Ο Σούλης και ο Λεωνίδας
Ο Σούλης, το Καθαρό Ελληνικό Αίμα, η καινούργια γραμμή του πυρήνα, η ελληνίδα μάνα, το τσεμπέρι, τα γιουβαρλάκια, το Λιτσάκι, το facebook και το ...κακό μας συναπάντημα στα μονοπάτια της ιστορίας.
Του Ανδρέα Βασιλείου
Ο Σούλης δεν είναι πια άνεργος, οι συναγωνιστές από τον Πυρήνα του κόμματος του βρήκαν δουλειά, πλέον είναι εργαζόμενος ασφαλείας στην SS, Superior Security. Τα λεφτά δεν είναι πολλά, αλλά είναι καλύτερα από πριν. Τα ψιλά από την σύνταξη της μάνας και τα εξτραδάκια από την διοργάνωση των εκδρομών με τον Σύνδεσμο των οπαδών της ομαδάρας, δεν φτουρούσαν πουθενά. Η κατάσταση ήταν έτσι από όταν το μηνιάτικο από το κόμμα χάθηκε, γιατί οι “ψευτο-Δημοκράτες” έκοψαν την επιχορήγηση. “Αλήτες, τόσος κοσμάκης την πάλευε με αυτά τα λεφταδάκια.” ψιθύρισε ο Σούλης. “Σκέψου τι ωραία δουλειά θα γινόταν με όλα αυτά τα Πάκια που έχουν έρθει αυτό τον καιρό. Με 30 ευρώ το κεφάλι, σου έφτανε μια επίσκεψη στον Πειραιά για να βγάλεις τον μήνα σου.” Ο ίδιος βέβαια, ήταν αισιόδοξος για το μέλλον, του άρεσε πολύ η νέα του δουλειά. “Είσαι σαν αστυνομικός, απλά δεν είσαι του κράτους” σκέφτηκε και το μυαλό του πήγε στον μακαρίτη τον πατέρα του, ο οποίος πέθανε με τον καημό που δεν είδε τον γιο του να συνεχίζει την δουλειά του ως χωροφύλακας. Δεν ήταν εύκολο αυτό, ο πατέρας είχε μπει στο Σώμα τότε που μετρούσαν τα πραγματικά προσόντα της ελληνοψυχίας και της εθνικοφροσύνης, ενώ τον καιρό του Σούλη ζητούσαν απολυτήριο Λυκείου κι ο ίδιος δεν τα πήγαινε καλά με τα γράμματα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε;
Το σχολείο ποτέ δεν τον ενδιέφερε, μισούσε που όλοι εκεί το έπαιζαν έξυπνοι, μισούσε όλα τα μαθήματα, δεν είχαν τίποτα να του πουν, μισούσε και τους δασκάλους, όπως εκείνο το κομμούνι στην Τρίτη Δημοτικού, που έβαλε τα γέλια και τον έκανε ρεζίλι, όταν ο Σούλης, στο μάθημα της Ιστορίας, μίλησε με περηφάνια για την νίκη στις Θερμοπύλες κατά των Τούρκων. Μόνο στην Γυμναστική ο Σούλης ένιωθε ότι αναγνωριζόταν η αξία του. Φυσικά έκανε την καλύτερη παρέλαση, εκτελούσε με προθυμία όλα τα παραγγέλματα κι είχε την καλύτερη επίδοση στις κάμψεις, στο Γυμνάσιο μάλιστα έκανε και προπόνηση στο σπίτι με τις ταινίες του Σταλόνε και του Βαντάμ. Εκεί που δεν τα κατάφερνε ήταν στο μπάσκετ, “Αυτά τα αδερφίστικα αθλήματα δεν είναι για μένα. Και τι θα πει ότι είμαι κοντός;”, όλο αυτό του είχε στοιχίσει πολύ. Η Δημητρούλα, η συμμαθήτρια που του έκοβε την ανάσα και δεν του έριχνε ούτε μια ματιά, τα είχε με τον Ηρακλή που ήταν ψηλός, μπασκετμπολίστας και πέρασε στο Πολυτεχνείο. “Τον είχα πετύχει, μετά από χρόνια, σε μια πορεία με κάτι άλλους μαλλιάδες, ευτυχώς είχε υπηρεσία στα ΜΑΤ ο Μήτσος που γνωρίζονταν από τον Πυρήνα και τα παιδιά του ξηγήθηκαν φιστίκι του άπλυτου.”
Αυτές οι σκέψεις συνόδευαν τον Σούλη στο αστικό μετά την υπηρεσία (έτσι του άρεσε να λέει την δουλειά, όπως ο γέρος του) με προορισμό το Lidl, για να κάνει τα ψώνια για το σπίτι. Σήμερα η μάνα του είχε υποσχεθεί να του φτιάξει γιουβαρλάκια, το αγαπημένο του φαγητό. “Τρώμε ελληνικά για να κρατήσουμε την πατροπαράδοτη λεβεντιά και ντομπροσύνη” σκέφτηκε και χαμογέλασε μόνος του από ικανοποίηση για την σκέψη του. Θα το έγραφε και στο Facebook, ήδη φανταζόταν τα like από τους συναγωνιστές στην ομάδα ΕΛΛΗΝΟΨΥΧΟΙ-ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ-ΕΘΝΙΚΙΣΤΕΣ.
Εκείνο το Λιτσάκι όμως, πότε θα κατανοήσει τα δρώμενα και θα επικοινωνήσει; Δούλευε τηλεφωνήτρια στην μεταφορική που είχε δουλέψει για ένα φεγγάρι κι ο Σούλης, μέχρι που τον απέλυσαν μια μέρα που πήγε ένα δέμα σε κάτι μαύρους στον Άγιο Παντελεήμονα. Κανένας δεν πίστεψε ότι δεν ήταν αυτός που είχε ανοίξει το δέμα και έφτυσε μέσα. “Ξεφτίλες όλοι, γλείψτε τους αραπάδες, ισλαμολάγνοι” τους απάντησε και ένιωσε ιερή ανατριχίλα χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Είχε όμως προλάβει να κάνει την γνωριμία με το Λιτσάκι.
Όταν της έκανε αίτημα, αυτή στην αρχή δεν το δέχθηκε. “ΚΑΝΕ ΜΕ ΑΔΔ, ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΕΧΗΣ ΠΛΟΚ???” της έγραψε μετά από πολύ σκέψη ο Σούλης. Μετά συνειδητοποίησε ότι με το όνομα “Λεωνίδας Σπαρτιάτης” και φωτογραφία από την αγαπημένη του ταινία τους “300” θα ήταν δύσκολο να τον αναγνωρίσει, αλλά το “Σούλης Αγρινιώτης” δεν τον εξέφραζε ιδεολογικά. “EGW EIMAI O SOYLHS!!! ” επανήλθε, και έτσι το Λιτσάκι ενέδωσε. Ενέδωσε, που λέει ο λόγος, γιατί τόσο καιρό, η μόνη ανάρτηση που του έκανε like ήταν η φωτογραφία που είχε ανεβάσει με τον Παντελίδη στην αγκαλιά της Μεγαλόχαρης. “Μήπως πρέπει να ανεβάσω ένα τραγούδι του Παντέλα στον τοίχο της;” αναρωτήθηκε, “Σιγά μην κάνω και τον καραγκιόζη, άμα γουστάρει καλώς, αλλιώς στα αυτά μου, υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές” απάντησε μόνος του.
“Μάναααα” φώναξε μπαίνοντας σπίτι, “έφερα τα ψώνια”. Η βραδινή βάρδια μπορεί να τον εξαντλούσε, αλλά είχε και τα καλά της. Βόλευε για τα πρωινά ψώνια του σπιτιού, αλλά και γιατί έτσι ο Σούλης είχε όλη την μέρα στην διάθεση του για να μπαίνει στο ίντερνετ.”Βγάλε τα παπούτσια σου, πάλι λάσπες μου έφερες κι έχω καθαρίσει” ακούστηκε η γνώριμη φωνή. “Δεν φταίω εγώ ρε μάνα” τσίριξε ο Σούλης, “Αυτή η κίτρινη σκόνη που μας στέλνουν οι αραπάδες, έχει γεμίσει την πόλη. “Δεν μας έφτανε που μας έχουν χαρακώσει τον ουρανό με τα ψεκαστικά τους, τώρα μας στέλνουν και την σκόνη από την Σαχάρα. Ποιος ξέρει τι βάζουν μέσα; ” σκέφτηκε ο Σούλης και κατευθύνθηκε να πάει στον υπολογιστή για να το γράψει.
“Μου έφερες τον κιμά; Θυμήθηκες να βάλεις και λίγο χοιρινό μέσα να γίνει ζουμερός;” Σιγά που θα το ξεχνούσε: “Έβαλα χοιρινό για να γίνει ελληνικός” αντέταξε υπερήφανα “Τουλάχιστον για όσο μας αφήνουν ακόμα οι ισλαμοφασίστες, εμείς θα τρώμε γουρούνι, όπως μας λέει κι η θρησκεία μας”. Ανατρίχιασε πάλι με την σκέψη ότι μπορεί να γίνει η Ελλάδα σαν τον Καναδά ή την Γερμανία που, όπως διάβασε στο ίντερνετ, οι “λαθρό” πλέον κάνουν κουμάντο και έχουν επιβάλλει στον κόσμο τι να τρώει και τι όχι. “Δεν θα τους περάσει ρε π…η μου” σκέφτηκε κι άνοιξε τον υπολογιστή. Η πρώτη εικόνα που είδε στο Facebook ήταν από την εθνική γιορτή: μια μαθήτρια έκανε παρέλαση φορώντας μαντίλα. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, σηκώθηκε να ανάψει τσιγάρο. “Έχουν μπει παντού οι καργιόληδες, πρέπει να τελειώνουμε με αυτούς”.
Το μυαλό του πήγε στην τελευταία ιδεολογική διαφώτιση που τους έκαναν στον Πυρήνα. Ο απεσταλμένος του κόμματος, τέρας μορφώσεως, ήταν ένας φιλόλογος-θεολόγος που τους είχε προειδοποιήσει για όλα αυτά. “Τώρα δίνουμε την μάχη των ιδεών στον πόλεμο των πολιτισμών. Δεν θα αφήσουμε την παγκοσμιοποίηση και την πολυπολιτισμικότητα της Νέας Τάξης, του Κίσσινγκερ και των Εβραίων να μας φορέσουν μπούρκες” είχε τονίσει. Ο Σούλης δεν κατάλαβε πολύ, γιατί ήξερε ότι μόνο οι Άραβες βάζουν τέτοια στις γυναίκες τους, αλλά και πάλι δεν ξεχνούσε το πάθημα της Τρίτης Δημοτικού, οπότε απλά συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι ζωηρά.
Τον θαύμαζε πολύ αυτόν τον Διαφωτιστή, από μια άλλη φορά που τους είχε αναλύσει το φλέγον ζήτημα “Το Καθαρό Ελληνικό Αίμα”. Εκείνο το απόγευμα ο Σούλης είχε νιώσει να φεύγει ένα βάρος από πάνω του, όταν ο παντογνώστης πατριώτης τους είχε μιλήσει για την πραγματική καταγωγή των Αρβανιτών: δεν είχαν καμία σχέση με τους βρωμο-Αλβανούς, αλλά έρχονταν από μια περιοχή, την Αρβώνη, που είναι κοιτίδα του ελληνισμού. Έδιωξε έτσι τα φαντάσματα που γεννήθηκαν εκείνη την μέρα στο στρατό, που ένας εξυπνάκιας φαντάρος του είχε φωνάξει “Τόσκα, ξέρεις ότι είχα μια γκόμενα Αλβανίδα με το επίθετο σου;” Έχε χάρη που ήταν παλαίουρας, αλλιώς θα είχε πάρει ότι του άξιζε. Ας είναι, όλα αυτά δεν τον ενοχλούσαν πια, ο Πυρήνας τον είχε απαλλάξει πλέον από αυτόν εφιάλτη. Μάλιστα, λίγο καιρό μετά, μέσω του ηρωικού βουλευτή του νομού, που όλοι φωνάζαν “Καραϊσκάκη” είχε γνωρίσει και τον Ρομπέρτο που ήταν κανονικός, περήφανος Έλληνας της Βορείου Ηπείρου και του τα είχε εξηγήσει αυτά, μπεσαλής άνθρωπος, δείγμα της ανωτερότητας της φυλής μας.
“Μάνααααα, θα μου φτιάξεις ένα καφεδάκι;” Είχε κόψει πια τον φραπέ, εκτός από όταν πήγαινε στο γήπεδο, τώρα πλέον προτιμούσε ελληνικό καφέ. Το θεωρούσε χρέος τιμής απέναντι στους προγόνους που πέθαναν για να πίνουμε τον δικό μας καφέ, τον ελληνικό, ελεύθεροι. “Έλα πασάκα μου, έτοιμος και με μπόλικο καϊμάκι. Τι διαβάζεις πάλι;” Στον Σούλη πολύ άρεσε να μιλάει για αυτά τα πράγματα στην μάνα του. Αυτή τον άκουγε κάθε φορά εκστασιασμένη κι αυτός έβλεπε στα μάτια της την δίψα της για γνώση, αλλά και τον θαυμασμό για το μοναχοπαίδι της που ήξερε τόσα πολλά. “Να ρε μάνα, δες κι εσύ το χάλι, κοίτα πως βγήκε η άλλη στην παρέλαση”. Την προηγούμενη φορά που της είχε δείξει φωτογραφία από την παρέλαση, ήταν κάποια μαθήτρια ντυμένη προκλητικά.
“Ευτυχώς παιδί μου, αυτή φοράει την στολή της Αμαλίας, να την έχει καλά ο Θεός”. Ο Σούλης γούρλωσε τα μάτια: “Ποιος Θεός και ποια Αμαλία ρε μάνα; Τι λες; Σύρε φέρε τα γυαλιά σου.” Η μητέρα του πήγε στην κρεβατοκάμαρα της, πήρε τα γυαλιά της, τα οποία είχε πάντα στο κομοδίνο της, πάνω στους Βίους των Αγίων που διάβαζε κάθε βράδυ πριν αποκοιμηθεί και δίπλα από την φωτογραφία του μακαρίτη κι επέστρεψε στο σαλόνι. “Α, καλέ είχε κι η γιαγιά σου ένα τέτοιο μαντήλι, κάπου το έχω κρατήσει, να δεις που το έχω;” Ο Σούλης ήταν έτοιμος να εκραγεί. “Σύνελθε μάνα, δεν είναι σαν τις δικές μας αυτές οι μαντίλες, είναι ισλαμοφασιστικές.” Η μητέρα συνέχιζε να μην καταλαβαίνει: “Ναι, αλλά ξέρεις τι ωραία που δείχνουν στην Γκιουλμπαχάρ;” Η υπενθύμιση ότι έβλεπε φανατικά τον “Σελίμ, τον Ιππότη της Ανατολής” ξεχείλισε το ποτήρι. “Ακόμα τούρκικα βλέπεις; Τι σου έχω πει; Αυτοί θέλουν να μας κάνουν αδερφές και για αυτό μας βάζουν να βλέπουμε τέτοια. Αυτό θέλεις μάνα; Να τουρκέψουμε όλοι, να μας πάρουν τις δουλειές και τις γυναίκες μας οι τζιχαντιστές; Αφού διάβασες τι είχε πει ο Γέροντας Παΐσιος.”
Το μυαλό της χαροκαμένης γριάς συγκράτησε μόνο μια λέξη: “Τις γυναίκες μας; Τι εννοείς γιε μου; Μου κρύβεις κάποια χαρούμενη είδηση; Γνώρισες κάποια ή τα βρήκατε με την παλιά σου, αυτό το Λιτσάκι που ποτέ δεν μου γνώρισες;” Ο Σούλης δεν είχε καιρό και όρεξη για αυτή την κουβέντα, ένιωσε σαν να απείχε από το καθήκον του εκείνη την στιγμή. Η μητέρα, στον κόσμο της, δεν το έβαζε κάτω: “Για να μην τουρκέψουμε, πρέπει να κάνουμε παιδιά, αλλά εγώ ακόμα περιμένω εγγονάκια. Όλο στον υπολογιστή είσαι και όταν βγαίνεις τρέχεις είτε με τα παιδιά από το κόμμα ή από την ομάδα. Που θα πάει αυτό; Στο Star είδα ότι εκείνο το ωραίο δικό σας παιδί, ο Ηλίας, τα έφτιαξε με ένα μοντέλο, πριν τα είχε με μια αθλήτρια, προκομμένο παλικάρι, εσύ τι θα κάνεις;” Η συζήτηση είχε φτάσει πλέον στα όρια της. Ο Σούλης έδιωξε την μητέρα του στην κουζίνα “Κανείς εδώ ετάχθη” είπε με αποφασιστικότητα. “Γύρνα στα γιουβαρλάκια σου”.
Επέστρεψε στην οθόνη. Κάθε μέρα ξεκινούσε με την ενημέρωση του. Τα παιδιά από τον Πυρήνα του είχαν δείξει μερικά site που έγραφαν όλες τις αλήθειες που οι προδότες δημοσιογράφοι με τα στριγκάκια δεν δείχνουν ποτέ. Πλέον είχε καταντήσει μια απαραίτητη καθημερινή ρουτίνα. Ξεκινούσε από το faskeleio.gr και το stokos.org για τα σημαντικά, μετά το capuccino.gr για τα καλλιτεχνικά και έκλεινε την ενημέρωση με τα αθλητικά από το iomadaramasnakerdizeikaigamiountaiolooialloi.org. Θυμήθηκε τον πατέρα του που έτσι, με σύστημα, διάβαζε την Ελεύθερη Ώρα και τον Ελληνικό Κόσμο. “Πόσα σου χρωστάω ρε γέρο” σκέφτηκε και για μια στιγμή κοίταξε την παλιά φωτογραφία του με την καλή στολή της χωροφυλακής.
Η ειδησεογραφία ήταν παρόμοια με των προηγούμενων ημερών. όλη η χώρα πλέον έδειχνε να έχει καταληφθεί. Ο Σούλης ρουφούσε τους τίτλους κι ανέβαζε την μία ανάρτηση μετά την άλλη. “ΣΤΗΝ ΚΟΝΙΤΣΑ ΟΙ ΛΑΘΡΟ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΣΕ ΧΑΣΑΠΙΚΑ ΚΑΙ ΠΕΤΑΝΕ ΚΑΤΩ ΤΑ ΚΡΕΑΤΑ. ΔΙΑΔΩΣΤΕ!!!”, “ΝΑ ΤΙ ΜΑΣ ΚΡΥΒΟΥΝ: ΑΦΑΙΡΕΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ!!!”, “ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΚΑΤΕΒΑΣΟΥΝ: ΙΣΛΑΜΙΣΤΕΣ ΒΙΑΣΑΝ ΠΑΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΙΔΟΜΕΝΗ!!!”. Το τελευταίο τον συγκλόνισε πραγματικά, έπρεπε να το μοιραστεί και με την μάνα του. Φώναξε προς την κουζίνα: “Μάναααα, άκουσες για την Ειδομένη, ένα παιδάκι βίασαν οι ισλαμοκουφάλες”. Η μητέρα του απάντησε από την κουζίνα: “Το άκουσα παιδί μου, το είπε και στις ειδήσεις στον Αντέννα. Εκεί θα κολλούσαν; Εδώ μου είπε η κυρα-Δροσούλα ότι τις προάλλες πέρασε από την πλατεία στην Βικτώρια κι οι αραπάδες την κοιτούσαν πονηρά και της έλεγαν κάτι ακαταλαβίστικα στην γλώσσα τους.”
Ο Σούλης ψιθύρισε μόνος του: “Ρε τους αλήτες, κοντεύει τα 80 η κυρά-Δροσούλα. Αλλά από την άλλη, ωραία γυναίκα θα ήταν στα νιάτα της. Αν ήταν καμιά τριανταριά χρόνια μικρότερη, θα έκανα φάση μαζί της, την έχω δει πως με κοιτάει”. Παύση. Ε όχι και να βιάσουν την κυρα-Δροσούλα, αυτό δεν θα το επέτρεπε, έπρεπε να δράσει, να την προστατέψει. Στο κάτω κάτω, ο μακαρίτης ο άντρας της ήταν και φίλος του παππού, αυτουνού από την Καλαμάτα, που έγινε έμπορος στα δύσκολα χρόνια και πρόκοψε με πολύ αγώνα. Πολεμούσαν μαζί ενάντια στους συμμορίτες από το ’43.
Έψαξε στο ίντερνετ και βρήκε μια φωτογραφία μιας γριάς μέσα στα αίματα. Μια καλή είδηση πρέπει πάντα να ξεκινάει με μια δυνατή φωτογραφία. Στη συνέχεια έγραψε το κείμενο, σήμερα είχε έμπνευση:”DIADOSTE!!!1! ANONYMI PLIROFORIA-AFGANOI ISLAMISTES VIASAN ILIKIOMENI STIN VIKTORIA.”
Ανέβασε την φωτογραφία στο Facebook και περίμενε τις αντιδράσεις με αγωνία. Πρώτα έκανε like ο “AXILLEYS MYRMIDON”, δηλαδή ο Σάκης από τον πυρήνα των Πετραλώνων κι αμέσως μετά ο “ALEXANDROS MAKEDWN”, δηλαδή ο Βαγγέλης από την Θεσσαλονίκη, καλό παιδί, αν και ΠΑΟΚι “Βούλγαρους τους φωνάζαμε παλιά στο γήπεδο αυτούς, μέχρι που, χωρίς να καταλάβουμε γιατί, μας το απαγόρεψαν τα παιδιά στον Σύνδεσμο Οπαδών. Ή ήταν στον Πυρήνα του κόμματος;” Μερικές φορές τα μπέρδευε αυτά τα δύο, πάνω κάτω ήταν και οι ίδιες φάτσες. Η φωτογραφία συνέχιζε να παίρνει like και share, ο Σούλης ένιωθε μια ιερή έξαψη. Επιτέλους, κάποια υπεύθυνα μάτια είδαν την δουλειά του. Λίγο μετά η εικόνα της ματωμένης γριάς φιγουράριζε στο patriotismos.net που το διαχειρίζονταν από την Επιτροπή Επικοινωνίας του κόμματος. Χαμογέλασε αυτάρεσκα, “Ετσι γ..άει ο Ελληνισμός” σκέφτηκε μεγαλόφωνα. Μέσα σε λίγες ώρες η είδηση κυκλοφορούσε παντού, όλα τα site την είχαν ανεβάσει με ανατριχιαστικές λεπτομερείς περιγραφές που βασίζονταν σε αξιόπιστες ανώνυμες πληροφορίες, μέχρι το βράδυ θα είχε φτάσει στα δελτία ειδήσεων. Ο Σούλης ρουφούσε τα σχόλια στις αναρτήσεις “PSOFOS STOYS ISLAMOFASISTES” έγραφε ο “KWNSTANTINOSS ELLINAS”, “NA XYSOYME TO AIMA TOYS PRIN XYSOUN TON DIKON MAS” συμπλήρωνε ο “SOYLIWTIS AGWNISTHS”, “OYTE GIA SAPUNI DEN KANOUN” το τερμάτιζε ο “MAKIS OGDONTAOXTO”. Ο Σούλης άναψε τσιγάρο: “Όχι και την κυρα-Δροσούλα ρε κουφάλες…”