Στο αεροπλάνο

Το αεροπλάνο άδειασε χωρίς να το καταλάβω ενώ εγώ προσπαθούσα να απαντήσω στο ερώτημα του αν ο άνθρωπος που καθόταν δίπλα μου για 40 λεπτά ήταν τρελός για δέσιμο.

Λίνα Βανίδη
στο-αεροπλάνο-16090
Λίνα Βανίδη
– Κατεβαίνετε για δουλειά;, με ρώτησε ευγενικά.

– Περίπου. Για δουλειά και για να δω αγαπημένα πρόσωπα, απάντησα σχεδόν κοφτά. Δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη για κουβέντα.

– Ωραίο αυτό που είπατε, «αγαπημένα πρόσωπα», αποκρίθηκε, χωρίς να δείχνει να πτοείται.

– Ευχαριστώ, είπα και συνέχισα να ξεφυλλίζω το περιοδικό της θήκης του μπροστινού καθίσματος.

– Είναι σημαντικό να έχουμε τέτοια πρόσωπα στη ζωή μας. Χωρίς αυτά δεν είμαστε τίποτε. Έτσι πιστεύω εγώ τουλάχιστον.

Δε μου ήταν ποτέ εύκολο να απορρίπτω. Ένιωθα άσχημα. Παρόλα αυτά έκανα μια τελευταία προσπάθεια και χωρίς να απαντήσω έδειξα να αφιερώνομαι σε ένα άρθρο για τη Ρεθυμνιώτικη κουζίνα.

– Εγώ, ξέρετε, είχα πολλά τέτοια πρόσωπα στη ζωή μου, αλλά σχεδόν όλα αποδείχτηκαν ψεύτικα.

Ξεφύσησα διακριτικά, έκλεισα το περιοδικό και έστρεψα τα μάτια μου προς τη θέση του. «Δεν υπάρχει περίπτωση να γλυτώσω», ψιθύρισα στον εαυτό μου. Η επόμενή μου σκέψη ήταν ότι ίσως φοβόταν τα αεροπλάνα, και όντας ομοιοπαθούσα, αποφάσισα να στηρίξω το συνεπιβάτη μου παρότι ένας ήπιος πυρετός μού γινόταν ολοένα και πιο ενοχλητικός.

Όση ώρα συνέχιζε να μονολογεί, κουνούσα τακτικά το κεφάλι μου, υποδηλώνοντας ότι παρακολουθούσα την αφήγηση, και άρχισα να τον περιεργάζομαι.

Λίγο πριν τα 55, μετρίου αναστήματος, με χοντρό μπουφάν που εμφανώς αρνούνταν να αποχωριστεί, τζιν παντελόνι και φθαρμένα αθλητικά παπούτσια. είχε ένα σοβαρό αλλά ταυτόχρονα απλανές βλέμμα. Τα χέρια του φαινόταν ταλαιπωρημένα και τα μαλλιά του είχαν μέρες να πλυθούν. Το κάθισμα του αεροπλάνου φαινόταν παραδόξως να τον βολεύει και ήταν ιδιαίτερα ευγενικός προς την αεροσυνοδό όταν ζήτησε ένα δεύτερο γύρο μπισκότου-χυμού. Η φωνή του ήταν σταθερή, μαλακή, και οι χειρονομίες του περιορισμένες.

«Έφτασα πολλές φορές στην κορυφή, αν δηλαδή οι 4 θεωρούνται πολλές για τη ζωή ενός ανθρώπου. Πολλά λεφτά, πραγματικά πολλά λεφτά, ανέσεις, αυτοκίνητα, ταξίδια, φαγητά, ρούχα, ξενύχτια. Ακόμη κι ένα διθέσιο αεροπλάνο! Λατρεύω να πετάω, βλέπετε. Όμορφα σπίτια, πάντα ανοιχτά. Οι φίλοι μπαινοβγαίνανε ασταμάτητα. Κάποιες αγάπες, σπάνια σταθερές. Και μετά, ο κατήφορος. Τις πρώτες τρεις φορές δεν έφταιγε η κρίση, εγώ έφταιγα. Τα κατέστρεψα όλα. Μετά ξεκίνησα ξανά προς τα πάνω. Όταν έχεις μάθει να ανεβαίνεις, δεν ξεχνάς πως γίνεται.  Ειδικά αν δεν μπορείς να συνηθίσεις στα σκατά που έχεις πέσει. Κι έτσι ανέβηκα, και αυτή τη φορά πιο ψηλά από τις προηγούμενες. Όμορφες, αξέχαστες ιστορίες. Οι φίλοι που είχαν εξαφανιστεί, ξαναγύρισαν. Έγινα πιο απαιτητικός και στις αγάπες. Ήμουν βασιλιάς. Και μετά, μετά ήρθε η κρίση. Και η αλήθεια είναι ότι όταν πέφτεις με παρέα, τουλάχιστον για λίγο, ξέρετε, στα πρώτα μέτρα, αισθάνεσαι, περιέργως, μια ανακούφιση. Αλλά και πάλι, όλοι εξαφανίστηκαν. Τελικό, όσο γρήγορα μπαίνει στη ζωή σου κάποιος, τόσο παίρνει και για να χαθεί. Όχι παραπάνω από μια αναθεματισμένη στιγμή. Και να ‘μαι πάλι. Μόνος. Εδώ.»

Άφησε ένα πικραμένο αναστεναγμό και χαμογέλασε ειρωνικά κοιτώντας έξω, τα σύννεφα. Σταμάτησε για λίγο.

«Δε θα το βάλω κάτω. Αλλά πρέπει επιτέλους να βρω έναν άνθρωπο να συμπορευτώ. Την επιτυχία ξέρω πώς να την κατακτήσω και ξέρω και πώς να τη μοιραστώ. Είστε παντρεμένη;»

«Ναι», απάντησα, λέγοντας ψέματα.

«Έχετε την ηρεμία του παντρεμένου ανθρώπου. Ενώ εγώ όχι. Ούτε την ηρεμία, ούτε την ευτυχία, ούτε την αίσθηση της ασφάλειας. Αλλά είμαι κοντά. Έχω κάνει την επιλογή μου και δε μου μένει παρά μόνο να την κερδίσω. Αλλά πρέπει να το κάνω μέσα σε 45 ημέρες.»

Οι τροχοί ακούμπησαν στο έδαφος και όλοι αναπηδήσαμε ελαφρά στις θέσεις μας.

«Και γιατί 45 μέρες;», τον ρώτησα απορημένη.

«Επειδή τόσο έχω δώσει στον εαυτό μου για να ζήσει. Αν δεν τα καταφέρω μέχρι τότε, δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσω».

Τον κοίταξα αποσβολωμένη. «Μα…», προσπάθησα να αντιδράσω, αλλά την ίδια στιγμή σηκώθηκε και τον πήρε η ροή του διαδρόμου. Δυο βήματα πιο κάτω, γύρισε και χαμογελώντας αχνά, είπε, «Είχα να μιλήσω έτσι με κάποιον εδώ και 4 χρόνια, σας ευχαριστώ.»

Το αεροπλάνο άδειασε χωρίς να το καταλάβω ενώ εγώ προσπαθούσα να απαντήσω στο ερώτημα του αν ο άνθρωπος που καθόταν δίπλα μου για 40 λεπτά ήταν τρελός για δέσιμο. … Δύο μέρες αργότερα, περπατώντας με τον αδερφό μου, τον είδα να ψάχνει στα σκουπίδια της πρωτεύουσας, με ένα καροτσάκι παλιοσίδερα δίπλα του. Σταμάτησα και τον καλημέρισα διστακτικά. Γύρισε, με κοίταξε κενά χωρίς να με αναγνωρίσει, και μου έτεινε το χέρι, «Σας περισσεύει κανένα ευρώ; Μαζεύω για να ταξιδεύω. Λατρεύω να πετάω, βλέπετε.»

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα