Σκόνη στα κόκκινα παπλώματα
του σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ Βερολίνο, Ιούλιος 1945. Ένα υπέροχο έγχρωμο ντοκιμαντέρ δείχνει την πόλη 2-3 μήνες μετά την κατάληψή της από τον σοβιετικό στρατό, κυριολεκτικά ισοπεδωμένη από τις μάχες και τους βομβαρδισμούς, μια πόλη-φάντασμα. Ερείπια παντού. Πύλη του Βραδεμβούργου, Αλεξάντερ πλατς, Πότσνταμερ πλατς. Στα πλάνα διακρίνεται κι ένα τεράστιο πορτραίτο του Στάλιν, καθώς και στρατιώτες […]
του σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ
Βερολίνο, Ιούλιος 1945.
Ένα υπέροχο έγχρωμο ντοκιμαντέρ δείχνει την πόλη 2-3 μήνες μετά την κατάληψή της από τον σοβιετικό στρατό, κυριολεκτικά ισοπεδωμένη από τις μάχες και τους βομβαρδισμούς, μια πόλη-φάντασμα. Ερείπια παντού.
Πύλη του Βραδεμβούργου, Αλεξάντερ πλατς, Πότσνταμερ πλατς.
Στα πλάνα διακρίνεται κι ένα τεράστιο πορτραίτο του Στάλιν, καθώς και στρατιώτες και αξιωματικοί των Συμμαχικών στρατευμάτων που είχαν τον έλεγχο της πόλης. (Το Βερολίνο χωρίστηκε σε 4 ζώνες ελέγχου: σοβιετική, αμερικανική, αγγλική, γαλλική – ο Ψυχρός Πόλεμος θα ακολουθούσε πολύ σύντομα).
Το ντοκουμέντο αυτό γίνεται επίκαιρο με αφορμή την επέτειο των 70 χρόνων από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, που γιορτάζεται στις 9 Μαΐου. Πενήντα πέντε εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν σε όλο τον κόσμο εξ αιτίας του πολέμου που ξεκίνησε η Γερμανία.
Στην ταινία αρκεί να προσέξει κανείς πόσο ελάχιστοι είναι οι Γερμανοί άντρες που κυκλοφορούν στο δρόμο σε αντίθεση με τις γυναίκες, για να καταλάβει τις τρομακτικές απώλειες που υπέστη (και η ίδια) η Γερμανία σε ανθρώπινες ζωές.
Η ταινία είναι προφανώς ξαναδουλεμένη, σήμερα, στο μοντάζ και στον ήχο. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι τα αρχικά πλάνα δεν είχαν ήχο – αυτός προστέθηκε τώρα. Δεν έχει μουσική, σχόλια ή επεξηγήσεις (ευτυχώς) κι έχει μια πολύ διακριτική ηχητική επένδυση με επιλεγμένους φυσικούς ήχους της πόλης – σε χαμηλή ένταση. Ένα αυτοκίνητο που περνάει, καρότσια στο πλακόστρωτο, ένα τράμ. Και συχνά ο μακρυνός ήχος ενός κομπρεσέρ που κάπου (εκτός κάδρου) κατεδαφίζει.
Η σχεδόν παντελής απουσία ανθρώπινης ομιλίας, ακόμα και στα πλάνα που υπάρχει πολύς κόσμος, δίνει την αίσθηση μιας απόκοσμης ησυχίας και κάνει τις εικόνες να αιωρούνται στο μεταίχμιο πραγματικότητας και ονείρου – ή εφιάλτη.
(Η μόνη «αισθητική παραφωνία» της ταινίας, κατά τη γνώμη μου, είναι το ηχητικό απόσπασμα από τον πύρινο λόγο του Γκαίμπελς στο Sportpalast του Βερολίνου το 1943 και τις επευφημίες του πλήθους – ένα ηχητικό ντοκουμέντο που ακούγεται λίγο πριν το τέλος της ταινίας ενώ η κάμερα ίπταται πάνω από τις ισοπεδωμένες περιοχές του Βερολίνου. Μια χρήση του υλικού που προδίδει έντονα τη διδακτική πρόθεση του τωρινού σκηνοθέτη της ταινίας να υπογραμμίσει, να τονίσει –σώνει και καλά– το κακό που έκανε ο ναζισμός).
Είναι τόσα πολλά να δει και να προσέξει κανείς σ΄αυτό το υλικό! Αν έπρεπε όμως να σταθώ σε μια και μόνη εικόνα αυτή θα ήταν η «αλυσίδα» των (ελάχιστων) ανδρών και των (πολλών) γυναικών που καθαρίζουν με τους κουβάδες τα ερείπια (στο 1:30 λεπτό, και λίγο παρακάτω ξανά). Είναι μια πολύ φευγαλέα καταγραφή στο φακό αλλά προσφέρει μια μεγάλη ποικιλία εκφράσεων αυτών των Γερμανών πολιτών: το παγερό ύφος, η στωϊκή αποδοχή της ήττας και η αξιοπρέπεια από τη μια μεριά, αλλά και το ανέμελο, η τσαχπινιά, το σκέρτσο από την άλλη. Όλα τα πιθανά συναισθήματα της πικρίας της ήττας, του θυμού (προς κάθε κατεύθυνση), αλλά και της δύναμης της ζωής, της αποφασιστικότητας, της ανάγκης για ανασυγκρότηση, της χάρης του εφήμερου…
Κάτι που είναι ακόμα πιο όμορφο στα κόκκινα παπλώματα που τινάζει η Βερολινέζα γυναίκα στον τρίτο όροφο του μισογκρεμισμένου κτιρίου (στο 3:10 λεπτό). Ακόμα και σ΄ένα σύμπαν σκόνης και ερειπίων τα παπλώματα και τα μαξιλάρια πρέπει να τιναχτούν. Γιατί κάποιος θα κοιμηθεί απόψε πάνω τους.
Δείτε και άλλα κείμενα του Βασίλη Λουλέ εδώ