Στο τέλος του καλοκαιριού
Σε λίγες μέρες οι διακοπές θα τελείωναν. Δυσκολευόταν να ταυτίσει τον τωρινό του εαυτό, με τον αγχωμένο τύπο που τρέχει από το πρωί μέχρι το βράδυ...
Λέξεις: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Ξύπνησε νωρίς. Δεν είχε ξημερώσει εντελώς. Αύγουστος αλλά οι μέρες είχαν αρχίσει να μικραίνουν. Σκεφτόταν ότι τέτοια ώρα τον χειμώνα ήταν σκοτάδι και δύσκολα έβγαινε από το πάπλωμα. Μόνο η σκέψη του ζεστού σκεπάσματος, τον έκανε να ιδρώσει. Η προηγούμενη νύχτα ήταν δύσκολη. Κουνούπια και ζέστη. Εκεί στο νησί, ο νοτιάς σήκωνε τις πέτρες, και είχε φέρει φοβερή ζέστη και υγρασία.
Βγήκε έξω στο χαγιάτι και αμέσως τον πήρε η πρωινή δροσιά. Σχεδόν κρύωσε. Φρέσκος αέρας, δροσερός, σα να ήταν πιο λεπτός από αυτόν του σπιτιού. Προσπαθούσε να τον ρουφήξει με τα πνευμόνια και με κάθε πόρο του κορμιού του.
Κοίταξε το απέραντο γαλάζιο. Χαμογέλασε. «Απέραντο γαλάζιο», κοινοτοπία! Πώς να περιγράψεις όμως τον ουρανό που μοιράζεται το χρώμα του με την θάλασσα εκεί που συναντιούνται. Σαν τα ζευγάρια που είναι από πάντα μαζί και πλέον έχουν αρχίσει να μοιάζουν.
Πήγε γρήγορα γρήγορα μέσα στην κουζίνα και ετοίμασε ένα φραπέ με πολλά παγάκια. Μόνο παγάκια και γάλα. Όπως του άρεζε. Σε ένα μικρό πιατάκι του Ελληνικού καφέ, πήρε και δύο κουλουράκια, από αυτά τα σκληρά με την κανέλα που κάνει ο φούρνος στην Αγκαιριά.
Βγήκε ξανά έξω. Κάθισε στο άσπρο πέτρινο πεζούλι, στην άκρη του γκρεμού. Από κάτω τα κύματα έσκαγαν αφρίζοντας στα βράχια. Τα χρώματα είχαν αλλάξει λίγο. Ο ήλιος είχε βγει και τα είχε ξανοίξει. Σα να είχες αλλάξει σελίδα στο χρωματολόγιο, αλλά το «απέραντο γαλάζιο» ήταν πάντα εκεί. Να το πάλι το «απέραντο γαλάζιο». Πώς αλλιώς να το περιγράψεις, όμως, όταν το βλέπεις εκεί μπροστά σου. Νετάρεις στον ορίζοντα και εκείνο κοντεύει να σε καταπιεί.
Τα αυτιά του, βούιζαν από τον αέρα. Από τότε που είχε έλθει στο νησί, ο αέρας δεν είχε σταματήσει ούτε για μια ώρα. Τα αυτιά βούιζαν, σα να τα είχε μόνιμα κολλημένα σε ένα τεράστιο κοχύλι, από αυτά που τα βάζεις στο αυτί και αφουγκράζεσαι τους ήχους της θάλασσας.
Σε λίγες μέρες οι διακοπές θα τελείωναν. Δυσκολευόταν να ταυτίσει τον τωρινό του εαυτό, με τον αγχωμένο τύπο που τρέχει από το πρωί μέχρι το βράδυ, μιλάει με πελάτες, κάνει σχέδια, συντονίζει συνεργεία, στέλνει και δέχεται email και κάνει αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία, που λέει και ο ποιητής. Ήταν σαν ο αέρας του νησιού, και η αλμύρα του Αιγαίου, να τον είχαν καθαρίσει από όλα αυτά. Ήταν σα να τον είχαν θωρακίσει και να μην επέτρεπαν, τίποτα να τον επηρεάσει.
Ήξερε ότι δεν υπήρχε ελπίδα να γίνει αυτό. Θα επέστρεφε στην καθημερινότητά του και όλα θα ήταν όπως πριν. Καλή η ρουτίνα, και ας την βρίζουμε. Σου δημιουργεί ένα κουκούλι σιγουριάς και άνεσης. Μια ζώνη ηρεμίας.
Εκεί, κοντά στον Φεβρουάριο, τα πράγματα θα έχουν ζορίσει στη δουλειά. Τότε η νύχτα θα πέφτει πριν ακόμα φύγει από γραφείο. Το ντουλαπάκι του μυαλού με τα πορτάκια, που είναι βαμμένα στο βαθύ μπλε των Κυκλάδων, θα ανοίξει και θα τον βοηθήσει να συνεχίσει. Πώς το έλεγαν όλοι για τις διακοπές; «Γεμίσαμε τις μπαταρίες». Κι άλλο κλισέ!
Τα καλοκαίρια μας μικρά και ατέλειωτοι οι χειμώνες. Το έγραψε ο ποιητής και ας μην ήθελε να πει ακριβώς αυτό. Εκτός και αν αυτό ήθελε να πει.