διώχνει. Μία πατρίδα της απόλυτης ανασφάλεια, της μάχης επιβίωσης. Είχες την ατυχία να γεννηθείς σε ένα ταραγμένο τόπο, να γνωρίσεις εκεί τον έρωτα της ζωής σου, να νιώσεις εκεί το πρώτο άγγιγμα των παιδιών σου, να ποτίσεις εκεί με τα δάκρυα σου το χώμα της, να ακούς πυρά το πρωί που ξυπνάς, να χάσεις εκεί την πίστη σου για τα πάντα και τελικά να πάρεις την απόφαση να φύγεις.
Να πάρεις την απόφαση να την εγκαταλείψεις γνωρίζοντας πως το μέλλον θα είναι αβέβαιο αλλά με την ελπίδα του ότι εκεί που θα πας τα παιδιά σου θα μεγαλώσουν καλύτερα από εσένα. Εκεί που θα πας, ο θάνατος δεν θα υπάρχει καν στην ημερήσια σκέψη ως ενδεχόμενο.
Μαζεύοντας κάποια χρήματα και όσα αντικείμενα της ζωής σου μπορείς να κουβαλήσεις, θυμητάρια ενός κόσμου που αφήνεις πίσω, μπαίνοντας σε μία βάρκα με χιλιάδες άλλους, στοιβαγμένους. Οι μάνες πήραν μαζί τα παιδιά τους, ακούγονται κλάματα μωρών, τον ξεριζωμό μπορεί να μην τον νοιώθουν όσο εσύ, αλλά την αγωνία στο βλέμμα σου την αντιλαμβάνονται. Πίσω σου το σπίτι σου καίγεται, οι στάχτες σκεπάζουν την θάλασσα που εσύ χάθηκες στην αγκαλιά της για να σωθείς, γνωρίζοντας πως με μία φουρτούνα θα σε ρουφήξει.
Είστε πολλοί και δεν παίρνετε ανάσα, αλλά διψάτε από ανάγκη για το αύριο, δεν λογαριάζετε την ασφυξία ούτε τους κινδύνους, μπροστά στον σίγουρο θάνατο οι μερικές ελπίδες για επιβίωση είναι το σωσίβιο σας.
Κάνεις σχέδια για την ζωή σου από εδώ και πέρα, τα δάκρυα στα μάτια σου ρέουν στα μάγουλα, σκέφτεσαι το νέο σου σπίτι, τη νέα σου πατρίδα, προσπαθείς να απαλύνεις τις πληγές του πολέμου, βλέπεις νέα παιδιά δίπλα σου που μέχρι τώρα δεν μπορούσαν να σπουδάσουν, αναρωτιέσαι αν τώρα θα μπορέσουν. Φαντάζεσαι τους ανθρώπους που θα συναντήσεις στο νέο μέρος που πας.
Τα ρούχα σου είναι σκισμένα, φαίνεσαι ταλαιπωρημένος, έχεις να φας και να πιεις νερό μέρες, η στεριά είναι κοντά, βλέπεις ανθρώπους γύρω σου, τα πρόσωπα τους θλιμμένα, ξανασκέφτεσαι τι εντύπωση θα δώσεις στους ανθρώπους που θα σε υποδεχθούν. Και ξάφνου το πλοίο ξεκινά να κουνάει, τα πρώτα νερά αγγίζουν τα πόδια σου, δεν γνωρίζεις τι θα ακολουθήσει, σκέφτεσαι ότι κάποιος θα σε βοηθήσει να σωθείς, αλλά το πλοίο ξεκινά το μοιραίο ταξίδι προς τα κάτω, οι άνθρωποι γύρω σου επιπλέουν κι εσύ προσπαθείς να βρεις την δύναμη να πλησιάσεις την στεριά, χάνεις τους δικούς σου, δεν έχεις χρόνο όμως για άλλο πένθος, αφήνεις το πλοίο πίσω σου να βουλιάζει μαζί του χιλιάδες που ταξιδεύατε μαζί. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι λίγη παραπάνω δύναμη, τα τραύματα σου τώρα είναι σωτηρία για να παλέψεις.
Είσαι τόσο κουρασμένος, αναζητάς απλώς μια αγκαλιά και λίγο κάπου να ξαποστάσεις, είδες τους δικούς σου να επιπλέουν χωρίς σφυγμό στην επιφάνεια μιας θάλασσας που θα σου άνοιγε τον δρόμο για μία νέα ευκαιρία.
Μετανιώνεις που ήρθες σε αυτόν τον κόσμο, μετανιώνεις που ονειρεύτηκες μία άλλη ζωή. Ανήκεις στο μεγάλο κεφάλαιο του προσφυγικού που που ξεχωρίζεις για το χρώμα και τη χώρα που προέρχεσαι, εσύ έτυχε να είσαι ανεπιθύμητος και στην πραγματικότητα να βυθίζεσαι στην ανικανότητα εκείνων που δεν μπόρεσαν να σε κρατήσουν στην ζωή. Να σε συμπεριλάβουν.
Αλλά δεν τα έβαλες κάτω, πάλεψες με τον ρατσισμό όπως πάλεψαν και οι πρόγονοι εκείνων που σε πέταξαν και πάλι στην θάλασσα, αλλά να ξέρεις πως οι άνθρωποι έχουν επιλεκτική μνήμη, ξεχνούν την ιστορία που επαναλαμβάνεται δεν θυμούνται πως οι δικοί τους ήταν στην θέση σου, τα θηρία της ανικανότητας ενός προβλήματος που δεν έχει λυθεί μέχρι σήμερα και κρατά στιβαρά τον ρατσισμό.
Μία διασώστρια που βρισκόταν στην Λέσβο πριν λίγα χρόνια μου είχε πει κάτι που το κράτησα. “Οι άνθρωποι έβγαιναν από την θάλασσα και ήθελαν μια αγκαλιά.” Χιλιάδες εθελοντές βρίσκονται σε μέρη που τα παράνομα προσφυγικά φτάνουν δεν είναι αρκετοί όμως, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες θα είναι πάντα περισσότεροι.
Ποτέ δεν μπήκαμε στην θέση τους ποτέ δεν προσπαθήσαμε να τους αφομοιώσουμε, σε κάθε ναυάγιο με απώλειες ανθρωπίνων ζωών ήμασταν αποστασιοποιημένοι, γιατί πάντοτε τους βλέπαμε ως πρόβλημα, πάντοτε τους βάζαμε στο περιθώριο.
”Ο τάφος τόσων ονείρων για μια καλύτερη ζωή, η Μεσόγειος, τα χλιαρά νερά της οποίας σύντομα θα υποδεχτούν εκατομμύρια ανέμελους τουρίστες, υπέστη άλλη μια ελληνική, ευρωπαϊκή και ανθρώπινη τραγωδία την Τετάρτη 14 Ιουνίου.”, γράφει σήμερα η Liberation.
κόλαση με τόσο φως δεν το περίμενα,
έγραφε ο Μίλτος Σαχτούρης