September Says: Η απόδειξη ότι το «αληθινό σινεμά» έχει πεθάνει για τα καλά
Ο Νικόδημος Τριαρίδης είδε και σχολιάζει την ταινία σε σκηνοθεσία της Αριάν Λαμπέντ
Υπήρχε μια σιωπηλή συμφωνία μεταξύ εμού και των υπολοίπων επτά θεατών στην αίθουσα· «Αρνούμαστε να δούμε την τρισάθλια “Snow White” της Ντίσνεϋ», ανακηρύξαμε σθεναρά, «και, καθώς ζούμε και σε πόλη σινεφίλ, ας αφήσουμε τον Ποντικό να αυτοκαταστραφεί μόνος του ενώ εμείς αναζητούμε το Αληθινό Σινεμά».
Η φύση του μυθολογικού αυτού πλάσματος παραμένει ενοχλητικά απροσδιόριστη, αλλά για ένα πράγμα μπορώ να σας διαβεβαιώσω, αγαπητοί αναγνώστες: αν οι Κάννες πλέον βραβεύουν πλαδαρές, προχειροφτιαγμένες και ανεύρες κοινοτυπίες όπως το “September Says” της πρωτοεμφανιζόμενης Αριάν Λαμπέντ, το “Αληθινό Σινεμά” έχει πεθάνει για τα καλά.
Η “πλοκή” αφορά στη σχέση δύο αλλοπρόσαλλων και αντικοινωνικών νεαρών κοριτσιών που μεγαλώνουν μαζί σε μια ασαφή ιρλανδική Κόλαση, της Τζουλάι, ευεπηρέαστης και ντροπαλής, και της πιο “ζαβολιάρας” Σεπτέμπερ, που έχει συνηθίσει να επιβάλλει παιχνιδιάρικα την άποψή της στη Τζουλάι, καθώς η μητέρα τους παραείναι απασχολημένη στη δουλειά της ως εκνευριστικά άσκοπη σεναριακή προσθήκη που δεν οδηγεί πουθενά (επάγγελμα που έχει μεγάλη ζήτηση στη συγκεκριμένη ταινία) για να τις μεγαλώσει η ίδια.
Ύστερα από μια τραγικά ανοικονόμητη σωρεία σκηνών (εννοώντας με αυτό το μεγαλύτερο τμήμα της ταινίας) που απεικονίζουν απλώς τα δύο κορίτσια να κάνουν διάφορες σαχλαμάρες δίχως αφηγηματική εξέλιξη, η Σεπτέμπερ αποβάλλεται από το σχολείο και όλη η οικογένεια πηγαίνουν στο πατρικό τους σπίτι, όπου, ύστερα από άλλες τόσες σκηνές “σαχλαμαρίσματος”, η Τζουλάι προσπαθεί να ξεφύγει από τον κλοιό της Σεπτέμπερ μέχρι μια βλακωδης ανατροπή στο τέλος που ο θεατής έχει μαντέψει από το εικοσάλεπτο να επιτρέψει επιτέλους στην απαστράπτουσα Αθλιότητα, Μούσα όλων των φεστιβαλικών “σκηνοθετών”, να αναδυθεί σαν την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι εν μέσω μια κατά τα λοιπά φτωχής και δίχως παλμό κενότητας που δήθεν επιδιώκαμε να ξορκίσουμε αποφεύγοντας τη “Snow White”. Πρόκειται για φάρσα δίχως χιούμορ, κατασκεύασμα δίχως δομή, και ιστορία δίχως σύγκρουση (για θεματική και ουσία ούτε λόγος), που εστιάζει σε “χαρακτήρες” πιο μονοδιάστατους και επίπεδους ακόμη και από τα δίχως έμπνευση πλάνα της Λαμπέντ.
Το “September Says” δίνει έμφαση στο ότι αποτελεί προϊόν πρωτοεμφανιζόμενης σκηνοθέτριας, το οποίο είναι ένας πιο ήπιος τρόπος να πούμε ότι η ταινία διακατέχεται από τον πλήρη ερασιτεχνισμό και αταλαντοσύνη που διέπει τις περισσότερες φοιτητικές ταινίες· δεν υπάρχει πλάνο όπου η κάμερα δεν παρακολουθεί με παγερή αδιαφορία τις ομολογουμένως αξιόλογες ερμηνείες των Μία Θάρια και Πασκάλε Κανν ως Τζουλάι και Σεπτέμπερ αντίστοιχα (το μοναδικό έστω και λίγο αξιοπρεπές στοιχείο της ταινίας), ή σκηνή διαλόγου που παρουσιάζεται με τον πιο αναμενόμενο και βαρετό τρόπο, ή κινηματογραφικό τέχνασμα που είτε παραμένει τραγικά αναξιοποίητο είτε επιστρατεύεται με κωμικά αποτελέσματα (π.χ. η χαμηλή ταχύτητα shutter στην σκηνή της μεγάλης ανατροπής), ενώ οι υπερεκτεθειμένοι ουρανοί και σκοτεινιασμένα πρόσωπα των χαρακτήρων της απαράδεκτης διεύθυνσης φωτογραφίας του Μπαλταζάρ Λαμπ μαρτυρούν μια πλήρη αδιαφορία για το αισθητικό αποτέλεσμα και περιφρόνηση του πλούτου της κινηματογραφικής γλώσσας που μονάχα από το “Snow White” θα περίμενα.
Ενώ κανονικά θα εκτιμούσα την απουσία της ειδεχθούς κουνημένης κάμερας, η στατικότητα των πλάνων στην προκειμένη περίπτωση δεν πηγάζει από την ανάγκη για προσεκτική σύνθεση ή εντυπωσιακή εικονοποιία, αλλά από την έλλειψη χρόνου, ταλέντου, και, το βασικότερο όλων, της παραμικρής φαντασίας ή οράματος από πλευράς Λαμπέντ, η οποία αρκέστηκε απλώς στο να στήσει την κάμερα στο πιο προφανές σημείο και να φωνάξει “δράση” δίχως να μπει καν στον κόπο να τοποθετήσει τις ηθοποιούς της με ενδιαφέροντες συνδυασμούς ή αξιοποιώντας το χώρο και το φως παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις.
Κι όμως, παρά την αταλαντοσύνη της Λαμπέντ σε σκηνοθεσία και σενάριο, η λυπηρή πραγματικότητα είναι ότι το “September Says” είναι μια στεγνή φεστιβαλικούρα η οποία δεν είχε καν την αξιοπρέπεια να είναι ανεπίτρεπτα κακή, επειδή αυτό τουλάχιστον θα την καθιστούσε πιο αξιομνημόνευτη.
Ως έχει, πρόκειται για πολυφορεμένη αφήγηση που ο θεατής θα έχει ξεχάσει σε διάστημα μιας ημέρας. Η Σεπτέμπερ λέει: «Mην δείτε το “Snow White”, αλλά ούτε και το “September Says”, επειδή πρόκειται για διαφορετική έκφανση της ίδιας αθλιότητας». Τουλάχιστον είχε σύντομη διάρκεια.