Σκηνή Lockdown, λήψη δεύτερη
Μα πόσο απειλητική ακούγεται η εγγύτητα στις μέρες που διανύουμε και δη στην ασφυκτικά πολιορκούμενη από τον κορωνοϊό Θεσσαλονίκη;
Eικόνα: Δημήτρης Κοκκαλιάρης
Μεσημέρι. Ένα μεσημέρι που δεν κουβαλούσα βεβαίωση άδειας κυκλοφορίας στην τσέπη για να είμαι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να τη δείξω ώστε να δικαιολογήσω τη φυσική παρουσία μου στους δρόμους της πόλης. Μεσημέρι με φως και ήλιο, ένα χρονικό κλικ πριν το δεύτερο λοκντάουν.
27η Οκτωβρίου σε ένα από τα πιο θορυβώδη τετράγωνα της γιορτινής Θεσσαλονίκης, μεταξύ Λαγκαδά, Εγνατίας, Μοναστηρίου και 26ης Οκτωβρίου. Καταμεσής της βαρδαρίσιας ηχορύπανσης περίμενα να ανάψει πράσινο, να περάσω απέναντι και να πεταχτώ βιαστικά ως τη Μ. Καραολή και Α. Δημητρίου, όταν το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε μια αγκαλιά. Μα τι αγκαλιά! Από αυτές που σταματούν τον χρόνο. Που δεν κυκλώνουν σώματα, μα παρελθόν, παρόν και μέλλον. Από αυτές που γίνονται τείχη προστασίας, κανείς δεν τα διαπερνά, τίποτα δεν τα τσακίζει, που γίνονται φάροι για να προσανατολίζουν τους χαμένους και να ενθαρρύνουν τους κουρασμένους.
Μια νέα κοπέλα, πολύ λεπτή και εύθραυστη φιγούρα, ντυμένη με μαύρο πανωφόρι, μπλε σκούρο φόρεμα ως το γόνατο, μαύρο λεπτό καλσόν και κοκκινομπορντώ παπούτσια με λίγο τακουνάκι κι ένας νέος άντρας, με κρυμμένη αισιοδοξία στην έκφραση, ρούχα εργασίας ταλαιπωρημένα και μποτάκια με κορδόνια χαλαρωμένα. Κινήσεις αργές και ματιές βαθιές.
Σαν εικόνα αποχαιρετισμού αποσπασμένη από κάποιο σταθμό τρένου και ασυνήθιστα επανατοποθετημένη στην κεντρική γκρίζα νησίδα του Βαρδάρη (κεντρικό θέμα συζητήσεων εδώ και καιρό στη Θεσσαλονίκη οι αποσπάσεις και οι επανατοποθετήσεις, βλέπετε υπόθεση μετρό-αρχαία-Βενιζέλου) με ήρωες βγαλμένους λίγο από τα περασμένα λόγω της ενδυμασίας παλαιότερης μόδας και λίγο από τα μελλούμενα λόγω των χειρουργικών μασκών στα πρόσωπα.
Ξέχασα και φανάρι και πού ήθελα να πάω, μέχρι και πούθε έρχομαι, και αφέθηκα στο θέαμα, στο συναίσθημά τους και στα σενάρια που πλέκονταν στο μυαλό μου. Αποχαιρετιούνται ή συναντιούνται μετά από καιρό; Ποιος ήρθε; Ποιος φεύγει; Από πού ήρθαν και πού πηγαίνουν κι αυτοί; Και πάνω στην έκσταση ακούω ένα φωναχτό “ΚΑΑΑΤ”. Χαμογέλασα. Πίσω μου υπήρχαν κάμερες. Γύρισμα, αυτό ήταν, “εδώ γίνεται γύρισμα”. Είχα δει κι ένα μικρό συνεργείο στην απέναντι γωνία -κινητό μίνι βεστιάριο όπως κατάλαβα αργότερα περνώντας από μπροστά του-, αλλά νόμισα πως τα φωσφοριζέ γιλέκα ήταν εργάτες ή τοπογράφοι όπως συνήθως. Ποιος να φανταζόταν, άλλωστε, ότι θα συναντούσε γύρισμα στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα στον Βαρδάρη;
Μέχρι να πάω στον κοντινό προορισμό μου και να γυρίσω λίαν συντόμως πρέπει να είχαν γυρίσει την σκηνή δυο τρεις φορές ακόμα. Μπήκα στον πειρασμό να ρωτήσω, να μάθω περί τίνος πρόκειται, αλλά αντιστάθηκα. Επέλεξα τη φαντασία μου αντί της πραγματικότητας. Προτίμησα τις ερωτήσεις μου από τις απαντήσεις τους. Αρκέστηκα στο θέαμα και σε ό,τι αυτό μου χάρισε. Την εντύπωση ότι κυκλοφορώ σε κινηματογραφικό πλατό. Την επιθυμία η τέχνη να έχει πιο έντονη παρουσία στην πόλη μου και να μας βγάζει από τους βούρκους μας. Την αίσθηση ότι είχα παρακολουθήσει -για καλή μου τύχη δια ζώσης κι όχι διαδικτυακά- σκηνή παράστασης ή κάποια περφόρμανς που με άφησε να σκέφτομαι, να νιώθω, να αναρωτιέμαι· να συνειδητοποιώ πόσο σπάνια και πόσο αμήχανα αγκαλιαζόμαστε πια.
Ξύπνησε την ανάγκη μου να πλησιάσω ξανά.
Μα πόσο απειλητική ακούγεται η εγγύτητα στις μέρες που διανύουμε και δη στην ασφυκτικά πολιορκούμενη από τον κορωνοϊό Θεσσαλονίκη; Ας συντονιστούμε, ας συνεργαστούμε, ας υπάρξει βούληση και δράση ουσιαστική και όχι επικοινωνιακή, ας προσπαθήσουμε κι ας περιμένουμε να αγκαλιάσουμε περισσότερο μετά την έξοδό μας από όλο αυτό. Κι εύχομαι τότε οι αγκαλιές μας να είναι πολλές, πιο σφιχτές και μόνο αληθινές.