Στην πορεία όπου σκοτώθηκαν ο Κουμής και η Κανελλόπουλου
«Τι νομίζετε ότι κάνετε; Δέρνουν άγρια όποιον βλέπουν μπροστά τους, έχουν φτάσει μέχρι την Ομόνοια»
Λέξεις: Πέτρος Θεοδωρίδης
«Μη λέτε ότι να’ναι! Ήμουν σε εκείνη την πορεία όπου σκοτώθηκε ο Κουμής και η Κανελλόπουλου…»
Οι νεαροί γύρισαν και τον κοίταξαν. Τόση ώρα καυγάδιζαν σαν τα κοκόρια για τις ημερομηνίες. Βρίσκονταν σε πλήρη σύγχυση, μπέρδευαν τις δεκαετίες.
Η πορεία έγινε το 1980 τους είπε. Επί Ράλλη. Είχε προηγηθεί μια επταετία με πρωθυπουργό τον Καραμανλή. Οι Μαοϊκοί επικεφαλής, ακολουθούσε η ΚΝΕ, πιο πίσω το ΚΚΕ εσωτερικού. Κόκκινες σημαίες και συνθήματα. Απαγορεύονταν να πλησιάσουν στην Αμερικανική Πρεσβεία.
Ο Θήτα κόμπιασε. Η μνήμη του ήταν γεμάτη σκουπίδια, ανάκατες εικόνες, θρύμματα ,ομίχλη.
Και η εικόνα του εαυτού του εν μέσω της τελετουργίας του Νοέμβρη, κάθε χρόνο από το 1974, πρώτα στη Θεσσαλονίκη μετά Αθήνα τα τραπεζάκια με το έντυπο υλικό έξω από το Πολυτεχνείο και ο ανταγωνισμός για το ποιος θα είναι επικεφαλής, αδιέξοδο, ο Θήτα είχε ήδη συντριβεί μια φορά στα δεκαεννιά του, φεύγοντας από μια ακροαριστερή ομάδα και προσχωρώντας σε μια μεγαλύτερη και πόσο άδειο του φάνηκε το μεσοδιάστημα!
Και τι γινόταν με την ζωή του μπερδεμένη, χαμένη, λίγο πριν επί χούντας, σε μια επαρχιακή πόλη, ξύλο με την βέργα μέχρι να μουδιάσουν τα χέρια, μπούλινγκ που επικροτούσαν οι δάσκαλοι, έπαρση της σημαίας, κούρεμα με την ψιλή και ξύλο, τα γράμματα της αδελφής του από το Πολυτεχνείο το 73, βέργα και ξύλο, ο Καζαντζάκης που τον ενθουσίασε, η Αμερική του Κάφκα, τρελή χαρά όταν έπεσε η χούντα, κομμάτια πληγωμένης μνήμης, η Λέσχη των αξιωματικών και βόλτες κορδωμένων λοχαγών στη οδό Μεραρχίας ,στις Σέρρες, οι «Γενναίοι του Βορρά», αιώνες οδυνηρής εφηβείας και ξύλο…
Ο Θήτα ένιωθε μια κούραση από την επανάληψη· να προχωρά αμήχανος με το Μαοϊκό μπλοκ έχοντας πριν από μήνες φύγει από τον χώρο, αλλά μη μπορώντας να ξεκόψει από το κίνημα.
Που να πάει;
Σ’ αυτά τα έξι χρόνια από την μεταπολίτευση είχε οργανωθεί ,ενθουσιαστεί ,πιστέψει, απογοητευτεί, διαγραφτεί, προδοθεί και η ζωή κυλούσε.
Είχε γευτεί τον οπορτουνισμό, ρεβιζιονισμό, ρεφορμισμό, αριστερισμό, είχε βιώσει στο πετσί του τον σταλινισμό ,είχε κοιμηθεί με τα πέντε κεφάλια κεντημένα στο προσκεφάλι του: Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν, Στάλιν, Μάο Τσετούνγκ.
Ο Μάο είχε πεθάνει, η χήρα του συνελήφθη, το Βιετνάμ είχε νικήσει τους Αμερικάνους και εισέβαλε στην Καμπότζη, οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στο Αφγανιστάν , στην Περσία είχε επικρατήσει μια θρησκευτική επανάσταση. Ο Θήτα είχε δει ταινίες, Αϊζενστάιν, Γκοντάρ, Νικολαΐδη, τον Θίασο του Αγγελοπούλου, είχε δεχτεί από τους φασίστες ένα χτύπημα με ρόπαλο στο κεφάλι ,υπήρξε για λίγο ήρωας κατά λάθος, είχε ερωτευτεί μετά από χρόνια ερωτικής ξηρασίας, με το κορίτσι του έμεναν σφιχταγκαλιασμένοι από το πρωί ως το βράδυ στο φοιτητικό δωμάτιο, πάνω από τον καναπέ υπήρχε μια αφίσα από το «1900» του Μπερτολούτσι, δίπλα ο πειρασμός του «Αγίου Αντωνίου» του Νταλί ,στο κομοδίνο το κασετόφωνο έπαιζε την «Ελένη» του Χατζιδάκι ,μια μικρή βιβλιοθήκη, το «Τι να κάνουμε» και το «Κράτος και επανάσταση» του Λένιν· βιβλία του Μπετελέμ και η Κοινωνιολογία του Φίλια .το περιοδικό Αντί», η εφημερίδα « Προλεταριακή Σημαία» στο πάτωμα.
Πως να μεταδώσει στους νεαρούς που μεγαλώσανε στην εποχή του ίντερνετ την αίσθηση μιας εποχής όπου την γνώση την ανακάλυπτες σκάβοντας μόνος σε μουσικές, ταινίες, βιβλία; Πως να μιλήσεις για την εποχή όπου, στους τοίχους ήταν γραμμένα όχι μόνο πολιτικά συνθήματα αλλά και το «Εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά»;
Γιατί, ξαφνικά, τον πλημμύρισαν εκείνες οι αναμνήσεις από την Σαντορίνη με την Ό, όπου γνωρίστηκαν και γίνανε αχώριστοι με την Δέλτα και τον Χ που είχαν στήσει την σκηνή τους δίπλα στη δική τους;
Γράφανε ποιήματα και είχανε σκαλίσει μια κολοκύθα να την κάνουν φαναράκι. Μαύρη ελαφρόπετρα, γεύση ευτυχίας ,φιλία και έρωτάς,« ο Χ πέθανε πριν τα σαράντα του» σκέφτηκε ξαφνικά ο Θήτα. «Και δεν πήγα να δω τον τάφο του !»
Όμως, το φθινόπωρο του 1980 ο Χ και η Δέλτα είχαν χωρίσει για πρώτη φορά από τις πολλές. Και η Δέλτα ένιωθε χαμένη.
Από τη διαδήλωση του Νοέμβρη έλειπε η Ό·είχε πάει Θεσσαλονίκη.
Το προηγούμενο βραδύ ο Θήτα είχε βρεθεί με φίλους ,προσπάθησε να ανοίξει το καπάκι μιας μπύρας με μαχαίρι, το μαχαίρι καρφώθηκε στην μύτη του, έτρεχε αίμα, ακόμα και τώρα μετά από σαράντα πέντε χρόνια, είχε την ουλή να του θυμίζει την ανομολόγητη ντροπή για την αδεξιότητα του.
Και, εκεί που προχωρούσε στην πορεία, η Δέλτα άρχισε να περπατά στο πλάι του ,κρατώντας τον αγκαζέ και μιλώντας ακατάπαυστα για τον Χ, ενώ, αυτός είχε άλλου το νου του, φοβόταν, κάτι δε πήγαινε καλά, κάθε τόσο ακούγονταν εκρήξεις, η Δέλτα δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται τίποτε, χαμένη μεσ’ τον χωρισμό της..
«Φτάνουμε εκεί κοντά στα ανθοπωλεία, αρχή Βασιλίσσης Σοφίας, εκεί που απαγορεύονταν, προχωρήσαμε, ακούστηκαν κρότοι, αρχίσαμε να τρέχουμε, έχασα την Δέλτα. Έμεινα μόνος »
Ο Θήτα κόμπιασε.
«Είναι περίεργο. Εκεί αίφνης μέσα στον πανικό εκεί που τρέχαμε ένοιωσε ξαφνικά να σταματάει ο χρόνος , να μένουν ακίνητοι όλοι, και έπεσε το μάτι μου σε ένα γυναίκειο παπούτσι. Μου φάνηκε πως ήταν γόβα στιλέτο. Δεν ήταν αλλά μου φάνηκε σαν να ήταν. Ήταν εκεί στη μέση του δρόμου γύρω δεν υπήρχε τίποτε, και σαν να φωσφόριζε. Έλαμπε θαρρείς. «Θα είναι της Δέλτα» σκέφτηκα
«Έχασε την γόβα στιλέτο της»
«Πρέπει να πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα με τον χρόνο ακινητοποιημένο»
Και μετά αρχίσαμε πάλι να τρέχουμε. Έτρεχα σαν τρελός και, αίφνης βρέθηκα πιασμένος χέρι χέρι με την Κάππα. Μόλις είχε μπει στην οργάνωση από όπου είχα μόλις φύγει, δεν την ήξερα καλά και το στηθάκι της ανεβοκατέβαινε από τον φόβο. Είμασταν κάπου κοντά στο Σύνταγμα και τη Σταδίου .Εκεί άρχισα να της ομολογώ τις μεταφυσικές μου αγωνίες, της είπα πως ο κομμουνισμός δεν είχε αναπτύξει μια προσωπική ηθική που να αφορά το πως και τι να πράξουμε στην ζωή μου. Είναι περίεργο που της τα έλεγα αυτά ενώ δεν την ήξερα σχεδόν,
Θυμάμαι πως ήμουν απολύτως ήρεμος και έλεγα επιτέλους αυτό που σκεφτόμουν· σα να μη μ’ ένοιαζε ότι συνέβαινε γύρω μου .Σήμερα σκέφτομαι ότι εκείνες οι σκέψεις μου αντιστοιχούσαν σε αυτό που στην εποχή της δεκαετίας του 80 αντιστοιχούσε στο πέρασμα από την μεγάλη αφήγηση στην μικρή, Τότε το ονομάζαμε «επανάσταση της καθημερινής μας ζωής» δεν είχαμε ιδέα σε τι αδιέξοδα θα μας οδηγούσε μερικές δεκαετίες αργότερα ,
Της είπα «πάμε να κάτσουμε σε ένα παγκάκι και να κάνουμε τους ερωτευμένους δεν θα μας πειράξουν!» Πρέπει να είχα δει την ατάκα σε ταινία . Η Κάππα κοιτούσε παράξενα, είχε πετρώσει από τον φόβο. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι και περνάει ένας σύντροφος και με μάλωσε :
«Τι νομίζετε ότι κάνετε; Δέρνουν άγρια όποιον βλέπουν μπροστά τους, έχουν φτάσει μέχρι την Ομόνοια». Σηκωθήκαμε, αρχίσαμε πάλι να τρέχουμε μέχρι να φτάσουμε τα σπίτια μας, στη Καλλιθέα
Την άλλη μέρα έμαθα ότι σε εκείνη την πορεία σκοτώθηκε ο Κουμής και η Κανελλόπουλου. Δεν τους ήξερα .
Την παρ΄ άλλη γύρισε η Ό από τη Θεσσαλονίκη.
Πέρασε ένας χρόνος και το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία»
Ο Κάππα κατάλαβε ότι οι νεαροί περίμεναν να συνεχίσει την διήγηση του.
«Κάποτε πηγαίναμε σινεμά και βλέπαμε το έργο από την μέση» είπε «και προσπαθούσαμε να μαντέψουμε την αρχή. Σχεδόν πάντα κάναμε λάθος»
«Γιατί όμως η μνήμη μας μας δεν στέκεται στο γεγονός» αναρωτήθηκε «και γυρνάει γύρω γύρω»
Σαν τον ορίζοντα που, όσο τον πλησιάζεις απομακρύνεται, η μνήμη μοιάζει σύννεφο με παντελόνια.