Σκάβοντας στην παιδική μνήμη: η περίπτωση του “Φιλιά εις τα Παιδιά”

του Κωστή Κορνέτη Σκάβοντας στην παιδική μνήμη – σκέψεις πάνω στο ντοκιμαντέρ “Φιλιά εις τα Παιδιά”: Το κείμενο είναι μέρος μιας εκτενέστερης παρουσίασης με τίτλο “Οπτικοποιώντας τη σιωπή: τρία ντοκιμαντέρ για το εβραϊκό παρελθόν της Θεσσαλονίκης”. Πρόκειται για τα ντοκιμαντέρ: “Salonica, City of Ghosts” του Μaurice Amaraggi (2003), “Salonica” του Maurizio Poloni (2007) και, τέλος, […]

Parallaxi
σκάβοντας-στην-παιδική-μνήμη-η-περίπτ-19980
Parallaxi
alogaki_crop2.jpg

του Κωστή Κορνέτη

Σκάβοντας στην παιδική μνήμη – σκέψεις πάνω στο ντοκιμαντέρ “Φιλιά εις τα Παιδιά”: Το κείμενο είναι μέρος μιας εκτενέστερης παρουσίασης με τίτλο “Οπτικοποιώντας τη σιωπή: τρία ντοκιμαντέρ για το εβραϊκό παρελθόν της Θεσσαλονίκης”. Πρόκειται για τα ντοκιμαντέρ: “Salonica, City of Ghosts” του Μaurice Amaraggi (2003), “Salonica” του Maurizio Poloni (2007) και, τέλος, “Φιλιά εις τα Παιδιά” του Βασίλη Λουλέ (2012).

Η ταινία του Λουλέ – η μόνη από τις τρεις που ανήκει σε Έλληνα σκηνοθέτη – είναι μια πολύ ιδιαίτερη ταινία, με θέμα τις παιδικές αναμνήσεις πέντε Ελλήνων εβραίων από τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, που τα πέρασαν κρυμμένοι σε σπίτια χριστιανών. O Λουλές είναι ο μόνος από τους τρεις σκηνοθέτες που πραγματικά «σκάβει» στις αναμνήσεις των πληροφορητών του. Καταφέρνει με εντυπωσιακή μαεστρία να αποσπάσει από αυτούς μια συγκινησιακή φόρτιση εξαιρετικής ισχύος και κλίμακας. Το στόρυ σπαραχτικό: τα παιδιά που γλύτωσαν το Ολοκαύτωμα, που γλίτωσαν την απέλαση, τα τρένα, το στίβαγμα, το Αουσβιτς, την εξόντωση που δεν κατάφεραν να αποφύγουν οι συγγενείς τους. Ο σκηνοθέτης κατορθώνει να αποσπάσει αυτό που θέλει: την παιδικότητα. Μια παιδικότητα απαγορευμένη σε παιδιά που μεγάλωσαν με ενοχές για το ότι έπαιζαν, την στιγμή που τα συνομήλικά τους χάνονταν στα κρεματόρια.

Ο Μάριος Σούσης σήμερα. Ένα από τα 5 εβραιόπουλα που μιλούν στην κάμερα του Βασίλη Λουλέ στο ντοκιμαντέρ “Φιλιά εις τα παιδιά”.

Η ταινία διατηρεί τους συνεντευξιαζόμενους σε αυτή την κατάσταση διαρκούς συγκινησιακής φόρτισης – με τα μάτια βουρκωμένα. Είναι μια ανάγνωση του συναισθήματος, της δομής της αίσθησης, του “affect”, μέσα από το πρόσωπο, τα μάτια, την εικόνα. Όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του στη LiFO:

«Ενώ οι άνθρωποι που συμμετέχουν στην ταινία είναι πια μεγάλης ηλικίας, πολλές φορές έχεις την αίσθηση ότι σου μιλάνε παιδιά. Αυτό το βλέπεις ακόμα και στα πρόσωπά τους. Για να γίνει αυτό σημαίνει ότι τη στιγμή που μιλάγανε επέστρεψαν ακριβώς στην ίδια κατάσταση που βρίσκονταν και τότε.»

Είναι η έντονη σωματικότητα και αισθητηριακότητα που χαρακτηρίζουν αυτήν την ταινία, αναδεικνύοντας την συνέντευξη μπροστά στην κάμερα ως προνομιακό πεδίο σε σύγκριση με την κλασική συνέντευξη με το κασετόφωνο. Και αυτό βέβαια γιατί ο Λουλές δούλεψε πολύ με τους πληροφορητές του και τους έδωσε απλόχερα κινηματογραφικό χρόνο – δεν αρκέστηκε σε ένα γρήγορο, νευρικό μοντάζ, που θα κατέληγε σε αποσπασματικές μαρτυρίες, όπως εν μέρει συμβαίνει στα άλλα δυο ντοκιμαντέρ.

Η ταινία θυμίζει έντονα σε κάποια σημεία τον Claude Lanzmann και την μνημειώδη “Shoah”, και αυτό όχι σε επίπεδο φόρμας – εφ’ όσον έχει και φωτογραφίες και εικόνες από το παρελθόν και μουσική υπόκρουση. Μοιράζεται όμως μαζί του αυτή την εμμονή με την επιστροφή στο παρελθόν – την επαναβίωση του τραύματος. Την αναβίωση μνημών που τα σώματα κάποτε γνώριζαν καλά αλλά δεν θυμούνται πια. Η περίφημη όμως στιγμή της “Shoah” με την συνέντευξη του Μπόμπα, του κουρέα του στρατοπέδου της Τρεμπλίνκα, ο οποίος καλείται να ξαναβιώσει το τραύμα του κουρεύοντας – και ξεσπά σε κλάματα γιατί δεν αντέχει άλλο – εγείρει πολλά ερωτήματα σχετικά με την ηθική της συνέντευξης. Αντίθετα εδώ δεν έχουμε κάτι τέτοιο. Όμως δεν βλέπουμε την προεργασία, τη μεθοδολογία της, το τι σημαίνει αυτή η επιστροφή στην παιδικότητα. Σαφώς υπάρχουν μνημονικές πρακτικές που την υποβοηθούν – όπως φωτογραφίες και σημειωματάρια που γίνονται οχήματα μνήμης. Αλλά και πάλι η αλληλεπίδραση ανάμεσα στον συνεντευξιάζοντα και τον συνεντευξιαζόμενο, ο βαθμός της διαμεσολάβησης δεν γίνεται εύκολα αντιληπτός από τον θεατή. Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος ο σκηνοθέτης μάς δίνει κάποια κλειδιά:

«Όταν έφτασε η ώρα να βιντεοσκοπήσω τις συνεντεύξεις, ήξερα πού να εστιάσω και πώς να αποφύγω να παρουσιάσουν τη ζωή τους ως ένα fiction story, όπως κάνει κάθε άνθρωπος. Ήθελα να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο πρωτογενές βίωμα… Είχα καταλάβει ποιά είναι τα “κλειδιά” του καθενός. Έφτιαξα για τον καθένα ένα ξεχωριστό ερωτηματολόγιο δεκάδων σελίδων, έτσι που η ιστορία της δικής του ζωής αλλά και της ευρύτερης εβραϊκής Κοινότητας να έχει μια συνειρμική λογική.»

Προσθέτοντας με νόημα: «Ήξερα πως δεν ήθελα άλλη μια ιστορία για το Ολοκαύτωμα, αλλά μια που να εκτυλίσσεται στη σκιά του». Και αυτό είναι θα λέγαμε το χαρακτηριστικό της ταινίας: ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα Holocaust movie, παρ’ ότι το Ολοκαύτωμα καθορίζει ολόκληρη την αφήγηση.

Η Σέλλυ Κούνιο-Κοέν, το 1938 στη Θεσσαλονίκη

Η Θεσσαλονίκη είναι παρούσα μέσω των μαρτυριών της Ροζίνας Ασέρ-Πάρδο και της Σέλλυ Κούνιο-Κοέν  – συχνά σε αντιπαράθεση με την Αθήνα, ή τα Γιάννενα. Η Πάρδο μιλάει για το πώς βίωνε την καθημερινότητα της πόλης – ουσιαστικά ως θεατής, εφόσον δεν μπορούσε να βγει έξω από το σπίτι όπου διέμενε:

«Την καθημερινότητα την παρακολουθούσαμε από τον 3ο όροφο. Πίσω από τις γρίλιες, γιατί δεν μπορούσαμε να βγούμε στο μπαλκόνι… Η Τσιμισκή είναι ένας πολυσύχναστος δρόμος. Και μόνο να βλέπεις το τραμ να περνάει, περνάει η ώρα σου… Αυτή η καθημερινότητα του έξω κόσμου που παρακολουθούσαμε σαν θεατές, αυτή στόλιζε τη ζωή μας, γέμιζε την καθημερινότητά μας, τη ρουτίνα μας. Αναρωτιέται κανείς πώς μπορούσε να είναι τόσο ήσυχη η ζωή μες την πόλη…»

Στην περίπτωση όμως αυτή βλέπουμε και το πόσο τραυματική ήταν η ζωή στην πόλη μετά το Ολοκαύτωμα – ένα διαρκές τραύμα. Όπως λέει χαρακτηριστικά η Πάρδο στο τέλος της ταινίας: «Η μετακόμιση στην Αθήνα δεν ήτανε για να λυτρωθούμε από την πόλη, μια πόλη γεμάτη φαντάσματα. Η μετακόμιση στην Αθήνα έγινε από λόγους ανάγκης και υγείας. Βέβαια, τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν και μια λύτρωση. Διότι έκανα πάρα πολύν καιρό εγώ προσωπικά να πάω στην Θεσσαλονίκη. Είναι στο όλο σύστημα που αποφεύγω τα θλιβερά πράγματα. Δεν πήγα ποτέ στο γκέτο – γιατί μετά τον πόλεμο αμέσως υπήρχε – δεν πήγα ποτέ στο 113». Το ντοκιμαντέρ τελειώνει με το ταξίδι της Ροζίνας πίσω στη Θεσσαλονίκη, όπου ξαναμπαίνει μέσα στο σπίτι της Τσιμισκή 113 – όπου πέρασε όλα αυτά τα χρόνια της Κατοχής κρυμμένη από την οικογένεια Καρακώτσου μαζί με τις δυο αδερφές της. Το συναίσθημα που ανασύρεται μέσα από την επαφή της με την υλικότητα του παρελθόντος κόσμου είναι εντυπωσιακά δυνατό – ο σκηνοθέτης επενδύει στην αναβίωση του συναισθήματος μέσω της διέγερσης των αισθήσεων. Η δραματοποιημένη ατμόσφαιρα καθώς η Ροζίνα ανεβαίνει τα σκαλιά είναι εξαιρετικά τεταμένη: την βλέπουμε να ανεβαίνει σιγά-σιγά, κρατώντας σφιχτά την κουπαστή. Το σπίτι είναι άδειο. Την βλέπουμε να κάθεται και να κοιτάει έξω από το παράθυρο, μόνη. Αυτή και τα φαντάσματα του παρελθόντος που προσπαθούσε να αποφύγει.

Η ανάδυση της δύσκολης αυτής μνήμης είναι το διακύβευμα και το ζητούμενο της ταινίας “Φιλιά εις τα Παιδιά” – από άλλες αφετηρίες, με άλλους τρόπους και με διαφορετικά αποτελέσματα απ’ ότι οι άλλες δυο ταινίες πάνω στην εβραϊκή Θεσσαλονίκη. Το συγκλονιστικό αυτό ντοκιμαντέρ πέρα από τη διερεύνηση ενός θέματος ταμπού, αναδεικνύει την οπτική κινηματογραφική καταγραφή ως προνομιακό χώρο εξερεύνησης της δύσκολης αυτής μνήμης.

9 Απριλίου του 1943-Φάλαγγα Εβραίων στην Εγνατία οδό κατά την μεταφορά τους στον Σιδηροδρομικό Σταθμό

* Ο Κωστής Κορνέτης είναι Ιστορικός, Assistant Professor στο Κέντρο Ευρωπαϊκών και Μεσογειακών Σπουδών του New York University των ΗΠΑ. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη.

* Το ντοκιμαντέρ “Φιλιά εις τα παιδιά” προβάλλεται πάλι στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ την Τετάρτη 12 Μαρτίου στο ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ (Λιμάνι), ώρες 18.30 και 21.00

Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα