Στο καφενείο του Σπαθάρα
Αγαπιούνται πολύ, γιατί αν μια μέρα λείψει ένας, όλοι θα ρωτήσουν ‘’πού είναι ο Γιώργης, δεν φάνηκε’’ κι ας μάλωσαν την προηγουμένη για μια κλεψιά στις πόρτες.
Στα παλιά παραδοσιακά καφενεία έχει πάντα καθρέφτες. Ίσως επειδή έτσι ήταν νοούμενη η τότε μοντέρνα αισθητική. Καθρέφτες υπήρχαν άλλωστε και στα σπίτια ιδίως στα αστικολαϊκά του ’80. Ίσως όμως να βοηθά και το θαμώνα, να αισθανθεί πιο μεγάλο το χώρο, να νιώσει ότι δεν κλείνεται. Να σηκώσει το βλέμμα από το χαρτί που κρατά στο χέρια του καλό ή κακό και να κοιτάξει γύρω του.
Το πάτωμα στα καφενεία μου θυμίζει αυτό του σπιτιού της προγιαγιάς μου. Το μωσαϊκό με τα μικρά καφέ και άσπρα σχηματάκια, που μοιάζουν με σπασμένα κομμάτια ψηφίδας ή πιτσιλιές μπογιάς. Τα καλοριφέρ παλιά με ημικυκλικά άκρα, τα λεγόμενα σώματα. Συνήθως μπροστά τους υπάρχει ένα μεγάλο φυτό. Μουσική –αν παίζει- θα προέρχεται από ραδιοφωνάκι. Έτσι και στο καφενείο Σπαθάρα, όπου βρίσκομαι.
Το κλίμα τεταμένο. Μικροκαυγάδες για λάθος μέτρημα στα μπαστούνια. Κάτι λείπει πλέον που φουντώνει ακόμα περισσότερο τα νεύρα. Το τσιγάρο. Αναφαίρετο στοιχείο του θαμώνα και του χαρτοπαίκτη έστω και του χαλαρού, της πρέφας. Πλέον υπάρχουν τραπέζια κι έξω γι’ αυτό το λόγο, όπου και γίνονται πολιτικές συζητήσεις τοπικού χαρακτήρα και εκφράζονται ακόμη και άποψη για το τεχνικό κομμάτι της ολοκλήρωσης του Μετρό της πόλης.
Ο κύριος Βασίλης, με τον οποίο πλέον γνωριζόμαστε μου φέρνει τον καφέ και μου θυμίζει ότι κάποτε η γειτονιά ήταν γεμάτη μαγαζιά, μικροεμπόρους κυρίως, που γέμιζαν το μαγαζί ή ζητούσαν καφέδες με τη σέσουλα. Τώρα ο κύριος Βασίλης μπορεί να κλείνει το μεσημέρι για να φάει στο σπίτι και να επιστρέψει νωρίς το απόγευμα να φροντίσει τους ‘’απογευματινούς’’ ή αυτούς που θα επιστρέψουν για τη ρεβάνς της πρωινής μάχης. Σαράντα ολόκληρα χρόνια είναι επαγγελματίας καφετζής.
Σε κάθε τραπέζι έχει μια τράπουλα. Στο δικό μου ένα τεφτέρι για τους πόντους. Στο απέναντι είναι στοιβαγμένα τρία τάβλια. Εδώ ο χρόνος δεν μετριέται με ώρες. Αλλά είτε με παρτίδες είτε σπάει στα δυο. Πρωί-απόγευμα. Σημαντικό για τη ζωή των θαμώνων, αν και απουσιάζει από το καφενείο, είναι το μεσημεριανό φαγητό και η σιέστα. Στην πραγματικότητα είναι η σύζυγος, η οποία δεν πρέπει ποτέ να τρώει μόνη. Οι μεγαλύτεροι άνθρωποι είναι μαθημένοι να τρώνε μαζί τα μεσημέρια, ακόμη και αν υπάρχει καλή παρέα και τσίπουρα στρωμένα στο καφενείο. Και καλά κάνουν.
Εδώ μέσα ο καθένας έχει το δικό στυλ. Άλλοι φοράνε παλιά μπουφάν και καπέλα, άλλοι κουστούμι με ασορτί γραβάτα. Τραγιάσκες και κασκόλ περιμένουν σε έναν καλόγερο. Στην κουζίνα υπάρχει ένα μικρός νιπτήρας, ένα γκαζάκι και ένα σέικερ, γιατί έπρεπε να ακολουθήσει την ανακάλυψη του φραπέ. Μπροστά σε έναν πάγκο υπάρχουν μερικά μπουκάλια ουίσκι και ένα ΜΕΤΑΧΑ, πεντάρι νομίζω.
Έχει απίστευτη φασαρία. Πούλια χτυπάνε δυνατά, ζάρια κροταλίζουν στις χούφτες, φωνές/διαφωνίες, νεύρα/εκνευρισμοί, σύρσιμο καρεκλών και τραπεζιών, παρεμβάσεις θεατών της παρτίδας, αλλά μπορείς να συγκεντρωθείς σε ό, τι και αν κάνεις γιατί τα ζητήματα εδώ είναι απλά και οι ρυθμοί αργοί. Υπάρχει ένα ταβάνι ακόμη και αν η κατάσταση φτάσει στα άκρα. Γιατί εδώ όλοι αγαπιούνται κι μην το δείχνει κανένας.
Ας δείχνουν σκληροί άντρες, αυτά έχουν τα γηρατειά. Αγαπιούνται πολύ, γιατί αν μια μέρα λείψει ένας, όλοι θα ρωτήσουν ‘’πού είναι ο Γιώργης, δεν φάνηκε’’ κι ας μάλωσαν την προηγουμένη για μια κλεψιά στις πόρτες.