Social Network
Πριν περίπου είκοσι χρόνια, ένας διευθυντής περιοδικού (και αργότερα μεγαλοεκδότης) είχε επιχειρήσει να μου εξηγήσει τη λογική συγγραφής ενός άρθρου λάιφ στάιλ. Μου είχε πει ότι ήταν απλό. Έπρεπε να γράφω σαν κάποιος που γνωρίζει (και ως ένα βαθμό μετέχει) σε ό,τι πιο καινούργιο υπάρχει στην πόλη. Πράγματα πρωτοποριακά και φρέσκα. Αυτοί που διάβαζαν το […]
Πριν περίπου είκοσι χρόνια, ένας διευθυντής περιοδικού (και αργότερα μεγαλοεκδότης) είχε επιχειρήσει να μου εξηγήσει τη λογική συγγραφής ενός άρθρου λάιφ στάιλ. Μου είχε πει ότι ήταν απλό. Έπρεπε να γράφω σαν κάποιος που γνωρίζει (και ως ένα βαθμό μετέχει) σε ό,τι πιο καινούργιο υπάρχει στην πόλη. Πράγματα πρωτοποριακά και φρέσκα. Αυτοί που διάβαζαν το περιοδικό έπρεπε να αισθάνονται ότι γίνονται μέλη μιας χάι παρέας. Που γνωρίζουν το σωστό μέρος να πιεις κρασί. Το σωστό βιβλίο. Τον άνθρωπο που όλοι συζητάνε. Την γκουρμέ γεύση. Τη θεατρική παράσταση. Τη σωστή παραλία. Όλα έπρεπε να είναι καινούργια και κάπως μυστικά και να λειτουργούν σαν διαφήμιση. Που πρώτα σε κάνει να αισθάνεσαι ανεπαρκής και μετά σου προσφέρει λύση. Το περιοδικό ήταν ο αποκωδικοποιητής της σύγχρονης ευτυχίας. Η ευκαιρία των πολλών να αποκτήσουν πρόσβαση στη γνώση, στην άποψη και τελικά στην ευτυχία των λίγων.
Υπό μια έννοια, όλα αυτά τα χρόνια ήταν σαν να είχαμε φανταστικούς φίλους. Κατά κάποιο τρόπο, ζήσαμε δύο ζωές. Την αληθινή και την άλλη. Πολλές φορές χωρίς να ξέρουμε ποια ήταν ποια. Είχαμε έτοιμη άποψη για πράγματα που είχαν ζήσει οι φανταστικοί μας φίλοι (και οι αποκωδικοποιητές τους) και καμία γνώμη για τη ζωή μας. Κάναμε (στο κεφάλι μας) παρέα με κυνικούς συγγραφείς, απαιτητικούς γευσιγνώστες, νευρωτικούς κριτικούς, εφοπλιστές με όραμα, γρήγορους οδηγούς, επαγγελματίες ταξιδευτές, σαγηνευτικές ηθοποιούς, αθυρόστομα μοντέλα. Τους νιώθαμε κοντά μας. Θέλαμε αυτά που ήθελαν. Λέγαμε ότι αισθανόμασταν ευτυχείς κάνοντας αυτά που έκαναν εκείνοι και δυσφορούσαμε όταν επιστρέφαμε στη δική μας, εξ ορισμού ανεπαρκή, πραγματικότητα. Την οποία επιχειρούσαμε να αναβαθμίσουμε μέχρι να γίνει σαν τη δική τους. Είκοσι χρόνια μετά, καταλάβαμε πόσο μάταιη ήταν η προσπάθειά μας.
Ο λαός λέει: “δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι”. Οι ψυχολόγοι, από την άλλη, λένε πως όταν είσαι πιτσιρικάς δεν είναι κακό να έχεις φανταστικούς φίλους. Αν συνεχίσεις μετά την ηλικία των έξι, ίσως πρέπει να το ψάξεις. Σκέφτομαι, όψιμα προφανώς και εκ του αποτελέσματος, ότι η νεύρωση του λάιφ στάιλ ήταν η ύστατη μορφή λαϊκισμού. Αλλά είναι μεγάλη κουβέντα και νομίζω ότι πλέον δεν έχει σημασία. Γιατί τελείωσε. Κι ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στη ζωή μας.