Σημειώσεις μιας νύχτας και έξι μικρές ιστορίες για την εσωστρέφεια
Και να που ξάφνου νιώθεις πως υπάρχει ένας κόσμος που δεν σε αφορά. Ίσως και να μη τον αφοράς. Σίγουρα δεν τον αφοράς. Ένας κόσμος εντός και εξάπαντος όχι εκτός των τειχών.
Λέξεις: Χρυσόστομος Α. Σταμούλης
Είναι φορές που παραδίνεσαι άνευ όρων. Δεν μπορείς να εξηγήσεις αυτό που βλέπεις, ούτε αυτό που νιώθεις. Στην αρχή είναι μια διαίσθηση, που έρχεται σαν άνοιξη για να αναστατώσει τη βεβαιότητα μιας ζωής τακτοποιημένης. Λες πως όλα είναι εντάξει κι όμως κάτι γίνεται, κάτι μέσα σου μεταμορφώνεται, αλλάζει ολοκληρωτικά και εσύ παλεύεις να καταλάβεις ποιος είσαι και που πας. Χάνεσαι, μπερδεύεις το μέσα με το έξω, κινείσαι και μένεις ακίνητος, αγωνίζεσαι και παραιτείσαι, ενθουσιάζεσαι και απογοητεύεσαι, γίνεσαι άνθρωπος του κόσμου και την ίδια στιγμή μένεις μόνος, ολομόναχος, στον δικό σου κόσμο. Σα να σηκώνεται μέσα σου μεσότοιχος και συ ψάχνεις να βρεις από ποια μεριά στέκεσαι. Κι αν είσαι στη μια, έτσι όπως στα βράδια της αγωνίας πίστεψες, η άλλη ποια είναι; Δεν είναι δική σου και είναι μέσα σου; Ξένη αλήθεια στο σώμα σου; Ξένη ύπαρξη στην ύπαρξή σου; Κι αν είναι δική σου γιατί τόσο καιρό κρύβονταν; Και από ποιον κρύβονταν, από τον εαυτό της ή από τους άλλους;
Κουμπώνεις το παλτό σου, σηκώνεις το γιακά και βγαίνεις έξω. Θες να αναπνεύσεις λίγο καθαρό αέρα. Η πόλη ήσυχη, κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Κανά δυο παρέες νέων παιδιών εδώ και κει σπάζουν τη μονοτονία της νύχτας, τραγουδούν τον έρωτά τους, με φωνές που παίρνει ο αγέρας και τις ταξιδεύει κατά τη μεριά της θάλασσας. Πιο πέρα ένα ήσυχο σκυλί στέκεται και σε βλέπει, σαν κάτι να θέλει, σαν κάτι να ζητά. Το προσπερνάς και προχωράς με βήμα νωχελικό προς τη μεριά της Μητρόπολης. Οι σκέψεις σου δεν σε αφήνουν. Θες να ξαναδείς εκείνο το σύνθημα στον τοίχο της υπό κατεδάφιση πολυκατοικίας που σε γοήτευσε· Υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο; Θυμάσαι την πρώτη έκπληξη απέναντι στο απρόσμενο. Αυτός ο τοίχος ήταν διαφορετικός. Ήταν, γιατί τώρα δεν υπάρχει. Τον πήραν ο μηχανές, τον γκρέμισαν για να φτιάξουν νέο σπίτι, καλύτερο, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της εποχής και των ανθρώπων που θα το κατοικήσουν. Το σύνθημα όμως, ως σημείον συμπεφωνημένον εκ των προτέρων, καθώς θα έλεγε ο Ηρόδοτος, γκρεμισμένο μα όχι χαμένο, μπορεί να αποτελέσει την πρώτη ύλη για το νέο σπίτι, τον νέο οίκο της Εκκλησίας. Έναν οίκο που θα χωρά τους πάντες και τα πάντα, έναν οίκο του παρόντος, που θα συνενώνει μέσα του τον πλούτο του παρελθόντος, αλλά και τη φλόγα των εσχάτων. Έναν οίκο που θα ανασαίνει όλες τις εποχές, Φθινόπωρο, Χειμώνα, Άνοιξη και Καλοκαίρι. Έναν οίκο που δεν θα ζει συνεχώς με τη θύμηση της αίγλης του παρελθόντος, αλλά ούτε και μόνο με την προσμονή του μέλλοντος. Μα να που τα πράγματα γυρνούν αλλιώς. Τα τελευταία χρόνια, σκέφτεσαι, η Εκκλησία, η δικιά μας Ορθόδοξη Εκκλησία, αυτή που από μικρός αγάπησες, καταφέρνει και εξαφανίζει το παρόν, μαραζώνει τον άνθρωπο. Μοιάζει σαν ταχυδακτυλουργικό, μα δεν είναι. Είναι ίσως η αδυναμία του σώματος να αντιμετωπίσει την πρόκληση του παρόντος, να αναμετρηθεί δημιουργικά με αυτό που συμβαίνει εδώ και τώρα. Και ας είναι γεμάτα τα λειτουργικά μας κείμενα με κείνα τα «Σήμερον», που φαίνεται πως δεν αγγίζουν ούτε την ακοή μας, ούτε την καρδιά μας.
Παίρνεις τον δρόμο αριστερά και κατεβαίνεις προς την παραλία. Θες να μιμηθείς τον περίπατο παρά θιν’ αλός, που γοήτευε τον Πεντζίκη. Αυτόν τον τρελό της ευθύνης, που πρώτος κατάλαβε πως η διαμάχη του Γρηγορίου Παλαμά με τον Γρηγορά και τους άλλους αντιησυχαστές δεν ήταν πάλη για τις ιδέες και τις λέξεις, αλλά για την αγάπη, που αγνοεί την εξουσιαστικότητα και τη δύναμη. Πάλη για να φανεί η αποξένωση των αρχόντων από τον λαό. Μια αποξένωση που στερεί από τους άρχοντες εκείνη τη ρημάδα τη λαϊκότητα, που κάνει την καθαρή ψυχή να μην μπορεί να καταλάβει υπόσταση ξεχωριστή, που να μη συνδέεται, που να κόβει από το σύνολο. Απομακρυνόμενοι όμως οι άρχοντες από τον λαό απώλεσαν και τον Θεό.
Ίσως εν τέλει να’ ναι τούτη η αποξένωση που ευθύνεται για τούτο το κλείσιμο, για τούτη την αμαρτία της απουσίας από τη ζωή, που τελευταία προτείνεται ως η μόνη δυνατή στάση που πρέπει στον εκκλησιαστικό άνθρωπο. Ίσως να’ ναι αυτή η αποξένωση, αυτή η άρνηση, αυτή η απουσία που θυμώνει τους ανθρώπους και τους οδηγεί στο γκρέμισμα της Θρησκείας, στο γκρέμισμα εκείνου του σκληρού συστήματος που δεν μπορεί να καταλάβει πως ο Χριστός δεν βρίσκεται κλειδωμένος μέσα μας, δίκην αντικειμένου, δεν είναι ιδιοκτησία μας, αλλά ζει στις αγορές και στις πλατείες, στο χώρο εκείνο όπου συντελείται μυστηριακά και απλά το καθημερινό θαύμα της ζωής και της ύπαρξης, η λειτουργία της αγάπης.
Και να που ξάφνου νιώθεις πως υπάρχει ένας κόσμος που δεν σε αφορά. Ίσως και να μη τον αφοράς. Σίγουρα δεν τον αφοράς. Ένας κόσμος εντός και εξάπαντος όχι εκτός των τειχών. Πόσο αστείες, αλλά και επικίνδυνες δεν σου φαίνονταν, άλλωστε, όλες εκείνες οι κραυγές για τους εξωτερικούς εχθρούς, που πάντα υπονόμευαν την Εκκλησία. Φατριασμοί, μυστικοπάθειες, καχυποψίες, μεγάλα λόγια, υπερβολές, μπαλκόνια, δίκαια, αποτελούν δίχως άλλο το λάδι στη μηχανή κάθε συστήματος που ενοχοποιεί τον απέναντι και φοβάται τον δίπλα. Και όλα αυτά για το σύστημα. Μη χαθεί το σύστημα, κι ας χαθούν όλα τα άλλα, όλοι οι άλλοι. Κι όμως ξέρεις πως στο τέλος τέλος το σύστημα δεν αφορά κανέναν, ούτε τους δημιουργούς του. Κυρίως εκείνους. Αυτό που ενδιαφέρει είναι πάνω απ’ όλα η τακτοποίηση των μικρών ονείρων μιας ομάδας ανθρώπων, που δεν είναι κατ’ ανάγκη κακοί, αλλά, όπως θα’ λεγε ο Χαλκηδόνιος Τσαρούχης, πλήρεις του εαυτού τους. Αδυνατίζει η πίστη, δυναμώνει η Εκκλησία, δυναμώνει η Εκκλησία, αδυνατίζει ο Χριστός. Εδώ το θαύμα εκεί το θέαμα. Μας νίκησε το θέαμα και μείναμε γυμνοί από συγχώρηση, γυμνοί από αγάπη. Αλλά, καθώς παρατηρεί ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, με το να κλείσεις όλους τους άλλους σε τρελοκομείο δεν αποδεικνύεις πως είσαι έξυπνος.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, χαμένος για μια ακόμα νύχτα σε σκέψεις και δρόμους, έφτασες στο σπίτι. Βρισκόσουν και πάλι σε γλυκό αδιέξοδο, απ’ το οποίο ήξερες πως μπορούσες να βγεις μόνο με το ακούμπημα της ύπαρξης σε ώμο διπλανό. Μέθοδος προσφιλής, που σαν τρελός Βαρδάρης φυσά και ανανεώνει τον αέρα της ύπαρξης. Άσκηση που επιτρέπει τη συλλογική αναπνοή της υπόστασης, που κατανοεί πως η ψυχή τ’ ανθρώπου μοναχά ανάμεσα σε φίλους ανασταίνεται. Αυτούς τους φίλους που κάποτε θέλησες να βάλεις όλους μαζί στον τοίχο του γραφείου, για να τους βλέπεις και να σε βλέπουν, να σε συντροφεύουν τις ώρες της πικρής μοναξιάς, όπως απόψε. Άνοιξες το τετράδιο με τις ανάσες τους και μετάγγισες το κοινό αίμα, την εμπειρία μιας ζωής που σώζεται όσο μοιράζεται.
Άσμα Ασμάτων 3,1-5
Επί κοίτην μου εν νυξίν εζήτησα ον ηγάπησεν η ψυχή μου, εζήτησα αυτόν και ουχ εύρον αυτόν, εκάλεσα αυτόν, και ουχ υπήκουσέν μου. αναστήσομαι δη και κυκλώσω εν τη πόλει εν ταις αγοραίς και εν ταις πλατείαις και ζητήσω ον ηγάπησεν η ψυχή μου· εζήτησα αυτόν και ουχ εύρον αυτόν. εύροσάν με οι τηρούντες οι κυκλούντες εν τη πόλει. Μη ον αγάπησεν η ψυχή μου είδετε; ως μικρόν ότε παρήλθον απ’ αυτών, έως ου εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου∙ εκράτησα αυτόν και ουκ αφήσω αυτόν, έως ου εισήγαγον αυτόν εις οίκον μητρός μου και εις ταμίειον της συλλαβούσης με.
Δ. Σαββόπουλος, Παραμυθάκι
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας κότσυφας που τον ’λέγαν Σταύρο. Απέκτησε φωλιά και κοτσυφόπουλα και τόσο περήφανος αισθάνθηκε που βγήκε και κάθουνταν
στο κλαδί καμαρωτός-καμαρωτός. Από μακριά έρχουνται όλα τα πουλιά του δάσους· μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια, τσαλαπετεινοί και παγόνια· από μακριά τον χαιρετάνε και από κοντά του λένε:
-Γεια σου Σταύρο!
-Δεν με λένε Σταύρο, μον’ με λένε Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη Τσουτσουλομύτη!
Αλλάζει όμως ο καιρός· να βροχές, να χαλάζια, να κεραυνοί, πάει η φωλιά, παν τα κοτσυφόπουλα παν’ όλα. Βγήκε και κάθουνταν στο κλαδί μονάχος κι από μακριά έρχουνται όλα τα πουλιά του δάσους· μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια, τσαλαπετεινοί και παγόνια· από μακριά τον χαιρετάνε και από κοντά του λένε:
-Γεια σου Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη Τσουτσουλομύτη!
-Δεν με λένε Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη Τσουτσουλομύτη. Μόνο Σταύρο με λένε. Μόνο Σταύρο…
Ν. Γ. Πεντζίκης, Ο πεθαμένος και η ανάσταση
Αλίμονο μέχρι που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος όταν κλείσει την πόρτα του και απομονωθεί. Όταν δεν μπορείς να δεχτείς και ν’ αφομοιώσεις τα πράγματα που καθημερινά έρχονται και χτυπούν την πόρτα σου. Ήξερε κάτι τέτοια σπίτια και ενοίκους σε απόμερους δρόμους. Δεν είναι στο χέρι σου να εξακολουθείς να ζεις ειδυλλιακά, στο σπίτι με το μεγάλο χαγιάτι που είναι αραδιασμένες οι χλωρές και μοσκοβόλες γλάστρες, που σκαλώνει η κληματαριά κάτω απ’ τα παραθύρια σου, στο μεγάλο περιβόλι με τα καρποφόρα και το μαρμάρινο συντριβάνι. Πρέπει να βγαίνεις έξω για να οικονομήσεις το ψωμί σου. Δημιουργούνται κι άλλες ανάγκες, περιστατικά που θα τα ονομάσεις τυχαία, και τα πράγματα εύκολα αναποδογυρίζονται. Σε βρίσκει συμφορά που δεν είσαι σε θέση να την παλέψεις. Απαρχή στάθηκε ο άτυχος γάμος της αδελφής που γύρισε σπίτι της κι έκλεισε πίσω της η πόρτα. Ακολούθησε ο θάνατος του ενός αδελφού από φυματίωση. Τι τους ωφελούσαν τα χρήματα; Ρούχο καθαρό δεν φόρεσαν. Φορούσαν λιγδωμένα που τους έλειπαν τα κουμπιά. Η στραβοδεμένη γραβάτα έδειχνε την ξεφτισμένη της φόδρα. Από κοντά, όταν πλησίαζες, ανάδινα μιαν απόπνοια απλυσιάς. Δεν πλένονταν ποτέ. Φοβούνταν μήπως κρυολογήσουν. Αυτός ο φόβος τους έκανε να φορούν από μέσα, κατάσαρκα, εφημερίδες που πολλές φορές κομμάτια ολόκληρα έβγαιναν από τα μανίκια κι από το γιακά πίσω. Φοβούνταν να κάνουν το παραμικρό έξοδο μήπως μείνουν στην ψάθα. Και ποιος θα τους κοίταζε τότε; Δεν είχαν κανέναν. Ο καθένας γυρεύει να επωφεληθεί, να εκμεταλλευθεί τον άλλον. Σε κανέναν δεν μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη. Είχαν απομείνει τα δυο αδέλφια και η αδελφή. Ο πιο μεγάλος είχε ένα είδος καλοσύνης, ήταν έξυπνος στην κουβέντα του, κρατούσε ως τα τελευταία του την απάτη για την ηλικία του, αναπολούσε τους νεανικούς του ερωτικούς θριάμβους, αποστήθιζε κομμάτια από τον Όμηρο. Τα θυμούνταν από το Γυμνάσιο που το είχε τελειώσει με άριστα, όπως και το Πανεπιστήμιο στην Αθήνα όπου είχε πάρει το δίπλωμα. Ζούσε διαρκώς σ’ εκείνη την εποχή και δεν μπορούσε να δει τα σημερινά. Τον θύμωνε κάθε άγνωστο και καινούριο, τον ενοχλούσε. Δεν ήθελε να βγει να μετακινηθεί από τον κόσμο του. Φοβόταν την πάλη, δεν μπορούσε ν’ αναλάβει τις ευθύνες μιας οποιασδήποτε δράσης, τον κούραζαν. Καλύτερα ήταν όπως ο ίδιος ήξερε, αγωνίζονταν να κρατιέται στα παλιά. Μέχρι την τελευταία μέρα του πριν πεθάνει περνούσε μπογιά στα μαλλιά του. Ο άλλος αδελφός επέμενε στην ανωτερότητα από το σόι τους. Δεν δέχονταν κανένας να μιλήσει μπροστά του. Ήξερε πολλά πράγματα και δεν έπρεπε να συζητάς μαζί του. Είχε μελετήσει την ιστορία του Ελληνικού Έθνους από τον Παπαρρηγόπουλο. Η γενιά τους ήταν μεγάλη, βαστούσαν από τους γενναίους αρματολούς των Αγράφων. Κάθε βράδυ ο ένας αδελφός περίμενε τον άλλον να επιστρέψουν σπίτι μαζί, κουβαλώντας έναν κεσέ γιαούρτι. Κανένας άλλος δεν πήγαινε σπίτι τους. Η αδελφή, που είκοσι χρόνια δεν είχε βάλει χτένι στα μαλλιά της, και είχαν γίνει σαν στάχτη, αργούσε ν’ ανοίξει άμα πήγαινες και βροντούσες το παλιό ρόπτρο, έβγαινε στο λοξό παραθυράκι και σε κοίταζε τρομαγμένα. Από το πολύ κλείσιμο τα μάτια της δεν άντεχαν στο φως κι αργούσε να γνωρίσει. Περνώντας την αυλή φοβόσουνα ν’ ανέβεις τη σκάλα που είχε γκρεμίσει και κρατιόνταν με σκοινιά. Σ’ όλο το σπίτι, στις κάμαρες, ξεθαρρεμένα πετιούνταν από παντού ποντίκια μεγάλα. Μικρότερα ποντίκια ανέβαιναν ανενόχλητα στις καρέκλες, στο τραπέζι, στην κονσόλα. Τίποτε δεν μπορούσες να δεχτείς απ’ ό,τι θα σου πρόσφερναν. Ένα μυγοφτυσμένο φοντάν. Ένα κονιάκ γεμισμένο επάνω στο ξεραμένο απόπιομα ενός άλλου που’ χε πιει πέρσι. Έναν καφέ που μες στο φλιτζάνι έβρισκες κανένα αποτσίγαρο. Τίποτα δεν πλένονταν εκεί μέσα. Τα πιάτα απλώς όπως ήταν λιγδωμένα, σφουγγίζονταν μ’ εφημερίδες. Αλίμονο πού μπορεί να οδηγήσει η απομόνωση. Έχομε ακούσει για τη δυστυχία των Εβραίων που μέναν αποκλεισμένοι στα γκέτο. Για να ξεφύγουν τη μοίρα τους αναγκάζονταν να χτίζουν σπίτια ψηλά με πολλά πατώματα, κι απάνω στην ταράτσα με τα σίδερα, ο άνθρωπος που δεν είχε χώμα, καλλιεργούσε και περιποιούνταν σε γλάστρες και σε τενεκέδες λουλούδια, που είναι τα όνειρα και η ψυχή μας μαζί.
Άρης Κωνσταντινίδης, Η Αρχιτεκτονική της Αρχιτεκτονικής
Για να γεννηθεί ένα αρχιτεκτονικό έργο πρέπει να υπάρξει μια ανάγκη. Το κάθε αρχιτεκτονικό έργο έχει πρώτα πρώτα σχέση μ’ εκείνο που έγινε αιτία για να υπάρξει. Για να γεννηθεί. Κι αυτό είναι η ζωή. Που θα της δώσει μια μορφή και ένα νόημα…Ένα σπίτι με μεγάλα ανοίγματα (-παράθυρα, πόρτες) για να βλέπει κανείς το έξω τοπίο. Κι αυτό να μπαίνει, έτσι, μέσα στο σπίτι. Οπότε το μέσα και το έξω θα αποτελούνε μιαν οργανική ενότητα…Κι όπως, όμως, και με άλλα λόγια, ο τίμιος στοχαστής τρέφεται και από τα μέσα του και από τα έξω του. Και έτσι: -μια στα μέσα, μια στα έξω. Μια στη μοναξιά (-με το «μέσα»), μια στη συναναστροφή με τους άλλους (-με το έξω»)…Μπορεί να μην είναι κανείς σύμφωνος με τα όσα λένε και κάνουνε μερικοί από τους μοντέρνους αρχιτέκτονες. Και που είναι κιόλας διάσημοι και πασίγνωστοι (-ας πούμε όπως ο La Corbusier). Όμως ίσως να μην μας κάνουνε και τόσο κακό. Αν δεν είναι κιόλας απαραίτητοι για να μας βγάλουνε από έναν καθημερινό λήθαργο που έχουμε πέσει χωρίς να το παλυκαταλάβουμε. Αν και οι «νέες» ιδέες και οι «προοδευτικές» λύσεις θα έρθουνε μέσα από κάποιους πιο σεμνούς στοχασμούς και όχι για να εντυπωσιάσουμε και για να καταπλήξουμε, με ακροβατικά παρασταρτήματα.
Ζήσιμος Λορεντζάτος, Το χαμένο κέντρο
Και ο φόβος είναι: μήπως το ένα από τα δύο στοιχεία παραμερίσει το άλλο, στην προκειμένη περίπτωση το έξω αποσκεπάσει το μέσα, στα μάτια των ανθρώπων, και χάσει ο κόσμος την ισορροπία του ή τον ακίνητο άξονα αναγωγής. (Όπως υπάρχει ο φυσικός, υπάρχει και ο πνευματικός ή ο μεταφυσικός άξονας του κόσμου.) Όταν το έξω -το προσωρινό- κρύψει το μέσα -το μόνιμο- τότε το έξω μοναχό του που θα σταθεί; Με λόγια διαφορετικά: Ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον; Ο κόσμος δεν είναι μόνο φλούδα× είναι και καρπός. Όταν η φλούδα ζητάει να καταργήσει τον καρπό, θα καταργηθεί και αυτή και τότε τόσο το χειρότερο για τη φλούδα.
Κατά Ματθαίον 11,16-24
Τίνι δε ομοιώσω την γενεάν ταύτην; ομοία εστί παιδίοις καθημένοις εν ταις αγοραίς, α προσφωνούντα τοις εταίροις αυτών λέγουσιν· ηυλήσαμεν υμίν, και ουκ ωρχήσασθε, εθρηνήσαμεν υμίν, και ουκ εκόψασθε. ήλθε γαρ Ιωάννης μήτε εσθίων μήτε πίνων, και λέγουσι· δαιμόνιον έχει. ήλθεν ο Υιός του ανθρώπου εσθίων και πίνων, και λέγουσιν· ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, τελωνών φίλος και αμαρτωλών. και εδικαιώθη η σοφία από των τέκνων αυτής. Τότε ήρξατο ονειδίζειν τας πόλεις εν αις εγένοντο αι πλείσται δυνάμεις αυτού, ότι ου μετενόησαν· ουαί σοι, Χοραζίν, ουαί σοι, Βηθσαϊδά· ότι ει εν Τύρω και Σιδώνι εγένοντο αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν, πάλαι αν εν σάκκω και σποδώ καθήμεναι μετενόησαν. πλην λέγω υμίν, Τύρω και Σιδώνι ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως ή υμίν. και συ, Καπερναούμ, η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση· ότι ει εν Σοδόμοις εγενήθησαν αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν σοι, έμειναν αν μέχρι της σήμερον. πλην λέγω υμίν ότι γη Σοδόμων ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως ή σοι.
Η νύχτα είχε σχεδόν υποχωρήσει. Πήρε να χαράζει. Μέσα στο πρώτο φως της καινούριας ημέρας άρχισαν να φαίνονται από το παράθυρο τα βουνά πέρα από τη θάλασσα. Έκλεισες το τετράδιο γεμάτος ελπίδα. Το φως μας ξαναφέρνει στη ζωή,ψιθύρισες,μκι έκανες το σταυρό σου. Ξημέρωνε του Χριστού.
*Πρώτη δημοσίευση: Εσωστρέφεια. Διαπίστωση και αντιμετώπιση ενός νεοελληνικού φαινομένου, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2009.
*Ο Χρυσόστομος Α. Σταμούλης είναι κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ και συνθέτης.