Σκονάκια
«Δεν έχει σημασία από πού σου γράφω, λίγο πολύ παντού το ίδιο είναι, φυλακή, τρελάδικο, κόμμα, κοινωνία» ξεκινάει με φόρα ο Χρόνης Μίσσιος το «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Το επικίνδυνο ασφαλώς δεν είναι να γράφεις αλλά να γράφεις για να εκδικηθείς. Να μη φοβάσαι το δίκιο σου. Να χαϊδεύεις αυτιά αντί να τα τραβάς. Τα […]
«Δεν έχει σημασία από πού σου γράφω, λίγο πολύ παντού το ίδιο είναι, φυλακή, τρελάδικο, κόμμα, κοινωνία» ξεκινάει με φόρα ο Χρόνης Μίσσιος το «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Το επικίνδυνο ασφαλώς δεν είναι να γράφεις αλλά να γράφεις για να εκδικηθείς. Να μη φοβάσαι το δίκιο σου. Να χαϊδεύεις αυτιά αντί να τα τραβάς. Τα στρατόπεδα είχαν ανέκαθεν συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας. Δεν υποδέχονται πάρα μόνο καμικάζι αυτοκτονίας. Αν δεν είσαι προπαγανδιστής του συστήματος, αριστερίζεις στον αλφαμίτη από ανάγκη. Κερδίζεις την καρδιά του αναγνώστη. Καθησυχάζεις τον εαυτό σου. Και συνήθως, δε λες τίποτα.
Το διάβασα από μία χρήστη στο Τουίτερ. Ένα μικρό κορίτσι είπε σε κάποιον να μην ενοχλεί τις λέξεις αν δεν έχει τι να πει. Το ίδιο έχει γράψει κάπου κι ένας Κύπριος ποιητής, ο Κώστας Μόντης, σύμπτωση που μάλλον κολακεύει τον τελευταίο. Τις λέξεις στη χώρα, στα σοβαρά τουλάχιστον, φαίνεται να τις ενοχλεί μόλις ένα 8% του πληθυσμού. Αυτό διαβάζει περίπου δέκα βιβλία το χρόνο, μεταξύ των οποίων η έρευνα δεν διευκρινίζει αν συμπεριλαμβάνεται ή όχι το: «Ποιοι δολοφόνησαν τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο». Μεγαλύτερο ποσοστό φαίνεται πως υποστηρίζει στις δημοσκοπήσεις τη Χρυσή Αυγή. Γίνεται επομένως να αφήσεις τη γλώσσα ανυπεράσπιστη; Οι λέξεις, καθότι τυφλές, πάντα περιμένουν κάποιον να τις πάρει από το χέρι και να τις περάσει απέναντι.
Αν γράψουμε κάτι όπως είναι ωστόσο, ακριβώς όπως είναι, τρία χρόνια σχεδόν μετά το πρώτο μνημόνιο, αρχίζουμε να το εμποδίζουμε. Σε μια παλιά συνέντευξή του, ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, δήλωνε πως στο σινεμά οι εικόνες είναι ζωή και τα κείμενα θάνατος. Φοβάμαι δηλαδή πως έχουμε φτάσει στο σημείο όπου οι αποκαλύψεις δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να θολώνουν το τοπίο. Τα πολλά λόγια φτώχυναν τον τόπο. Τα πρόσωπα παραμορφώθηκαν από όσα είπαν κι όσα άκουσαν. Ο καθένας γνωρίζει την αλήθεια του καλύτερα από οποιονδήποτε προσπαθεί να του την υποδείξει. Η πλευρά που έχει για σημαία της την Τρέμη, αρχίζει να ξεμένει από πρόθυμα χέρια. Τόσο καιρό, τα δικά μας, μόνο σταυρωμένα δεν έμειναν. Φυλλομέτρησαν τις αναλύσεις του Βαρουφάκη, τις προφητείες του Καζάκη, τα άρθρα γνώμης που σπονσοράρει το καθεστώς και αντί να θυμώσουν, αντί να γίνουνε γροθιές, βυθίστηκαν σε τσέπες και στο βαρύ πένθος του καναπέ. Ακόμα και τα υβριστικά σχόλια λιγόστεψαν στο Διαδίκτυο. Γίναμε, όπως ήταν αναμενόμενο, σαν εκείνον τον ήρωα του Μπόρχες που επειδή θυμόταν τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, αδυνατούσε να σκεφτεί.
Προσθέσαμε λέξεις, ησυχία δε βρήκαμε. Ο θάνατος περίσσεψε, μια συλλογική μάχη να χάσουμε δεν επινοήσαμε. Οι καλύτεροι από μας είναι είτε αφανείς ήρωες είτε μεγάλοι θεατρίνοι. Κι η Αριστερά, εδώ ακριβώς, κάτι φαίνεται πως δεν λαμβάνει υπόψη της. Με το:« Ή εμείς ή αυτοί» στήνει μια φάκα που δύσκολα θα αποφύγει. Ο καπιταλισμός , παντοδύναμος, της φράζει το δρόμο. «Υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι. Εμείς». Καλά το λέει ο Μπαμπασάκης. Με αυτούς θα έχει να κάνει την επόμενη μέρα της εκλογικής νίκης της που οι περισσότεροι εύχονται να μην αποδειχτεί οδυνηρή. Από την άλλη, το ότι δεν υπάρχει ελπίδα, είναι η μεγαλύτερη ανοησία που μπορεί να ειπωθεί σε μια χώρα όπου οι ποιητές και τα παιδιά της ακόμη ταυτίζονται. Η ελπίδα γεννιέται από την πρόθεσή σου και μόνο να τη δημιουργήσεις. Αποφαίνεσαι μεν ότι είναι νεκρή, οι λέξεις ωστόσο που ξοδεύεις, ανεξαρτήτως εντέλει νοήματος, την ανανεώνουν.
«Η οικονομική κρίση είναι ένα μεγάλο παλούκι που έχουν οι καπνέμποροι στον κώλο τους και θέλουν να το βγάλουν από το δικό τους κώλο και να το βάλουν στον δικό σας». Τόσο απλά δίνει τον ορισμό της ο Μίσσιος. Ένας επαναστάτης. Ό,τι δεν είναι οι περισσότεροι που συνηθίζουν να μιλούν. Τα μοιρολόγια τους δε θα αναστήσουν κανένα. Η σιωπή, ό,τι κι αν της χρεώνουν, έχει νόημα όταν σκοπεύεις να τη σπάσεις. Ο λόγος παίρνει αξία από τις παύσεις. Τι πιο αστείο εξάλλου από κάποιον που μας καλεί καθημερινά σε εξέγερση; Δε λέω, δε μ’αρέσει, δε λέω. Στις γροθιές μου είναι κρυμμένα τα σκονάκια. Τι μπορούμε να κάνουμε μ’αυτά, παραμένει το κρίσιμο ερώτημα.