Σκοτώνοντας τον πολιτισµό

του Γιώργου Τούλα Illustration Dolphins Τη στιγµή που ο κ. Μπαρόζο µιλά για τη δηµιουργία ευρωπαϊκών προγραµµάτων που θα καταστήσουν τον πολιτισµό µια «µηχανή υψηλής απόδοσης για αειφόρο εσωτερική ανάπτυξη», στη Θεσσαλονίκη ο πολιτισµός περιµένει το φιλί της ζωής αγωνιώντας για το µέλλον του. Οι πρόεδροι του ΚΜΣΤ και του ΜΜΣΤ, Κατερίνα Κοσκινά και Ξανθίππη Χόιπελ, ο διευθυντής του Φεστιβάλ […]

Γιώργος Τούλας
σκοτώνοντας-τον-πολιτισµό-19150
Γιώργος Τούλας
illustration_art.jpg

του Γιώργου Τούλα

Illustration Dolphins

Τη στιγµή που ο κ. Μπαρόζο µιλά για τη δηµιουργία ευρωπαϊκών προγραµµάτων που θα καταστήσουν τον πολιτισµό µια «µηχανή υψηλής απόδοσης για αειφόρο εσωτερική ανάπτυξη», στη Θεσσαλονίκη ο πολιτισµός περιµένει το φιλί της ζωής αγωνιώντας για το µέλλον του. Οι πρόεδροι του ΚΜΣΤ και του ΜΜΣΤ, Κατερίνα Κοσκινά και Ξανθίππη Χόιπελ, ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηµατογράφου, ∆ηµήτρης Εϊπίδης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής, Γιώργος Λαζαρίδης, η Έφη Σταµούλη της Πειραµατικής Σκηνής και ο Γιώργος Κορδοµενίδης του Εντευκτηρίου µιλούν για τις ανησυχίες τους εν µέσω της κρίσης που έφερε τον πολιτισµό αντιµέτωπο µε την µεγαλύτερη οικονοµική ένδεια µετά τη µεταπολίτευση.

Bρισκόµαστε στο µακρινό πια 2003. Ένα αεροπλάνο προερχόµενο από την Αθήνα σταµατά στο αεροδρόµιο της Θεσσαλονίκης, µερικοί δηµοσιογράφοι ανεβαίνουµε σε αυτό και απογειώνεται για τη Μόσχα. Εντός του επιβαίνει ο τότε υπουργός πολιτισµού Ευάγγελος Βενιζέλου και Αθηναίοι δηµοσιογράφοι. Στη Μόσχα πηγαίνουµε για την παράσταση«Οι άθλοι του Ηρακλή», που ανεβαίνει εκεί στο  στάδιο Ολυµπίνσκι, σκηνοθετηµένη από τον παγκοσµίως άγνωστο, σε όλους µας, Μπορίς Κράσνοφ. Η παράσταση είναι απερίγραπτης αισθητικής, ένα δώρο όπως µας λένε της ελληνικής Πολιτιστικής Ολυµπιάδας στο Ρώσικο λαό και κόστισε 740 χιλιάδες ευρώ. Λεφτά υπήρχαν. Ήταν ενταγµένη στην Πολιτιστική Ολυµπιάδα. Το βράδυ, στο ιστορικό εστιατόριο της Μόσχας, το Πούσκιν (στο παρελθόν βιβλιοθήκη της Μεγάλης Αικατερίνης), ο υπουργός µας µιλά για λίγο λέγοντάς µας πως προτεραιότητα του είναι ο Πολιτισµός. Γενναίες µερίδες ενός πανάκριβου χαβιαριού συνοδεύουν τα λεγόµενα του. Την εµπειρία εκείνη και την επίδειξη πλούτου δεν την ξεπέρασα ποτέ.

Έντεκα χρόνια αργότερα. Χειµώνας 2014. Μια ευχαριστήρια επιστολή λήξης της Μπιενάλε φτάνει στο mail µου. Η πρόεδρος του Κρατικού Μουσείου, Κατερίνα Κοσκινά, µας ευχαριστεί και κλείνει λέγοντας πως το µεγαλύτερο µουσείο σύγχρονης τέχνης της χώρας αντιµετωπίζει πια ένα αβέβαιο µέλλον. Ο κ. Βενιζέλος είναι σήµερα αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός πολιτισµού είναι ο κ. Παναγιωτόπουλος. Η παράσταση εκείνη του 2003 στη Μόσχα κόστισε 740 χιλιάδες ευρώ για δυο νύχτες. Ο προϋπολογισµός του Μουσείου για το 2014 είναι µόλις 500 χιλιάδες ευρώ. Χρήµατα που δεν φτάνουν πλέον ούτε για τη συντήρηση των δύο κτιρίων, του κτιρίου της Μονής Λαζαριστών και του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης στο Λιµάνι, τα λειτουργικά και τους µισθούς των εργαζοµένων τους. Για εκθέσεις ούτε λόγος. Και ας έχει να επιδείξει 4 Μπιενάλλε χρηµατοδοτούµενες αποκλειστικά από ΕΣΠΑ και δεκάδες σηµαντικές εκθέσεις. Και µια σπουδαία συλλογή, τη συλλογή Κωστάκη που του ανήκει.

Μιλώντας στην Parallaxi η Κατερίνα Κοσκινά εξηγεί: «Η ολοκλήρωση της 4ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης επιστεγάζει µιαν επιτυχηµένη διοργάνωση αλλά και σηµατοδοτεί ένα κρίσιµο στάδιο στην πορεία του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Και αυτό διότι η ανταπόκριση του κοινού (πάνω από 50.000 επισκέπτες) σε συνάρτηση µε την υψηλή συµµετοχή στα εκπαιδευτικά προγράµµατα και στην παρακολούθηση και των εκτός Μουσείων και Μνηµείων δράσεων (συνεδρίων, δηµόσιων τοιχογραφιών, Φεστιβάλ Περφόρµανς, καλλιτεχνικών εργαστηρίων, προβολών, συναυλιών κλπ) επιβεβαιώνουν την πεποίθησή µας για τον κοινωνικό ρόλο που επιτελεί η σύγχρονη τέχνη, ιδίως σε περιόδους κρίσης και που έχει ανάγκη ο πολίτης. Ωστόσο, οι συνθήκες υπό τις οποίες καλούµαστε να συνεχίσουµε εφεξής φαίνεται να είναι συνθήκες συρρίκνωσης για να µην πω προαναγγελθέντος θανάτου. Η πρόσφατη ανακοίνωση της επιπρόσθετης δραµατικής περικοπής του τακτικού µας προϋπολογισµού για το 2014, παρά τη χρηστή διαχείριση και τα ορατά αποτελέσµατα µιας διεθνούς δράσης του µουσείου, δεν µας επιτρέπει πια να συνεχίσουµε την έµπρακτη υποστήριξη της ελληνικής εικαστικής σκηνής, την ανάπτυξη του διαλόγου και της καλλιτεχνικής παραγωγής και την κινητικότητα της Συλλογής Κωστάκη, καθώς το ποσό που µας διατίθεται δεν καλύπτει ούτε τις απολύτως απαραίτητες λειτουργικές δαπάνες. Προ καιρού έχουµε µηδενίσει το κόστος των νέων παραγωγών και του εκθεσιακού µας προγράµµατος. Στην παρούσα φάση όµως δεν βλέπω πως θα συνεχίσουµε να δρούµε όταν πχ κινδυνεύουµε να µην έχουµε χώρο ή ρεύµα. Η πραγµατοποίηση της Μπιενάλε οφείλεται αποκλειστικά στην ολόψυχη αφοσίωση των συντελεστών της και τη χρηµατοδότηση του ΕΣΠΑ χωρίς την παραµικρή επιβάρυνση του τακτικού προϋπολογισµού. Καθίσταται όµως δύσκολο να συνεχίσουµε την ανοδική πορεία, όταν διακυβεύεται η ίδια η επιβίωση του φορέα µας. Πόσο µάλλον να συζητάµε για την αισιόδοξη προοπτική των συγχωνεύσεων.”

Πέρσι το χειµώνα ο τότε υπουργός Πολιτισµού κ. Τζαβάρας, άνθρωπος χωρίς καµία προηγούµενη τριβή µε το αντικείµενο, όπως άλλωστε και ο σηµερινός Πάνος Παναγιωτόπουλος, πρώην δηµοσιογράφος, έρχεται στη Θεσσαλονίκη και ανακοινώνει βιαστικά ότι το ΚΜΣΤ συγχωνεύεται µε το ιστορικό Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης! Τα µέλη της διοίκησης των µουσείων ακούν εµβρόντητα στη συνέντευξη τύπου του υπουργού τα νέα. ∆εν έχει υπάρξει καµία προπαρασκευή και η αβεβαιότητα ξεκινά. Ένα χρόνο µετά η εξαγγελία ξεχάστηκε και το µέλλον τους παραµένει αβέβαιο.

Η Ξανθίππη Χόιπελ, Πρόεδρος του ΔΣ του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης σηµειώνει: «Το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, που ιδρύθηκε το 1979, ως το πρώτο µουσείο σύγχρονης τέχνης στον Ελλαδικό χώρο και το οποίο λειτουργεί µε τους πολίτες για τους πολίτες, βρίσκεται ζωντανό παρόλη την οικονοµική κρίση που µαστίζει τους πολιτιστικούς φορείς της χώρας. Το µουσείο, που για πολλά χρόνια στήριξε ως κύριος χορηγός ο Γιάννης Μπουτάρης, βασίστηκε στην ιδιωτική πρωτοβουλία και, µε βάση το χρησιδάνειο της ∆ΕΘ και δωρεές, δηµιούργησε ένα αξιόλογο κτιριακό κέλυφος 4.250τ.µ. και µια συλλογή 2.000 έργων. Το κράτος αναγνωρίζοντας την πολιτιστική προσφορά του µουσείου, τόσο στο εκθεσιακό, όσο και στο µουσειοπαιδαγωγικό επίπεδο, αλλά και σε αυτό των παράλληλων πολλαπλών εκδηλώσεων, προς το τέλος της δεκαετίας του 1990, όταν οι χορηγίες για λειτουργικά έξοδα έτειναν να µηδενιστούν, ανέλαβε αποκλειστικά την επιχορήγησή τους, ενώ για το εκθεσιακό πρόγραµµα και για τις παράλληλες εκδηλώσεις το µουσείο εξακολούθησε να στηρίζεται στις χορηγίες.

Όµως σταδιακά και πριν από την οικονοµική κρίση και χωρίς να προκύψει κανενός είδους αξιολόγηση, επί της Υπουργίας Βουλγαράκη και Λιάπη, το Υπουργείο µείωσε σηµαντικά την επιχορήγηση. Έτσι µε την κρίση, πάνω στη µείωση προστέθηκε και η νέα και είναι τόση ώστε ο κίνδυνος του κλεισίµατος του φορέα φάνηκε προ των πυλών. Ειλικρινά, χωρίς τα ευρωπαϊκά προγράµµατα αλλά και χωρίς τον σχεδιασµό του κοινωνικού προγράµµατος «Ενεργά Εργαστήρια για Ανέργους Πολίτες», χορηγούµενο από το Ίδρυµα Σταύρος Νιάρχος, και χωρίς την αγωνιστική προπαιδεία των διοικητικών µελών και φίλων του µουσείου, σίγουρα θα µετρούσαµε οδυνηρές απώλειες. Και παρόλο που ο κίνδυνος καιροφυλακτεί, παραµένουµε επιφυλακτικά αισιόδοξοι».

Η  µη-επίσκεψη του νέου υπουργού πολιτισµού στη Θεσσαλονίκη είναι το ανέκδοτο της χρονιάς. Κάνεις ποτέ δεν τον έχει συναντήσει και τα µουσεία όπως και οι φορείς πλέουν πια σε ένα τρικυµισµένο πέλαγος χωρίς κανένα διασωστικό µέσο. Έστω και αν ο µέγας και πολύς Μπαρόζο µιλά για τη δηµιουργία ευρωπαϊκών προγραµµάτων που θα καταστήσουν τον πολιτισµό µια «µηχανή υψηλής απόδοσης για αειφόρο εσωτερική ανάπτυξη».

Είναι τέτοια η απαξίωση του υπουργού για τον πολιτισµό της πόλης που δεν ήρθε ούτε στην καθιερωµένη έναρξη ή λήξη του Φεστιβάλ Κινηµατογράφου στην οποία συνήθιζαν να το επισκέπτονται οι προκάτοχοί του. Ένα Φεστιβάλ που µόλις έξι χρόνια πριν είχε φτάσει να έχει προϋπολογισµό 11 εκατοµµύρια ευρώ το χρόνο και σήµερα αντιµετωπίζει πρόβληµα επιβίωσης, µε κορυφαία απειλή την επόµενη φεστιβαλική διοργάνωση του Νοεµβρίου, στην οποία θα έχει ολοκληρωθεί η χρηµατοδότηση του ΕΣΠΑ και κρίνεται αβέβαιη. Σήµερα µάλιστα είναι µετά την παραίτηση του προέδρου του Γιάννη Μπουτάρη διοικητικά ακέφαλο αφού το υπουργείο αρνείται εδώ και µήνες να διορίσει νέο Δ.Σ.

Ο ∆ηµήτρης Εϊπίδης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ µας εξηγεί: «Το επερχόµενο 16ο Φεστιβάλ Ντοκιµαντέρ Θεσσαλονίκης θα διεξαχθεί από τις 14 έως τις 23 Μαρτίου µε την αρωγή του ΕΣΠΑ που εδώ και τρία χρόνια αποτελεί µια πολύτιµη πηγή χρηµατοδότησης για το Φεστιβάλ. Ωστόσο η συγκεκριµένη επιχορήγηση παύει µετά το Φεστιβάλ Ντοκιµαντέρ, οπότε και ο θεσµός θα πρέπει να λειτουργεί µε γνώµονα την χρηµατοδότηση από το υπουργείο Πολιτισµού, η οποία έχει µειωθεί σε 1,5 εκατοµµύριο φέτος, από 11 εκατοµµύρια που ήταν το 2009. Να σηµειώσουµε ότι στο 1,5 εκατοµµύριο περιλαµβάνεται η χρηµατοδότηση των Φεστιβάλ Κινηµατογράφου και Φεστιβάλ Ντοκιµαντέρ, η ετήσια δραστηριότητα, αλλά και η λειτουργία του Μουσείου Κινηµατογράφου – Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης και της Βιβλιοθήκης Ταινιοθήκης. Αντιλαµβανόµαστε τις εξαιρετικά δυσµενείς συγκυρίες και έχουµε µάθει να λειτουργούµε µε βάση τα ελάχιστα. Έχουµε µειώσει τις δαπάνες κατά 70% µέσα σε τρία χρόνια, έχουµε κάνει όλες τις απαραίτητες περικοπές, όµως στο µόνο που δεν κάναµε έκπτωση ήταν στην ποιότητα  του φεστιβάλ.  Όσο περνά απ’ το χέρι µας, ο διεθνής χαρακτήρας του θεσµού, η ελκυστικότητά του προς το κοινό και οι υψηλές προδιαγραφές του καλλιτεχνικού του προγράµµατος θα παραµείνουν άθικτες.  ∆εν λέω ότι είναι εύκολο, όµως έχουµε αναλάβει µια υποχρέωση απέναντι σε έναν ιστορικό θεσµό και οφείλουµε στο µέτρο του ανθρώπινου, να κάνουµε πραγµατικά ό,τι καλύτερο µπορούµε».

Τα µουσεία της πόλης βρίσκονται στη δύνη της µεγαλύτερης οικονοµικής ένδειας µετά τη µεταπολίτευση. Κάθε φθορά που τους συµβαίνει είναι αδύνατο να επισκευαστεί πλέον ενώ η απόλυση των φυλάκων καθιστά αδύνατη τη λειτουργία των εξαιρετικά µνηµείων της πόλης πέραν του τυπικού ωραρίου τους. Τις ώρες δηλαδή που θα µπορούσαν να τα επισκέπτονται κάτοικοι αλλά και τουρίστες. Λίγο καιρό πριν επισκεφτήκαµε για τις ανάγκες µιας δράσης του Θεσσαλονίκη Αλλιώς της Parallaxi τα λουτρά Ο Παράδεισος για την πραγµατοποίηση µιας έκθεσης. Οι φύλακες που είχαν αποµείνει µας είπαν τότε πως αν επρόκειτο να τη λειτουργήσουµε τα Σαββατοκύριακα θα έπρεπε να γίνει µόνο εθελοντικά από κείνους το άνοιγµα του µνηµείου! Το ΕΚΕΒΙ, ο µοναδικός θεσµός που ασχολήθηκε σοβαρά µε το βιβλίο οργανώνοντας και µια επαγγελµατική σοβαρή έκθεση βιβλίου στη Θεσσαλονίκη και χαράσσοντας πολιτική για το βιβλίο, αφού απαξιώθηκε µε υπουργικές δηλώσεις καταργήθηκε αφήνοντας απλήρωτο για µήνες το προσωπικό του. Εξίσου δύσκολα είναι τα πράγµατα και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, µε την ανάσα εκεί της ενοικίασης των χώρων που προσφέρουν µια βοήθεια επιβίωσης.

Ο Γιώργος Λαζαρίδης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Μέγαρου µοιράζεται τις δυσκολίες της εποχής µαζί µας: «Η Ελλάδα σήµερα, θα µπορούσε να παροµοιαστεί µε “Το καράβι που ταξιδεύει” και “το λένε ΑΓΩΝΙΑ” – όπως ο Γιώργος Σεφέρης βιώνει τη διάσταση ανάµεσα στο ηρωικό χθες και την ευτελή µιζέρια του παρόντος, µιας εποχής που τόσες οµοιότητες µοιράζεται µε την σηµερινή. Είναι όµως γεγονός ότι, σ’ αυτό το καράβι είµαστε όλοι επιβαίνοντες. Είναι το καράβι µας. Ουδείς δύναται να εξαιρεθεί και, πολλοί από µας, δεν θα ήθελαν, ακόµα κι αν µπορούσαν. Αυτό γιατί αντιλαµβάνονται ότι, η δύναµη της ρίζας µας προέρχεται κατ’αρχήν από την κοινή πεποίθηση του θαύµατος που µπορεί να επιτευχθεί µέσα από την συλλογική προσπάθεια. Το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης αποτελεί, καταρχήν, έναν συνταξιδιώτη, µε πλήρη συνείδηση της παραπάνω αλήθειας.

Πέραν τούτου, οι δυσκολίες του “ταξιδιού” είναι σήµερα τεράστιες, εξαιτίας των παράλογων αντιφάσεων µεταξύ του προφανούς  στόχου και της πρωτοφανούς έλειψης πόρων για την υλοποίησή του. Η λειτουργία λοιπόν των φορέων που επιδιώκουν ουσιαστική παρουσία και συµβολή στην υποστήριξη του πολιτισµού και όχι απλά µία φόρµουλα για την επιβίωσή τους, έχει µετατραπεί σε λειτούργηµα. Είναι επίσης προφανές ότι, στο παραπάνω πλαίσιο, οι απαιτήσεις της παραγωγής πολιτισµού – και στην περίπτωση του ΜΜΘ ο µέσος όρος 40 παραγωγών ανά εξάµηνο – δεν µειώνονται ανάλογα µε την αντίστοιχη µείωση των πόρων, αλλά αυξάνονται, αντιστρόφως ανάλογα. Μέσα σε ένα γενικευµένο κλίµα αντιφάσεων που σήµερα προσδιορίζει σχεδόν την ζωή µας, τόσο σε ατοµικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, υπάρχει µόνο ένας τρόπος να αντιµετωπιστούν οι δυσκολίες και στον τοµέα του πολιτισµού. Η ολόψυχη συµµετοχή όλων, µε  πλήρη επίγνωση ότι  τα προβλήµατα είναι δυσεπίλυτα,  δίχως, όµως, εκπτώσεις ως προς τον στόχο. Ίσως, µέσα στη µεγάλη αυτή δοκιµασία κρύβεται και µία ευκαιρία να ξεπεράσουµε τα όριά µας και να εµπιστευθούµε τις δυνάµεις και τις δυνατότητές µας».

Και αν για τους επίσηµους φορείς τα πράγµατα είναι δύσκολα, αλλά µε αυτοθυσίες παλεύονται, για τους υπόλοιπους ανθρώπους του Πολιτισµού οι µέρες χωρίς γυρισµό έχουν έρθει προ καιρού. Για την Πειραµατική Σκηνή της Τέχνης, τον ιστορικότερο ιδιωτικό θίασο της πόλης,  η περσινή αναγκαστική απόφαση να αφήσουν την επί δεκαετίες στέγη τους το θέατρο Αµαλία και το σταµάτηµα ουσιαστικά των παραγωγών τους, απόρροια της διακοπής χρηµατοδότησης από την µεριά του υπουργείου που έπαψε να στηρίζει οτιδήποτε µη κρατικό, είναι η νέα εφιαλτική πραγµατικότητα.

Η Έφη Σταµούλη δίνει τη δική της πινελιά: «Φεβρουάριος του 2014. Η χώρα προσπαθεί ν’ αντιληφθεί ένα success story που όλο έρχεται κι όλο µας προσπερνάει, και ταυτόχρονα βιώνει τις συνεχιζόµενες απώλειες σε όλους τους τοµείς. Στο θέατρο, για παράδειγµα, που στέκεται ακόµη όρθιο, µε νύχια και µε δόντια. Για πόσο; Ο θεσµός των θεατρικών επιχορηγήσεων θυσιάστηκε γιατί θεωρείται πολυτέλεια σε µια χώρα που νοσεί: ό,τι µπορεί να επιβιώσει µε τους όρους της αγοράς και όχι µε τα λεφτά του φορολογούµενου πολίτη, αυτό θα επιβιώσει. Το θέατρο«Αµαλία» στη Θεσσαλονίκη και το «Αµφιθέατρο» στην Αθήνα είναι δύο µόνο από τις σοβαρές απώλειες, µε ακόµα σοβαρότερο το επικείµενο τέλος του Θεατρικού Μουσείου, αυτής της κιβωτού της µνήµης του θεάτρου µας – πολυτέλειες…

Κουραστήκαµε να λέµε τα αυτονόητα. Πολιτιστική ανάπτυξη χωρίς το ενδιαφέρον της Πολιτείας δεν µπορεί να γίνει. Αργά ή γρήγορα, µοναδικό κριτήριο θα είναι το πώς θα έρθει ο κόσµος στο ταµείο. Οι θίασοι ρεπερτορίου όλο και θα λιγοστεύουν. Έργα απαιτητικά και ανήσυχα  θα δίνουν τη θέση τους σε άλλα πιο«πιασάρικα». Τελικά το«επιβιώνει αυτός που τα φέρνει» θα κυριαρχήσει, το κράτος θα έχει κερδίσει τα 2.000.000 που σπαταλούσε κάθε χρόνο για τη στήριξη του ελεύθερου θεάτρου, η συρρίκνωση και η οµοιοµορφία δεν θα στοιχίσει τίποτα».

Φινάλε µε την ψύχραιµη τοποθέτηση του Γιώργου Κορδοµενίδη, ενός ανθρώπου που γνωρίζει τον Πολιτισµό όσο ελάχιστοι στα 25 χρόνια που εκδίδει το Εντευκτήριο… «Όταν, το 1980, πρωτοκυκλοφόρησε το καταγωγικό αφήγηµα του ∆ηµήτρη ∆ηµητριάδη Πεθαίνω σαν χώρα: Σχέδιο ενός µυθιστορήµατος, εντυπωσίασε µε την επιθετικότητα της γραφής του, την εκρηκτικότητα του ύφους του, τα υπαρξιακά ερωτήµατα που έθετε, τη ρυθµικότητά του -µε δυο λόγια: µε την υψηλή του λογοτεχνική αξία• δεν νοµίζω πως διαβάστηκε ως ακτινογραφία της εποχής του -γι’ αυτό άλλωστε και εξακολουθεί να σαγηνεύει τόσα χρόνια µετά-, ούτε ως προφητεία. Μόνο που, µε όσα συµβαίνουν στη χώρα τα τελευταία χρόνια, αναδεικνύεται, εκτός των άλλων, και ο προφητικός του χαρακτήρας. Αντιγράφω την καταληκτική φράση του βιβλίου: Αυτή η χώρα είναι το χτικιό µας. Θα µας πεθάνει, θα µας ξεκάνει… Μας πίνει το αίµα, µας το πίνει.

Εδώ είµαστε. Κάτοικοι µιας χώρας που έχει πεθάνει, η αποφορά του πτώµατός της είναι διάχυτη αλλά, παραδόξως, δεν έχει εκδοθεί ακόµη το πιστοποιητικό θανάτου. Πολίτες ενός κράτους που µας αφαιµάσσει αλλά που στην τερατογένεσή του έχουµε συµβάλει κι εµείς, άλλος λίγο άλλος πολύ, είτε µε τις (πολιτικές) επιλογές µας είτε µε την απουσία τους – το ίδιο είναι.

Σε µια χώρα που βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση, του τυµπανιαίου πτώµατος, υπάρχει χώρος για τον πολιτισµό; Είµαι σίγουρος πως όχι, τουλάχιστον όσον αφορά τον ‘πολιτισµό’ που κανοναρχείται από το κράτος. Και µόνο να σκεφτεί κανείς ποια πολιτικά πρόσωπα πέρασαν από το υπουργείο Πολιτισµού ως προϊστάµενοί του τα τελευταία είκοσι χρόνια φτάνει για να βυθιστεί στην απόλυτη απελπισία. Ακόµη και µέσα στην αβυσσαλέα κρίση που ζούµε, όπου ο πολιτισµός θα µπορούσε να αποτελέσει διέξοδο και σανίδα σωτηρίας για τους απελπισµένους, ως υπουργοί τοποθετούνται τα πιο ακατάλληλα πρόσωπα, συνήθως αυτά που περίσσεψαν από τις καραµπόλες του ανασχηµατισµού και πρέπει κάπως, κάπου, να βολευτούν. Ενός κακού µύρια έπονται. Χατζάκης στο Εθνικό, Βούρος στο Κρατικό, κατάργηση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και µεταφορά των αρµοδιοτήτων του στο Ελληνικό Ίδρυµα Πολιτισµού µε πρόεδρο τον Χριστόδουλο Γιαλλουρίδη (Θεέ µου, φύλαγε!), Μενδώνη γενική γραµµατέας αµετακίνητη -αυτό που λένε«παντός καιρού»- στο υπουργείο, κατάργηση της ενιαίας τιµής βιβλίου υπέρ της ανταγωνιστικότητας (αλλά τα διάφορα καρτέλ της αγοράς ανέγγιχτα)… Καταλάβατε ή να κάνω και κακά; που έλεγε η παλιά διαφήµιση χαρτιού υγείας…

Στον τοµέα του πολιτισµού δεν µπορούµε να περιµένουµε από το κράτος παρά µόνο καταστροφικές αποφάσεις. Κάθε ελεύθερη φωνή πρέπει να σωπάσει, κάθε κριτική σκέψη πρέπει να πληγεί, κάθε δηµιουργική προσπάθεια πρέπει να θαφτεί• γιατί ο δικός µας πολιτισµός αφυπνίζει τα πνεύµατα, ο δικός τους πολιτισµός τα αποκοιµίζει.

Η µόνη ελπίδα µπορεί να προέλθει από τους πολίτες που αντιλαµβάνονται τον πολιτισµό όχι ως συµπλήρωµα της ζωής τους αλλά ως τρόπο ζωής• αυτούς που δεν µπορούν παρά να ζήσουν δηµιουργώντας τέχνη, σε όλους τους τοµείς. (Καταλαβαίνω πως κάποιος που δεν έχει να φάει/ντυθεί/ποδεθεί/ζεσταθεί κτλ. δεν µπορεί να αφιερωθεί στην τέχνη του, πλην δεν βλέπω άλλο δρόµο.) Η προσπάθεια θα πάρει καιρό. Μετά το κλείσιµο της ΕΡΤ, οι αυτόνοµοι και ανεξάρτητοι δηµιουργοί δεν θα βρουν κανάλι να µιλήσει για τη δουλειά τους (αυτά παρουσιάζουν µόνο καλλιτεχνικές δράσεις στις οποίες είναι«χορηγοί επικοινωνίας»), δεν θα βρουν εύκολα λίγο χώρο στις σελίδες των (µεγάλων τουλάχιστον) εφηµερίδων, θα χρειαστεί να βασιστούν µόνο στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο διαδίκτυο γενικά για να παρουσιάσουν και να προωθήσουν τη δουλειά τους. Πολλές µικρές καλλιτεχνικές οµάδες σε όλη τη χώρα, µε δίκτυα συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης, µπορεί τελικά να αλλάξουν το τοπίο και να κάνουν τη διαφορά. Άλλη ελπίδα δεν έχω».

Και επειδή η λογική των αριθµών είναι η λογική της εποχής και της τρόικας, ιδού µερικά στοιχεία για τον πολιτισµό στα χρόνια της κρίσης και τις συνέπειες του. Η έρευνα του Ευρωβαρόµετρου µας απέδειξε ότι και ο πολιτιστικός χαρακτήρας των πολιτών εξασθενεί λόγω κρίσης. Σύµφωνα µε τα στοιχεία που αφορούν  στην περασµένη χρονιά µόνο το 38% των Ευρωπαίων συµµετείχαν ενεργά σε πολιτιστική δραστηριότητα, ενώ σε ό,τι αφορά τη λεγόµενη«παθητική» συµµετοχή, ο αριθµός των Ευρωπαίων που χαρακτηρίζουν την πολιτιστική ζωή τους από δραστήρια έως πολύ δραστήρια µειώθηκε στο 18%, σε σχέση µε 21% το 2007. Ένας στους τρεις δεν πηγαίνει λόγω έλλειψης χρηµάτων. Η διευθύντρια της Ουνέσκο πάντως κρούει το καµπανάκι του κινδύνου στην Ευρώπη λέγοντας πως ο πολιτισµός ως υλικό και οικονοµικό αγαθό µπορεί να δηµιουργήσει πολλές και σταθερές θέσεις εργασίας, µέσα από την προστασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς κάθε λαού, αλλά και την ανάπτυξη της«πολιτιστικής βιοµηχανίας».

Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα