Σπίτι μας είναι και ό,τι δεν βλέπουν οι άλλοι
Στο σπίτι μας μιλάμε την δική μας γλώσσα, που δεν την καταλαβαίνουν όσοι ζούνε εκτός αυτού
Λέξεις: Κατερίνα Ασημακοπούλου
“Θα τα πούμε στο σπίτι” ακούγονται συχνά να λένε γονείς στα παιδιά τους ή ζευγάρια μεταξύ τους. Αν δεν είναι απειλητικός ο τόνος τους – που συνήθως είναι – τότε θα τον λέγαμε σίγουρα προειδοποιητικό, ενώ αυτή η μικρή φράση από μόνη της σημαίνει βασικά “Κανόνισε να ξεφτιλιστούμε μπροστά στους άλλους”. Κανείς δεν χρειάζεται να ντροπιαστεί έτσι, γιατί “σπίτι δεν έχετε να μαλώσετε;” ή αλλιώς “να χαμουρευτείτε, να είστε γυμνοί, να τραγουδήσετε δυνατά, να τον παίξετε εν πάση περιπτώσει”. “Το τι κάνει ο καθένας σπίτι του είναι δικό του θέμα” ή αλλιώς “σπίτι μου είμαι, ό,τι θέλω κάνω”. Στο σπίτι μας μιλάμε την δική μας γλώσσα, που δεν την καταλαβαίνουν όσοι ζούνε εκτός αυτού.
Σπίτι μας λοιπόν δεν είναι μόνο η κατοικία μας, εκείνο το μέρος που έχουμε τα έπιπλα και τα πράγματά μας και στο οποίο κοιμόμαστε. Σπίτι είναι το άνδρο της ιδιωτικότητάς μας, ο λογαριασμός μας, ό,τι δεν βλέπουν οι άλλοι. Βασικό συστατικό του σπιτιού είναι οι πόρτες, “πίσω από κλειστές πόρτες” δημιουργούνται μικρά σπίτια μέσα στα σπίτια μας. Ακόμα πιο μικρά σπίτια είναι τα ντουλάπια και τα συρτάρια μας, σπιτάκια για όλα όσα χρειαζόμαστε ή θέλουμε ή απλά δεν θέλουμε να αποχωριστούμε. Πιο μικρά σπιτάκια είναι τα κουτάκια μας που έχουν τα ακουστικά μας, τα κοσμήματά μας, τις βίδες μας, τα καλλυντικά μας. Όλα είναι δικά μας. Οι ελαττωματικοί μας καναπέδες, που σε αυτούς αναφερόμαστε όταν ξεφυσάμε “σπίτι μου, σπιτάκι μου” γυρίζοντας από τις διακοπές μας, είναι το σπίτι μας.
Σπίτι όμως είναι και οι δικοί μας άνθρωποι, γι’ αυτό λέμε στους πολύ αγαπημένους μας πως είναι το σπίτι μας, γιατί μέσα σε εκείνους κατοικούμε και γινόμαστε άστεγοι όταν μας εγκαταλείπουν. Και σπίτια είμαστε κι εμείς για εκείνους που μας αγαπάνε αν δεχτούν να βάλουμε ένα ταβάνι πάνω από το κεφάλι τους κι ένα πάτωμα για να το περπατούν. Σπίτια κινούμενα είναι οι γυναίκες που κυοφορούν, σπίτι είναι οι αγκαλιές και το πιο ωραίο σπίτι ο μοιρασμένος ύπνος. Σε σπίτι μετατρέπουν οι περισσότερες μαμάδες κάθε ψυχρό οίκημα στο οποίο τυχαίνει να βρεθούν γεμίζοντάς το με μυρωδιές, απλώνοντας ένα καρό τραπεζομάντιλο και στρώνοντας ένα κρεβάτι.
Δεν ξέρω αν η έννοια του σπιτιού όπως την περιγράφω εδώ, καταλύεται ή επιβεβαιώνεται από τους πραγματικούς άστεγους. Οι άστεγοι δεν έχουν στέγη, εντάξει, σημαίνει όμως αυτό πως δεν έχουν και σπίτι; Σκέφτομαι τον απροσδιόριστης ηλικίας άστεγο που ζει λίγο πιο πέρα από εμάς, στην είσοδο ενός παρατημένου συλλόγου στην οδό Λαμπράκη. Έχει στήσει εκεί ένα παράπηγμα από κουβέρτες, έχει μαζέψει εικόνες αγίων και της Παναγίας, κάθεται στα σκαλιά μιλώντας συχνά με πραγματικούς και φανταστικούς του φίλους και ακούει ραδιόφωνο όλη μέρα. Πού και πού τον πετυχαίνω να σκουπίζει επιμελώς το κομμάτι του πεζόδρομου που βρίσκεται ακριβώς μπροστά στην είσοδο και σκέφτομαι “Τι νοικοκύρης! Εγώ πόσες μέρες έχω να σκουπίσω το σπίτι μου;”.
Τις προάλλες δε πέτυχα μια κρεβατοκάμαρα στην Τσιμισκή. Ακριβώς πάνω στον δρόμο ένα ζευγάρι μεθυσμένων μάλωνε με θέρμη στα ρωσικά. Εκείνη στρουμπουλή και κοκκινομάγουλη, κρατώντας ένα μπουκάλι στο χέρι, κατακεραύνωνε όρθια τον άντρα που καθόταν πάνω στο στρώμα, τυλιγμένος με μια κουβέρτα. Η γυναίκα πήγαινε να φύγει αλλά, όπως κάνουν συχνά οι μεθυσμένοι αλλά και οι θυμωμένοι, θυμόταν κάτι ακόμα και γυρνούσε πίσω για να του τα ψάλλει λίγο ακόμα. Ο άντρας στο στρώμα κουνούσε το γαντοφορεμένο χέρι του περιφρονητικά ενώ τακτοποιούσε κάποια ρούχα. Οι άνθρωποι που περνούσαν από μπροστά τους κάνανε πέρα στον βαθμό που μπορούσανε, για να δώσουν χώρο στον καβγά. Για να μπορέσουν και αυτοί οι Ρώσοι τέλος πάντων να τα “πούνε στο σπίτι”.