Σε τι μας ενοχλεί ο Κλιμτ;
"Η καταστροφή πινάκων ανά χώρες δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κίνημα, διότι δεν υπάρχει ομοιογένεια πολιτική, ένας πολιτικός άξονας μαζικότητας και αυτοοργάνωσης" - Ο Χρήστος Ωραιόπουλος εξηγεί
Πριν τη σημερινή μαύρη μπογιά που πέταξαν δυο τύποι στον πίνακα του Κλιμτ, πρόσφατα κάποιοι άλλοι είχαν πετάξει πουρέ πατάτας σε έργο του Μονέ στο Πότσδαμ. Τονίζω πουρέ πατάτας.
Είναι ορατή μια τάση να διαλέγεται ένας στόχος, που για τον κόσμο θεωρείται σπουδαίος και ένα αντιστρόφως ανάλογης αξίας μέσο προς την επίθεση. Όσο πιο γελοίο φαίνεται το μέσο που χρησιμοποιείται, τόσο μεγαλύτερο ανατροπή νομίζουν πως επέρχεται. Το μοτίβο αυτό μαρτυρά την μεγαλύτερη λαβούσα τον ψυχιατρικό δρόμο αλαζονεία, αφού μιλάμε εν προκειμένω για αυτοϊεροποίηση του σκοπού που έχουν στο μυαλό τους.
Η λογική πίσω από όλα αυτά παρουσιάζεται από τη συγκεκριμένη ομάδα, αυτή που ”χτύπησε” τον Κλιμτ, ως αντίδραση ή αφύπνιση για την κλιματική κατάρρευση, που επέρχεται συνυφασμένη δε αυτή με τη γενιά μας που θα τη ζήσει και θα ζήσει μέσα σε αυτή. Κάπου διάβασα έτσι γρήγορα ότι ναι μπορεί να χαρακτηριστεί ακτιβισμός.
Δεν γνωρίζω τον ορισμό του ακτιβισμού θεωρητικά, αλλά θεωρώ πως η πράξη που ενέχει μέσα του πρέπει να ενέχει έναν τελικό σκοπό και αυτή να είναι ικανή ή έστω σε συνάφεια προς την επιδίωξή του και λίγο πιο απαιτητικά ο σκοπός αυτός να είναι και αλληλέγγυος.
Ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα, προέρχεται -όχι πάντα, αλλά δεν είναι της παρούσης- από ένα πρόσωπο, που συλλαμβάνει εγκεφαλικά, αισθητικά κάτι και παλεύει με τον για αυτό καλύτερο τρόπο να αποδώσει όσο το δυνατόν πιο εύστοχα την εγκεφαλική του αυτή σύλληψη.
Συγκλονιστικό μέγεθος για το ανθρώπινο είδος η όλη αυτή διαδικασία, αν σκεφτεί κανείς τα πόσα είδη καλλιτεχνικής αποτύπωσης κατορθώνουν οι άνθρωποι να σκαρώνουν. Λογοτεχνία, ζωγραφική, χορός, μουσική. Κάποιες φορές μια τέχνη μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από την εξουσία ή μόνη της να στρατευθεί. Εδώ ενδεχομένως μπορεί να μην μιλούσαμε δομικά και για τέχνη, αλλά αυτό διόλου αφορά την περίπτωση του Κλιμτ και προφανώς ούτε έτσι το συνέλαβαν οι τύποι που πέταξαν την μπογιά.
Το ζήτημα όλο ξεκινάει από μια διαρκή κουβέντα για τους νέους που υποφέρουν, που περνάνε το ένα, το άλλο, που η νέα γενιά είναι ικανή για τα πάντα, να αλλάξει τον κόσμο και τα λοιπά. Κουβέντα που εδραιώθηκε σε όλους τους κύκλους, αλλά και φορείς όπως το σχολείο, το λεωφορείο: ”εσείς η νέα γενιά”.
Το δογματικό πολιτικό και κοινωνιολογικό σφάλμα είναι γίνεται αναφορά σε νέα γενιά και νέους εν γένει. Ποτέ δεν αναφέρεται ο νέος εργαζόμενος, ο νέος αστός, ο νέος μαλάκας, ο νέος ζωγράφος.
Δεν είμαστε όλοι ίσα και όμοια, υπάρχει μια ταυτότητα αλλιώτικη και προφανώς μια άλλη κατάσταση με την έννοια του προσδιορισμού που υπερβαίνει την ηλικία και χαρακτηρίζει το βίωμα. Η ακοσκίνιστη αυτή και πιπιλισμένη γενίκευση δημιουργεί ένα στρατόπεδο αναρίθμητο, ετερογενές που δεν μπορεί να οργανωθεί, να επικοινωνήσει, δεν σμίγει με κάποιο συνδετικό αρμό, αλλά έχει φωλιάσει μέσα του την αλαζονεία του ηττημένου και την ανατρεπτική μανία των πάντων και την τάση να στέκεται μηδενιστικά απέναντι στο καθετί, διότι εμμέσως και το καθετί ευθύνεται που είναι έτσι όπως είναι η νέα γενιά.
Η καταστροφή πινάκων ανά χώρες δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κίνημα, διότι δεν υπάρχει ομοιογένεια πολιτική, ένας πολιτικός άξονας μαζικότητας και αυτοοργάνωσης. Το μόνο κοινό είναι αυτό το ανατρεπτικό αίσθημα και η πλατφόρμα που χρησιμοποιούν οι μπογιατζήδες και ο ένας θα κάνει λάικ στη φωτογραφία του άλλου, καυλώνοντας, όσο εμείς οι υπόλοιποι κράζουμε.
Αυτό το πλήθος που κυριολεκτικά αλλού βαρούν τα τούμπανα, αλλού χορεύει η νύφη, δηλαδή υπάρχουν καταστροφικές πολιτικές Κυβερνήσεων, επικίνδυνες πρακτικές βιομηχανιών, αντί συσπειρωμένα να πάνε να τις κάψουνε θα πω εγώ, επιτίθενται όχι απλά στην τζαμαρία ενός μουσείου, που μπορεί κάτι να συμβολίζει, αλλά σε έναν σπουδαίο πίνακα, που δεν έχει σημασία το σπουδαίο.
Η γενιά μας τα αρνείται όλα, θέλει να τα κάψει όλα και νομίζει πως ξέρει τη γεννήσουν οι στάχτες τους. Έλα όμως που τίποτα δεν ξέρουμε και για αυτό πρέπει να βαδίζουμε ως κόσκινα. Να κρατάμε καλές έννοιες του παρελθόντος και αυτό που κάπως μας τσινίζει, που φαίνεται να μην μας κάνει από αυτές να το πετάμε. Παραδείγματος χάριν θα ήταν μια κουβέντα πίνακες, έργα να υπάρχουν μέσα στην κοινωνία και όχι σε μουσεία. Διαφωνώ, αλλά είναι ένα αίτημα που παραβλέπει, ωστόσο, την επιστήμη της συντήρησης και της μουσειολογίας.
Δεν μπορούμε σαν γενιά επειδή τα αμφισβητούμε όλα, να μην δεχόμαστε κάποιος να έχει καλούς γονείς, κάποιος να αρέσκεται στην αρχαία γλυπτική και προφανώς να μην κατανοούμε πως για να βρούμε εμείς το δίκιο μας και τον κόσμο που ιδανικά επιθυμούμε δεν χρειάζεται να καταστρέφουμε ένα έργο τέχνης. Όχι απλά ότι δεν μας επιτρέπεται, αλλά ότι δεν χρειάζεται.