Στην Αρετσού
Καλοκαίρι, απόγευμα. Πλαζ Αρετσούς. Κόσμος πολύς, κάνει βόλτα. Μερικοί γενναίοι κολυμπούν...
Που θα ζήλευαν όλοι οι τουρίστες του κόσμου. Λίγα σύννεφα, ένας ορίζοντας λαμπρός, η θάλασσα. Παιδιά παίζουν στην αμμουδιά, δυο γυναίκες μιλάνε στα Ρώσικα έντονα παραπέρα, παρέες ηλικιωμένων θυμούνται. Το καλοκαίρι όλα μοιάζουν λίγο πιο ανάλαφρα. Ακόμα και οι θηλιές. Το ζευγάρι συζητά χαμηλόφωνα. Έχω στήσει αυτί. Λένε κάτι για συγκατοίκηση. Φαντάζομαι πως δεν κάνουν πρώτη φορά αυτή την κουβέντα. Αριθμοί είναι, που δεν βγαίνουν απλά. Το κορίτσι σκοτεινιάζει. Το αγόρι πάει να φέρει μπίρες. Σουρουπώνει στην Αρετσού.
Ιούνιος 1973. Πλαζ Αρετσούς. Στο Αναψυκτήριο. Μένουμε στην Τούμπα. Στην οδό Μήδειας είναι η στάση της γραμμής 30. Που το καλοκαίρι μετονομάζεται σε 30Α και τερματίζει στην πλαζ, αντί για το Ντεπό. Είναι πρωί Κυριακής. Περιμένουμε στη στάση. Φοράμε μαγιό, σαγιονάρες, δεν υπάρχει dress code παραλίας. Ο αδερφός μου έχει το σωσίβιο μαζί. Κουβάδες. Η μάνα μου έχει φροντίσει για τα περαιτέρω. Τις προμήθειες. Το λεωφορείο αγκομαχά μέχρι να φτάσει στην πλαζ. Σε κάθε στάση ανεβαίνουν και άλλοι γείτονες. Νοικοκυραίοι άνθρωποι. Περνάμε όλη τη μέρα εκεί κάτω. Στον ήλιο.
Δεν κάνουμε και σπουδαία όνειρα. Ο πατέρας μου λέει πως άμα πάνε καλύτερα τα πράγματα μπορεί να πάρουμε αυτοκίνητο στο μέλλον να πηγαίνουμε μακρύτερα. Άργησε μια δεκαετία. Τις καλύτερες μέρες της έφερε η δεκαετία του ογδόντα που έβρεξε χρήμα στη χώρα. Ξένο χρήμα. Το απόγευμα επιστρέφαμε ηλιοκαμένοι. Η μάνα μου μας βάζει γιαούρτι στην πλάτη. Τηγανίζει κεφτέδες και πατάτες. Πιπεριές και μελιτζάνες και κολοκυθάκια. Με σάλτσα. Κάνεις δεν τολμούσε να μας πει κακή κουβέντα για τα τηγανητά και τις χοληστερίνες.