Σε πόσο φτάνουμε μαμά

Άλλοι κλαίνε στα μπαρ για τον αμετάκλητο δρόμο του χρόνου, άλλοι στα λεωφορεία για τον ατελείωτο μπροστά τους τόπο 

Χρήστος Ωραιόπουλος
σε-πόσο-φτάνουμε-μαμά-925765
Χρήστος Ωραιόπουλος

Πάει καιρός από την τελευταία φορά που ταξίδεψα βράδυ. 

Η επόμενη μέρα, οι Κυριακές που είναι σαν τις φούσκες, που όσο πιο μεγαλεπήβολες είναι, τόσο πιο γρήγορα και εκκωφαντικά σκάνε. Έχει ωραίους δρόμους ή Ελλάδα που ενώνουν της πόλης. 

Η γδαρμένη Εθνική και πρωτίστως… πάντα η Εγνατία. Το από εδώ κι από εκεί τριγύρισμα στη Βόρεια Ελλάδα, το βολκάνο βαλκάνιο μας η βέλτιστη βλακεία μας και η Ανατολή με το φορτίο που παριστάνουμε πως πια δεν είμαστε. Στο ΚΤΕΛ δεν θέλω να μου μιλάς, ούτε στα μηνύματα. 

Είναι η μόνη στιγμή που δεν θέλω να είσαι δίπλα μου. Καλά τα έχουν πει για τη νύχτα. Δεν ξέρουμε να ακούμε τραγούδια τη μέρα. Ίσως να μην πρέπει κιόλας. 

Το βράδυ θυμόμαστε να φορέσουμε το ακουστικό βαρηκοΐας, αυτό που ξεψαχνίζει τους τόνους και πιάνει να ακούσει την πρώτη εκτέλεση. Το λεωφορείο είναι το πιο άνυδρο και διασκεδαστικό μπαρ. Χωρίς στάλα, κάνεις το κεφάλι που σκέφτεται, που μπορεί να μπήξει και τα κλάματα για τη διαδρομή. 

Άλλοι κλαίνε στα μπαρ για τον αμετάκλητο δρόμο του χρόνου, άλλοι στα λεωφορεία για τον ατελείωτο μπροστά τους τόπο. Κλείνει τα φώτα και αφήνει κάτι λάμπες που δεν πυρακτώνονται. Μακάρι να πηγαίνουν οι φόροι μας στις μπαταρίες της μηχανής τους. Είπαμε εδώ είναι Βαλκάνια. 

Μπαίνει θηρίο στα διόδια, με τις χειροπέδες τους να ακούγονται σαν ντέφι που δεν πιάνει το τέμπο. Καυλαντάει και συγχαίρει τους Έλληνες, τσιμπάει τρεις σκούρους που λένε το δέλτα ντέλτα. 

Τους κατεβάζει δεμένους με δυο χειροπέδες, λες και πάνε στο απόσπασμα. Ξεκινάει ξανά. Μένουν πάλι ανοιχτά κάτι χαμηλά πράσινα φώτα σαν υπογείου υγρού, που χώθηκες από χειρότερο κρύο. Τα κοιτάζω επίμονα. Σε θυμάμαι. Δεν θέλω να ξέρω “σε πόσο φτάνουμε μαμά”.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα